Ο Γιάννης Στάνκογλου γραπώνεται από τα σκοινιά, το μόνιμο παράπονο και τις συνεχείς απειλές και δεν κατεβαίνει ποτέ από το άρμα της καταγγελίας και του ουρλιαχτού.

 

Κι ενώ για τους ανθρώπους τέτοιες τέχνες
σκέφτηκα ο δόλιος, τρόπο εγώ δεν έχω
από τη συμφορά μου ετούτη να ξεφύγω.

 

Ο Δίας όταν κατανίκησε τον Κρόνο και ανέτρεψε το παλιό καθεστώς, με την αμέριστη μάλιστα βοήθεια του Προμηθέα, σκόπευε να ξεκάνει σύσσωμο το ανθρώπινο γένος. Ο φιλεύσπλαχνος όμως Προμηθέας αρπάζει τη φωτιά και την μαθαίνει στους ανθρώπους και μαζί με τη φωτιά τους μαθαίνει κάμποσες τέχνες για να κάνουν τον βίο τους ευκολότερο και ευτυχέστερο.

Ο Δίας για να τον τιμωρήσει διατάζει το Κράτος και τη Βία, να τον καρφώσουν στα απόκρημνα βράχια του Καυκάσου και εκεί να μην ξανακούσει ανθρώπινη λαλιά, ούτε να αντικρίσει ξανά πρόσωπο ανθρώπου. Μόνο να τον κατακαίνε οι πυρωμένες ακτίνες του ήλιου και θα καρτερεί το βράδυ και τη δροσιά της νύχτας λίγο το κορμί του να ησυχάζει.

Ο Ήφαιστος, ανάμεσα στις σφυριές που ρίχνει φτιάχνοντας τα δεσμά του Προμηθέα, ρίχνει και λίγα λόγια συμπόνιας, προσπαθώντας να παρηγορήσει τον φίλο των ανθρώπων και κάπως να του απαλύνει τον πόνο. Το Κράτος μας αφηγείται το «έγκλημα» που διέπραξε ο φιλάνθρωπος Προμηθέας με τη βοήθεια που πρόσφερε στους ανθρώπους. Οι δήμιοι αφού ολοκληρώσουν το θεάρεστο έργο τους αποχωρούν κι αφήνουν τον έρμο πάσχοντα θεό στον πόνο και στα βάσανά του να πληρώσει το τίμημα «γιατί τους ανθρώπους αγάπησα τόσο», όπως βογκάει και μουγκανίζει ανάμεσα στον πόνο, τη μοναξιά και την εγκατάλειψη.

Από τη μοναξιά αλλά όχι και από την οδύνη θα βγάλουν τον προφήτη – Προμηθέα οι Ωκεανίδες οι οποίες θα επικρίνουν βαθύτατα την αγριότητα του Δία και θα συμπαρασταθούν στον πάσχοντα θεό. Ο Προμηθέας εξιστορεί ένα προς ένα τα καλά που έκανε στους ανθρώπους, στηλιτεύοντας τον σκληρόψυχο Δία. Όμως μέσα στα λόγια του δεν λησμονεί να υπενθυμίσει ότι ο Δίας είναι παντοδύναμος, αλλά αυτός είναι ο παντογνώστης και τίποτα από τα μελλούμενα γι αυτόν δεν είναι αναπάντεχο και ξέρει ότι ο Δίας δεν θα ξεφύγει από τη μοίρα του.

O θίασος έκανε μία συναρπαστική περιοδεία με 33 παραστάσεις που είδαν περισσότεροι από 50.000 θεατές σε όλη την Ελλάδα.

Οι Ωκεανίδες τον πιέζουν να τους πει τι μέλλει γενέσθαι αλλά ο Προμηθέας τις προτρέπει «άλλο λόγο πιάστε γιατί αυτό δεν θα το πω παρά μόνο αν ο Δίας με λύσει από τα δεσμά μου». Η περιέργεια και τα αναπάντητα ερωτήματα στάζουν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, οξύνονται δε με την έλευση της Ιώς, στην οποία ο Προμηθέας εκμυστηρεύεται ότι ο παντοδύναμος Δίας θα καταποντιστεί κι έτσι κι αυτή θα  ελευθερωθεί από τον οίστρο που της έστειλε η Ήρα.

Ένας αθάνατος καρφωμένος στης Σκυθίας τα βράχια που δεν μπορεί να κινήσει ούτε τον βραχίονά του και η θνητή την οποία λαχτάρισε ο Δίας και καταδικάστηκε να γυρίζει τον κόσμο κυνηγημένη, αφιονισμένη, ξέφρενη, χωρίς να μπορεί να βρει μια σταλιά ηρεμία και ησυχία. Η Ιώ φεύγει τρελαμένη και αλλοπαρμένη όπως ήρθε με μια μικρή ελπίδα που της έδωσε ο προφήτης του Καυκάσου και με λίγες οδηγίες για να πορευτεί μέχρι τη χώρα του Νείλου και του πεπρωμένου της.

Ο Αλέκος Συσσοβίτης είναι εναρμονισμένος στην τραχύτητα της παράστασης.

Ο Ωκεανός υποκρινόμενος πως θέλει να βοηθήσει τον άμοιρο δεσμώτη, φτάνει στα μέρη της Σκυθίας μπροστά στον Προμηθέα και προτείνει στον συγγενή του να δηλώσει υποταγή στη νέα σκληρή μεν, αλλά παντοδύναμη εξουσία. Ο δέσμιος αντιλαμβάνεται τους στόχους του συγγενή του και τον ξαποστέλνει με λόγια ειρωνικά, αρνούμενος την υποκριτική και υστερόβουλη μεσολάβηση του σκοτεινού Ωκεανού.

Οι Ωκεανίδες είναι αυτές που προσπαθούν να παρηγορήσουν τον φιλάνθρωπο θεό του παραστέκονται και είναι αυτές που θα τον ακολουθήσουν πιστά μέχρι το τέλος που θα αποφασίσει ο άσπλαχνος Δίας. Σε αυτές αφηγείται με καμάρι και παράπονο ο δεσμώτης του Καυκάσου τι έκανε για τους δύστυχους ανθρώπους, τους δίδαξε την αρίθμηση, την ναυπηγική, την ιατρική, τη μαντική,  το αλφάβητο, έζεψε γι αυτούς τα  ζώα, τους έμαθε να βρίσκουν και να δώσουν μορφή στο σίδερο, στον χαλκό, στο χρυσάφι και στ’ ασήμι.

Τους έδειξε τ’ αστέρια στον ουρανό, όλα για τους ανθρώπους τα έκανε ο φιλεύσπλαχνος θεός και βρήκε ανυπόφορη κι αβάσταχτη ακόμα κι για θεό σκληρή τιμωρία. Οι απειλές και η γλοιώδης συμπεριφορά του Ερμή για να αποσπάσει την υποταγή του Προμηθέα στο αφεντικό του τον Δία δεν κάμπτουν τον δεσμώτη τουναντίον ορθώνεται περήφανα και ουρλιάζει από τα βάθη της καρδιάς του και του δίκιου του, σκίζοντας τη σιωπή του Καυκάσου απαντώντας μια για πάντα σε όλα τα ερωτήματα και σε όλες τις τυραννικές εξουσίες, θεϊκές και ανθρώπινες:

Μήπως λοιπόν θαρρείς πως τους φοβάμαι τους νέους
θεούς και μπρος τους πως ζαρώνω;

Ο Προμηθέας από την αρχή του έργου μέχρι το τέλος παραμένει ένα σταθερός πολέμιος της  σκληρής και καταπιεστικής εξουσίας και ένας φιλεύσπλαχνος θεός που νοιάζεται και αγαπά τους ανθρώπους. Ακόμα και τη στιγμή του καταποντισμού του μαζί με τις ευγενικές Ωκεανίδες και ενώ ο Δίας ρίχνει αστραπές και βροντές και ο τρομερός σεισμός που προκαλεί ο άσπλαχνος θεός παρασύρει στα τάρταρα τον Προμηθέα, κατακρημνιζόμενος  φωνάζει για το άδικο που τον έχει βρει και  μέχρι την τελευταία στιγμή σφυροκοπά την τυραννία και τους άσπλαχνους δυνάστες.

Η παράσταση είναι άγρια, πετρώδης, σκληρή, βυθισμένη στην τραχιά απελπισία του πάσχοντος θεού, που ενώ προσπαθεί, δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι τρυφερή, λεπτή και ευαίσθητη.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης Άρης Μπινιάρης υπογραμμίζει «Η παράσταση αποτελεί ένα θεατρικό και ταυτόχρονα μουσικό γεγονός. Οι ηθοποιοί αντλούν πληροφορίες από τη ρυθμικότητα του κειμένου και μεταβολίζουν, με το σώμα και τη φωνή, σε θεατρική δράση, τον ήχο και τον ρυθμό του ποιητικού λόγου. Με όχημα τη μουσική, δημιουργούν μια δυναμική πλατφόρμα σκηνικής αναπαράστασης και αναδεικνύουν το έργο σαν μια σπαρακτική και με συνεχή κλιμάκωση, επίκληση ενός πάσχοντος θεού για τον άνθρωπο».

Η πυκνή, ασθμαίνουσα και αγωνιώδης εκφορά του λόγου από όλους τους ηθοποιούς, διατρέχει εγκάρσια την παράσταση.

Όπως μας πληροφορεί η παραγωγή μετά από μία συναρπαστική περιοδεία με τριάντα τρεις παραστάσεις που είδαν περισσότεροι από 50.000 θεατές σε όλη την Ελλάδα και τρεις θριαμβευτικές sold out παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, το Θέατρο Πορεία παρουσιάζει για δεύτερη συνεχή καλοκαιρινή περίοδο τον «Προμηθέα Δεσμώτη», του Αισχύλου, σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα και σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη. Η παράσταση θα παρουσιαστεί σε επιλεγμένα φεστιβάλ και θέατρα  σε όλη τη χώρα και στις γειτονιές της Αττικής μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου.

Παράσταση άγρια, πετρώδης, σκληρή, βυθισμένη στην τραχιά απελπισία του πάσχοντος θεού, που ενώ προσπαθεί, δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι τρυφερή, λεπτή και ευαίσθητη. Δεν καταφέρνει να απλωθεί, όπως θα έπρεπε, στη φιλάνθρωπη, φιλεύσπλαχνη και στοργική  πλευρά των πραγμάτων, να συναντηθεί με τις αγαθές έγνοιες του Προμηθέα με τους καλούς  του  σκοπούς,  για τον άνθρωπο και το φουρτουνιασμένο πεπρωμένο του.

Γιατί όταν η συγκίνηση δεν προκύπτει αβίαστα, φαντάζει άχαρος καταναγκασμός. Είναι μια παράσταση τεντωμένη σαν χορδή από την αρχή μέχρι το τέλος, βυθισμένη στο έρεβος και τη σκοτεινιά, πνιγμένη στους οξείς ήχους του μετάλλου, των  υψηλών συχνοτήτων  και της απροσμέτρητης τυραννικής  αδικίας. Όλα όμως παραμένουν στη διαπασών από την αρχή μέχρι το τέλος.

Ο Στάνκογλου μας συνεπαίρνει όταν χρειάζεται να είναι ορμητικός και καταγγελτικός.

Ο Γιάννης Στάνκογλου γραπώνεται από τα σκοινιά, το μόνιμο παράπονο και τις συνεχείς απειλές και δεν κατεβαίνει ποτέ από το άρμα της καταγγελίας και του ουρλιαχτού.  Ενώ μας συνεπαίρνει όταν χρειάζεται να είναι ορμητικός και καταγγελτικός, αφήνει τους οξύτατους τόνους να απονευρώσουν τις στιγμές που χρειάζεται να συνομιλήσει με τη συντριβή και τα υπαρξιακά αδιέξοδα του ταπεινωμένου, βασανισμένου και βαριόμοιρου φιλάνθρωπου θεού.

Ο Αλέκος Συσσοβίτης εναρμονισμένος στην τραχύτητα της παράστασης, ο Ιωάννης Παπαζήσης προσέγγισε τον Ερμή σαν μια διαβολική, διεστραμμένη φιγούρα, ο Άρης Μπινιάρης ως Κράτος, ο Κωνσταντίνος Γεωργαλής ως Βία, ακόμα και ο Δαυίδ Μαλτέζε ως Ήφαιστος, συντονίστηκαν με τις τραχείς όψεις της παράστασης. Η Νάνσυ Μπούκλη και τα βάσανα της Ιούς ημέρεψαν, γλύκαναν, στρογγύλεψαν, λίγο, όλα τα αιχμηρά που προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Ο χορός των Ωκεανίδων αποτέλεσε ένα αρμονικό σύνολο που άμβλυνε τη σκληρότητα και τη δύσκαμπτη παράσταση, όταν ο λόγος τους δεν χανόταν μέσα στους οξείς ήχους της μουσικής.

Η πυκνή, ασθμαίνουσα και αγωνιώδης εκφορά του λόγου από όλους τους ηθοποιούς, διατρέχει εγκάρσια την παράσταση στερώντας της τις αναγκαίες ανάσες, παύσεις και σιωπές, ρίχνοντάς την τελικά στη σκληρή επιφάνεια της επανάληψης και της μονοτονίας. Καλές ιδέες και ενδιαφέρουσες σκέψεις, ισοπεδώνονται κάτω από τους συνεχείς και διαπεραστικούς ήχους της μουσικής που μαζί με τους συνεχείς βρυχηθμούς, τις κραυγές, τα μοιρολόγια και τις απειλές, δημιουργούν  εν τέλει έναν συνεχή βόμβο από τον οποίο ούτε οι συντελεστές, ούτε οι θεατές μπορούν να απεμπλακούν.

Όμως συνολικά ο Προμηθέας δεσμώτης του Άρη Μπινιάρη δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι στερείται άποψης ή επεξεργασίας, μπορεί να διαφωνούμε με την συνεχή και αδιάλειπτη ένταση, να μας ξενίζει η εξεζητημένη heavy metal αισθητική, αλλά αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει μια συνολική σκηνοθετική προσέγγιση, σε μια δουλεμένη, γεμάτη δύναμη, ορμή  και ενέργεια  παράσταση.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Eίδαμε την «Ιφιγένεια» στην Επίδαυρο. Πού χάθηκε το πνεύμα του Ευριπίδη;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top