Ο Τάκης Μόσχος ήταν ένα κλασικό «δείγμα» της γενιάς του. Μια εξαίρεση σε έναν γενικότερο κανόνα (Facebook @ Δηπεθε Κοζάνης).

Όλοι τους γεννημένοι κάπου μεταξύ 1940 και 1955. Ούτε πόλεμο καλοθυμούνται, ούτε πολλές στερήσεις, αλλά ούτε και τρυφηλό βίο αισθάνθηκαν. Είναι αυτό που καταγράφηκε στην ιστορία ως τρίτη μεταπολεμική γενιά. Που κουβάλησε για χρόνια τα εμφυλιοπολεμικά συμπλέγματα των πατεράδων, είδε τους -ισμούς να ορθώνονται και τελικά να καταρρέουν και έμπλεξε με διάφορα.

Ο Τάκης Μόσχος, αυτή η λιγνή φιγούρα, σαν να βγήκε από πίνακα του Μοντιλιάνι, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου της γενιάς του ’70. Και την χάνουμε αυτή τη γενιά. Ένας-ένας φεύγουν. Είτε περνούν στην αντίπερα όχθη είτε σιωπούν. Και όσοι έχουν μείνει ενεργοί, τους βλέπεις, κάτι τους ξεβολεύει, κάτι δεν τους ταιριάζει με το σήμερα. Είναι που είχαν μάθει αλλιώς, που μεγάλωσαν με άλλες σταθερές. Εντελώς ασταθείς.

Ο Βάσος Βαρίκας, τούτος ο εξαίρετος κριτικός λογοτεχνίας, μιλώντας για τους ποιητές της γενιάς του ’70 τους ονόμασε «γενιά της αμφισβήτησης». Μα, αυτό ακριβώς ήταν όλα τα εκλεκτά μυαλά εκείνης της φουρνιάς (εν γένει) – ανεξάρτητα αν ακολούθησαν τον ποιητικό δρόμο ή κάποιον άλλον.

Αυτή η γενιά πέφτει σε ουσίες, σε ακρότητες. Οι εξαλλοσύνες της είναι η φαντασμαγορία του μαύρου.

Η ψυχοσύνθεσή τους διαμορφώνεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Έχουν βιώσει όλες τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην ελληνική κοινωνία από τη Δικτατορία και εντεύθεν. Η Μεταπολίτευση γι’ αυτούς είναι ένα μεταχμιακό στάδιο στο πώς ανδρώνονται. Έστω και αργά, έρχεται στα μέρη μας και η αντικουλτούρα των ΗΠΑ (κάπου στα τέλη του ’60 και στις αρχές του ’70) και γραπώνονται από δαύτη.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα εντατικής ενατένισης ενός μέλλοντος άδηλου, αλλά και ενός παρελθόντος που δεν γίνεται να μην αφήνει βαριά σκιά πάνω τους, προσπαθούν να αρθρώσουν τον δικό τους λόγο έστω κι αν αυτός καταλήγει να έχει αρνητικό πρόσημο ως προς τις κατεστημένες αρχές. Ευτυχώς που είχε! Κάποιοι, φυσικά, εναρμονίζονται, μπαίνουν στα κόλπα, αναλαμβάνουν θέσεις. Υπάρχουν, όμως, κι οι άλλοι: εκείνοι που έχουν μέσα τους το σαράκι της αμφισβήτησης και προτιμούν να μείνουν έτσι ακέραιοι. Γίνονται η «Γλυκιά Συμμορία».

Το απαράμιλλο της στιλ της Γλυκιάς Συμμορίας. Ηταν η στιγμή που η γενιά του ’70 άρθρωσε έναν καθαρό λόγο.

Είναι προσωπική αίσθηση και δεν είναι υποχρεωτικό να την δεχθεί κανένας: ο Τάκης Μόσχος ως Ναπολέων Λαπαθιώτης στην ταινία «Μετέωρο και Σκιά» του Τάκη Σπετσιώτη δείχνει το εύρος του ταλέντου του. Την αιχμηρή αισθαντικότητα που έκρυβε. Φυσικά, η παρουσία του στη «Γλυκιά Συμμορία» του Νίκου Νικολαϊδη μένει στο θυμικό γιατί εκεί κουβαλάει, όπως και οι άλλοι πρωταγωνιστές, τη δραματοποιημένη φύση μιας γενιάς που πηγαίνει προς τα βράχια και τραγουδάει χαρούμενη.

Αυτή η ασυμβατότητα, η μη συστημική συγκατάβαση, η βιωματική άρνηση να δεχθούν τις νόρμες είναι που έφτιαξε χαρακτήρες σαν τον Τάκη Μόσχο. Λογικό και επόμενο, αυτή η γενιά να πέφτει σε ουσίες, σε ακρότητες. Οι εξαλλοσύνες της είναι η φαντασμαγορία του μαύρου. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια πεισιθάνατη γενιά, με ανθρώπους που λατρεύουν να χάνουν. Δεν είναι η γενιά της ήττας. Αλλά μια γενιά που μεγάλωσε σε μια νοηματοδοτούμενη θολούρα. Που κάποια μέλη της κατάφεραν να ξεφύγουν από το πολιτικό δίπολο. Να πει «καλές οι ΗΠΑ και η Ρωσία, αλλά έχω το δράμα μου κι εγώ». Να διαπιστώσει νωρίς-νωρίς πως δεν υπάρχει καμία γραμμική σχέση ανάμεσα στα επιμέρους συστήματα της ζωής με το κεντρικό ρεύμα που την τροφοδοτεί. Αλλού ο κόσμος, αλλού αυτοί.

Είναι αυτό το κριτικό πνεύμα που πλέον χάνεται και λείπει. Και θα μας λείπει ακόμη περισσότερο όσο οι φορείς της αργοσβήνουν και εξαφανίζονται. Η γενιά του ’70, δίχως αυτό να σημαίνει ότι περιλαμβάνει τους πάντες, όπως άλλωστε ισχύει για κάθε γενιά, επιδράει ουσιαστικά με την αιχμηρή ειρωνεία της, την τάση της προς το περιθώριο. Τίποτα δεν μπορεί να παραχαράξει το λόγο της. Οι προηγούμενες γενιές έχασαν τη ρώμη τους κάτω από το σίδερο του πολέμου, του Εμφυλίου, των στερήσεων.

Η απώλεια του Τάκη Μόσχου λειτουργεί σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά και σε συμβολικό.

Οι επόμενες, από το ’80 και μετά, γεύτηκαν πολλά, άπλωσαν το πάπλωμά τους παραπέρα από εκεί που μπορούσαν. Η μόνη γενιά που έμεινε μετέωρη είναι αυτή του ’70. Και οι σημερινοί 40άρηδες είναι μουδιασμένοι και φαίνεται να έχουν χάσει το τρένο, αλλά δεν έχουν αυτή την εξαιρετική τάση να αποδιοργανώνουν το σύστημα από μέσα. Η γενιά του Μόσχου, του Τζούμα, του Παναγιωτίδη, του Βαλαβανίδη, του Τραϊανού, του Βαρβέρη, του Σπυριδάκη, της Γώγου και κάμποσων άλλων το είχε.

Η απώλεια του Τάκη Μόσχου λειτουργεί σε ανθρώπινο επίπεδο διότι βασανίστηκε στο τέλος και, όντως, χάθηκε ένας ηθοποιός που θα μπορούσε να έχει κάνει πολλά περισσότερα, αν δεν έκαιγε μόνος του τον εαυτό του. Από την άλλη, βέβαια, αυτή η συνεχής «καύση» ήταν που δημιούργησε την εξαιρετική ιδιαιτερότητά του. Η απώλειά του, όμως, λειτουργεί και σε συμβολικό επίπεδο.

Τους χάνουμε τους καλούς, τους τρελούς αξιωματικούς κάποιος μάς τους παίρνει και η παρτίδα οδεύει, ολοένα και περισσότερο, προς σαχ και ματ.

 

Διαβάστε ακόμα: Τάκης Σπυριδάκης: «Δεν τους έκανα τη χάρη να το ξευτιλίσω».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top