Ο Christopher Nolan και ο Cillian Murphy (πλάτη) ήταν οι μεγάλοι νικητές των φετινών βραβείων Όσκαρ. (Φωτογραφία: oscars.org/Landon Nordeman/AMPAS)

Στην 96η τελετή απονομής των Όσκαρ, που πραγματοποιήθηκε πριν μία βδομάδα, το «Oppenheimer» του Christopher Nolan ήταν αδιαμφισβήτητα ο μεγάλος νικητής, καταφέρνοντας να αποσπάσει συνολικά 7 βραβεία – συγκεκριμένα καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας (Nolan), Α΄ ανδρικού ρόλου (Cillian Murphy), Β’ ανδρικού ρόλου (Robert Downey Jr), καλύτερου μοντάζ, καλύτερης φωτογραφίας και καλύτερης μουσικής. Δεν είναι και μικρό κατόρθωμα, αν αναλογιστεί κανείς ότι η τελευταία φορά που μια ταινία εισέπραξε ανάλογο αριθμό βραβείων ήταν το «Slumdog Millionaire» πίσω στο μακρινό 2008.

Σίγουρα κάποια από τα βραβεία που κέρδισε το «Oppenheimer» μπορούν να αποδοθούν στην τάση της Ακαδημίας να βραβεύει αναχρονικά τα εκάστοτε μεγάλα ονόματα του Hollywood, στη συγκεκριμένη περίπτωση τον Robert Downey Jr και εν μέρει τον Nolan, αλλά ακόμα και αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει την επικράτησή του και μάλιστα με τόση διαφορά απέναντι σε άλλες υποψήφιες ταινίες. Γιατί λοιπόν σάρωσε το «Oppenheimer»;

Σε παρόμοια ερώτηση, ο Michael Schulman, ιστορικός των Όσκαρ και συγγραφέας του βιβλίου «Oscar Wars: A History of Hollywood in Gold, Sweat & Tears», έδωσε την εξής απάντηση: «Δεν είναι ότι οι άλλες ταινίες δεν ήταν εξαιρετικές, αλλά καμία τους δεν φαντάζει σαν εναλλακτική που μπορούσε να εξασφαλίσει την “ψήφο της πλειοψηφίας”».

Αλλά γιατί ειδικά το «Oppenheimer» ήταν η μόνη επιλογή που συγκέντρωσε την ψήφο της πλειοψηφίας των κριτών της Ακαδημίας; Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, πρέπει να κάνουμε μια μικρή αναφορά στην κατάσταση του Hollywood, και κυρίως των Όσκαρ τα τελευταία χρόνια.

H τελευταία φορά που μια ταινία εισέπραξε ανάλογο αριθμό βραβείων ήταν το «Slumdog Millionaire» πίσω στο μακρινό 2008.

Το «Oppenheimer» ήταν πράγματι η ιδανική επιλογή για τα μέλη της Ακαδημίας όταν έπρεπε να αποφασίσουν τι θα βραβεύσουν. (Φωτογραφία: oscars.org/Landon Nordeman/AMPAS)

Σίγουρα δεν είναι μυστικό ότι το παλιό και ένδοξο Hollywood μοιάζει πλέον να πεθαίνει. Τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα που έχουν βγει στο φως διέλυσαν το λαμπρό του προκάλυμμά, και η εκρηκτική άνοδος των υπηρεσιών streaming έβαλε τέλος στην εποχή των blockbuster ταινιών που γέμιζαν σταθερά τους κινηματογράφους. Και από τους παλιούς αστέρες του Hollywood, λίγοι έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την παλιά τους δόξα, έχοντας τώρα να ανταγωνιστούν με influencers, Υoutubers, TikTokers,κλπ.

Αντίστοιχη παρακμή έχει υπάρξει και στα Όσκαρ. Αν κοιτάξει κανείς τις τελετές απονομής των βραβείων της τελευταίας δεκαετίας, θα παρατηρήσει το ολοένα και μεγαλύτερο αίσθημα αδιαφορίας και αποξένωσης του κοινού με αυτά. Οι λόγοι είναι διάφοροι. Ένας είναι σίγουρα η αυξανόμενη πολιτικοποίηση της τελετής, που πλέον δεν περιορίζεται στην τυπική βράβευση έργων της έβδομης τέχνης χωρίς παράλληλα να δώσει βήμα σε κάθε ηθοποιό, σκηνοθέτη, κλπ., που επιθυμεί να επιδείξει τον προοδευτισμό του, τον ανθρωπισμό ή την οικολογική του συνείδηση, συνήθως με κάποιο βαρυσήμαντο λόγο αποδοχής (και συνήθως χωρίς επιτυχία).

Η επιλογή του «Oppenheimer» ήταν μια καλή απόπειρα για να γεφυρωθεί κάπως το χάσμα μεταξύ του κοινού και των κριτών, καθώς η ταινία υπήρξε όχι μόνο αγαπημένη των κριτικών, αλλά και εισπρακτική επιτυχία.

Ένας άλλος, και πιο σημαντικός λόγος είναι το φαινομενικά τεράστιο χάσμα μεταξύ των ταινιών που αρέσουν στο ευρύ κοινό, και αυτών που επιλέγει να βραβεύσει η ακαδημία, που είναι ως επί το πλείστο πιο ψαγμένες και με πολύ λιγότερη απήχηση στον κόσμο, σε αντίθεση φυσικά με τις παλιές καλές εποχές του Hollywood, όπου οι ταινίες που σάρωναν στα βραβεία είχαν και ανάλογη εισπρακτική επιτυχία ή αντίκτυπο στο κοινό. Ταινίες, με λίγα λόγια, σαν το «The Godfather» (1972) ή το «Sound of Music», και όχι σαν το «The Artist» (2011) ή το «CODA» (2021).

Η κατ’ αποτέλεσμα αδιαφορία και αποξένωση του κοινού, διαφαίνεται πάνω από όλα στα νούμερα τηλεθέασης της τελετής, που από το 2014 και μετά βρίσκονται σε σταθερή πτώση, αφού όπως είναι φυσικό, λίγοι άνθρωποι θέλουν να παρακολουθήσουν βραβεύσεις ταινιών που ούτε καν έχουν ακούσει, και ακόμη λιγότεροι να ακούσουν, μεταξύ άλλων, κηρύγματα περί οικολογίας από εκατομμυριούχους που χρησιμοποιούν ιδιωτικά τζετ για τις πιο κοντινές τους μετακινήσεις. Με άλλα λόγια, τα Όσκαρ έχουν πάψει να απασχολούν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη, και αν εξαιρέσει κανείς τα μύρια clickbait άρθρα που καταπιάνονται με τις γκαρνταρόμπες των αστέρων, λίγοι φαίνονται να βρίσκουν κάποιο ενδιαφέρον στην τελετή.

Τέσσερα από τα συνολικά επτά Όσκαρ που κέρδισε το «Oppenheimer». (Φωτογραφία: oscars.org/Landon Nordeman/AMPAS)

Έχοντας λοιπόν όλα αυτά κατά νου, το «Oppenheimer» ήταν πράγματι η ιδανική επιλογή για τα μέλη της Ακαδημίας όταν έπρεπε να αποφασίσουν τι θα βραβεύσουν. Για τους πιο ρομαντικούς, που νοσταλγούν τις παλιές, καλές εποχές του Hollywood, ήταν μάλλον φυσική επιλογή να δώσουν τα εύσημα στο «Oppenheimer» και στον Nolan, έναν βετεράνο της βιομηχανίας, που φαντάζει αθεράπευτα ρομαντικός, επιμένοντας, μεταξύ άλλων στη χρήση του φιλμ, και στην εμπειρία του σινεμά, μένοντας μακριά από πλατφόρμες streaming (σε αντίθεση με τον επίσης βετεράνο και υποψήφιο, αλλά πιο διαλλακτικό Martin Scorsese, που πήγε σπίτι με άδεια χέρια).

Για τους πιο πραγματιστές, η επιλογή του «Oppenheimer» ήταν πιο καλή απόπειρα να γεφυρώσουν κάπως το χάσμα μεταξύ του κοινού και των κριτών, με το να βραβεύσουν μια ταινία που υπήρξε όχι μόνο αγαπημένη των κριτικών, αλλά και εισπρακτική επιτυχία, καθώς και διαδικτυακό φαινόμενο αφού η κυκλοφορία του συνδέθηκε με αυτή του «Barbie» (το οποίο υπήρξε επίσης τεράστιο επιτυχία, αλλά όντας πιο ανάλαφρο από το «Oppenheimer», δεν είχε τις ίδιες πιθανότητες στα Όσκαρ). Και φυσικά, επιλέγοντας να βραβεύσουν εκτενώς μια ταινία με απήχηση και στο ευρύ κοινό, υπήρχε προφανώς και η ελπίδα να επανακτήσουν κάπως το ενδιαφέρον του τελευταίου, και να σταματήσουν την πτώση της τηλεθέασης της τελετής.

Το κατά πόσο έγινε όντως αυτό είναι συζητήσιμο, καθώς παρά το ότι γεγονός ότι 19,5 εκατομμύρια άνθρωποι παρακολούθησαν τα Όσκαρ στις ΗΠΑ (μια άνοδος 4% από τα περσινά νούμερα), η τηλεθέαση στις ηλικίες μεταξύ 18-49 έπεσε κατά 5%. Ακόμα κι έτσι όμως, είναι γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά από καιρό, υπήρξε μια προσπάθεια να απαλλαγούν τα βραβεία από τη ρετσινιά του καλλιτεχνικού ελιτισμού που τα χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια, και να ξανακερδίσουν το ευρύ κοινό. Το αν αυτή η προσπάθεια θα συνεχιστεί είναι άγνωστο, αλλά τελικά και μόνο το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε, είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο.

 

Διαβάστε ακόμα, Τζόναθαν Γκλέιζερ: τόλμησε να πει όσα οι άλλοι φοβήθηκαν για τη Γάζα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top