Άραβες αναχωρούν άρον άρον από τα σπίτια τους στην Ιερουσαλήμ. Μόλις έχει ξεκινήσει ο πόλεμος το 1948 (credit: Three Lions/Getty Images). Δεξιά: ο Ισραηλινός συγγραφέας S. Yizhar που πήρε μέρος στις μάχες (Wikipedia).

S. Yizhar, Ήταν το Χιρμπέτ Χιζέ, νουβέλα, μτφ. Ίων Βασιλειάδης, εκδ. Μελάνι

Η δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην περιοχή της Παλαιστίνης υπήρξε ο κεντρικός στόχος του κινήματος του Σιωνισμού ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα και, στο πλαίσιο αυτής της διεκδίκησης, χιλιάδες Εβραίοι μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα τις επόμενες δεκαετίες στην αρχαία κοιτίδα τους.

Ήταν ωστόσο η συντριπτική εμπειρία του Ολοκαυτώματος, κατά τον Β΄ παγκόσμιο Πόλεμο, που ώθησε τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει το δίκαιο του αιτήματος και να αποφασίσει, τον Νοέμβριο του 1947, τη σύσταση δύο κρατών στην περιοχή, ενός αραβικού και ενός εβραϊκού. Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ ανακοινώθηκε στις 14 Μαΐου του 1948 και την αμέσως επόμενη μέρα στρατιωτικές δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Ιράκ και της Συρίας επιτέθηκαν εναντίον του νεοσύστατου κράτους. Έτσι ξεκίνησε ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος.

Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου υπηρέτησε στον ισραηλινό στρατό και ο γεννημένος το 1916 Εβραίος συγγραφέας S. Yizhar, ο οποίος αμέσως μετά το τέλος της θητείας του έγραψε και δημοσίευσε τη νουβέλα Ήταν το Χιρμπέτ Χιζέ, που μετά από εβδομήντα χρόνια κυκλοφορεί και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Μελάνι, σε μετάφραση του Ίωνα Βασιλειάδη.

Καμία βία δεν ασκήθηκε, κανείς δεν σκοτώθηκε ούτε τραυματίστηκε, όλα τελείωσαν στη διάρκεια μίας και μόνο ημέρας.

Τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο είναι η κατάληψη, από μια μονάδα του ισραηλινού στρατού, ενός (φανταστικού) ασήμαντου παλαιστινιακού χωριού και η εκκένωσή του από τους κατοίκους του – από τους γέρους, τους ανήμπορους και τα γυναικόπαιδα, δηλαδή, που δεν το είχαν ήδη εγκαταλείψει. Καμία βία δεν ασκήθηκε, κανείς δεν σκοτώθηκε ούτε τραυματίστηκε, όλα τελείωσαν στη διάρκεια μίας και μόνο ημέρας: «Δεν ακούγονται πια πυροβολισμοί, εκτός από σκόρπιες ριπές από εδώ κι από εκεί, σαν σχόλια».

Φεβρουάριος 1948: τα σύνορα μεταξύ Χάιφας και Τελ Αβίβ έχουν μετατραπεί σε συντρίμμια (Photo by Keystone/Getty Images).

Κι όμως για τον S. Yizhar η αναίμακτη και ασήμαντη αυτή πολεμική επιχείρηση στάθηκε το καταλυτικό γεγονός που διαμόρφωσε τη στάση του έναντι του πολέμου μεταξύ των δύο λαών: «Είναι αλήθεια ότι αυτά συνέβησαν πριν πολύ καιρό κι όμως από τότε με κυνηγάνε. Είπα να τα πνίξω στη δίνη του χρόνου που περνά, να μειώσω την αξία τους, να αμβλύνω την αιχμηρότητά τους και μάλιστα κάποιες φορές κατάφερνα να σηκώνω τους ώμους με αδιαφορία, κατάφερνα να βλέπω ότι όλο αυτό το πράγμα δεν ήταν τελικά τόσο τρομερό και συνέχαιρα τον εαυτό μου για την καρτερικότητα που έδειχνα, η οποία, ως γνωστόν, είναι αδελφή της αληθινής σοφίας».

Τα όχι και τόσο τρομερά γεγονότα που μας αφηγείται ο ανώνυμος στρατιώτης είναι, ωστόσο, μέρος αυτού που οι Ισραηλινοί ονομάζουν «Πόλεμο της ανεξαρτησίας» και οι Παλαιστίνιοι «Καταστροφή», μια και το τέλος του πολέμου θα βρει 750.000 από αυτούς εξόριστους από τη γη τους. Η αργή, λυρική και ταυτόχρονα ρεαλιστική, ακόμα και πληκτική, κάποιες στιγμές, αφήγηση των συμβάντων της ημέρας που εκκενώθηκε το Χιρμπέτ Χιζέ δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η περιγραφή της εσωτερικής πορείας του συγγραφέα από τον εφησυχασμό και την αδιαφορία της βεβαιότητας προς τη μοναξιά και την παραίτηση της αμφιθυμίας και την αποστροφή για τον πόλεμο στον οποίο αναγκάζεται να συμμετέχει.

Η κρίσιμη στιγμή έρχεται όταν συνειδητοποιεί αυτό που καθόλη τη διάρκεια της επιχείρησης ψυχανεμιζόταν, πως αυτό που στην πραγματικότητα κάνουν είναι ότι καταδικάζουν τους χωρικούς του παλαιστινιακού χωριού σε εξορία: «Κάτι με χτύπησε σαν κεραυνός. Μεμιάς τα πάντα απέκτησαν διαφορετικό νόημα: εξορία. Αυτό ήταν εξορία. Αυτή ήταν η εξορία. Έτσι ήταν η εξορία». Ο κεραυνοβολημένος αφηγητής επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τη λέξη, γιατί είναι η πρώτη φορά που τη σκέφτεται σε συμφραζόμενα έξω από τη μοίρα του δικού του λαού. Οι Εβραίοι ήταν, γι’ αυτόν, πάντα οι εξόριστοι, οι διωγμένοι, αυτοί ήταν ο λαός της Διασποράς. Και τώρα είναι αυτοί οι ίδιοι που διώχνουν άλλους ανθρώπους από τα σπίτια τους, από τον τόπο τους, και τους καταδικάζουν στην εξορία.

Τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο είναι η κατάληψη, από μια μονάδα του ισραηλινού στρατού, ενός (φανταστικού) ασήμαντου παλαιστινιακού χωριού.

Καθώς, στο τέλος της ημέρας, τα φορτηγά ξεκινούν οδηγώντας για πάντα τους Παλαιστίνιους χωρικούς μακριά από το χωριό τους, ο αφηγητής πλησιάζει να ακούσει τι λένε: «Λέξεις ήχησαν στ’ αυτιά μου. Δεν ήξερα από πού. Πέρασα ανάμεσα απ’ όλους τους, ανάμεσα σ’ αυτούς που έκλαιγαν φωναχτά, σ’ αυτούς που έτριζαν τα δόντια τους σιωπηλά, αυτούς που λυπούνταν για τον εαυτό τους και όσα άφηναν πίσω τους, αυτούς που καταριούνταν τη μοίρα τους κι αυτούς που ήσυχα υποτάσσονταν σε αυτή, αυτούς που ντρέπονταν για τον εαυτό τους και την κατάντια τους, αυτούς που έκαναν ήδη σχέδια για το πώς θα γλιτώσουν με κάποιον τρόπο, αυτούς που έκλαιγαν για τα χωράφια που θα ερημώνονταν κι αυτούς που σιωπούσαν από την εξάντληση, διαβρωμένοι από την πείνα και το φόβο. Ήθελα να ανακαλύψω αν μεταξύ τους υπήρχε έστω ένας Ιερεμίας, να θρηνεί και να φλέγεται, σφυρηλατώντας ένα στόμα οργής στην καρδιά του, φωνάζοντας με σπαραγμούς στον Επουράνιο Θεό, πάνω στα φορτηγά της εξορίας…».

 

Διαβάστε ακόμα: Patti Smith: Μια ποιήτρια στο café Nerval.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top