Φιλώντας μιαν παλιά αμαρτία, ο Αρσένιος Θησέας επιστρέφει νοερά στην οδό Μιχαλακοπούλου και τα στριπτιζάδικά της, αναζητώντας το αληθινό όνομα μιας παγκόσμιας Γυναίκας.
Ανάμεσα σε τσίπουρα, ρεμπέτικα, και κουβέντες, στην Πλατεία Βαρνάβα, ο Αρσένιος Θησέας υποψιάζεται τον συγχρονισμό ενός μύθου τέλεια αυθεντικού. Μετά, τον ζει κιόλας.
Όταν παίρνεις κάτι προσωπικά, τότε είσαι υποχρεωμένος να πας πίσω στην αρχή. Εκεί όπου άρχισαν όλα ‒στην οδό Πανεπιστημίου. Και εκεί όπου, αν είσαι τυχερός, θα συνεχίζονται.
Επειδή τα δειλινά της Κυριακής είναι για τα αουτσάιντερ, ο Αρσένιος Θησέας ποντάρει σε έναν άδειο πάγκο, στον ίσκιο του Λυκαβηττού. Συνειδητοποιώντας ότι όλα εδώ παίζονται, και όλα, τελικά, εδώ πέρα κερδίζονται.
Όταν ανεβαίνεις τη Σταδίου με τα πόδια, το πιθανότερο είναι ότι θα συναντήσεις ένα σωρό πεθαμένους. Αν είσαι ντετέκτιβ, τους παίρνεις στην πλάτη, και τρυπώνεις στον πρώτο γαλαξία που θα βρεις πρόχειρο. Η Αθήνα έχει ένα σωρό.
Χωρίς καμιά ιδιαίτερη πρόοδο στην Υπόθεση, ο Αρσένιος Θησέας κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: παίρνει τους δρόμους. Ως συνήθως, καταλήγει στο στόμα του λύκου. Μόνο που, τώρα, ο λύκος είναι Λιοντάρι. Και, μάλιστα, Κόκκινο.
Η οδός Μπενάκη γίνεται χρονοκάψουλα και ο Αρσένιος Θησέας επιστρέφει στο παρελθόν, ψάχνοντας μιαν άκρη στο κουβάρι της πόλης. Τελικά, το ρίχνει στο τραγούδι. Κάτι είναι κι αυτό.
Στη νέα, νουάρ, στήλη του Andro ο ντετέκτιβ Αρσένιος Θησέας αναλαμβάνει την υπόθεση της ζωής του: Να βρει την Αθήνα που χάθηκε. Ανάβει τσιγάρο και βγαίνει στη Σόλωνος. Από κάπου πρέπει να αρχίσεις, διάβολε.