Υπήρξε ο αγαπημένος των μεγάλων σκηνοθετών, έστω και αν η Ακαδημία δεν τον έχει τιμήσει ακόμη (Φωτογραφία: irishtimes.com).

To credo της ζωής του συνοψίζεται στην εξής φράση: «O τρόπος με τον οποίο βλέπω τα πράγματα, τη ζωή γενικότερα είναι σαν μια μάχη. Βγήκα “πιο πλούσιος” λοιπόν, όταν κατάλαβα πλήρως την παραπάνω παραδοχή. Όταν κατάλαβα ότι η ίδια η ύπαρξη, είναι μια μάχη». Αν χρειάστηκε να δώσει πολλές; Ούτε λόγος.

Για τον Χάρβεϊ Καϊτέλ μπορείς να γράψεις πολλά, αρκεί ένα μόνο: είναι σπουδαίος ηθοποιός. Τόσο σπουδαίος που δεν έχει πάρει ούτε να οσκαρικό αγαλματίδιο στα χέρια του. Τόσο σπουδαίος που σπάνια κουβάλησε στην πλάτη του μια ολόκληρη ταινία ως πρωταγωνιστής. Κι όμως, είτε σε δεύτερους ρόλους είτε σε cameo εμφανίσεις κατάφερνε πάντα θα κάνει αισθητή την παρουσία του. Ένας καρατερίστας μεν, αλλά με αξιοσύνη που δεν την προσπερνάς.

Aριστερά: στον «Ταξιτζή». Δεξιά: στο «Pulp Fiction».

Σήμερα κλείνει τα 82 του (πώς περνάει ο καιρός, έτσι;), αλλά η μάχη συνεχίζεται. Το παιχνίδι παίζεται ακόμη για τον Χάρβεϊ. Αλλωστε, αν έχεις μεγαλώσει και γαλουχηθεί στα σκληρά βουλεβάρτα του Μπρούκλιν (εκεί πίσω στα 50’s και 60’s), όπως αυτός, λίγα πράγματα μπορούν να σε καταβάλλουν. Ακόμη κι αν του λείπει η αποδοχή της Ακαδημίας, έχει να καυχιέται ότι το πέρασμά του από τη μεγάλη οθόνη δεν έγινε επί ματαίω. Αυτοί που ξέρουν πίνουν νερό στο όνομά του.

Οταν παίζει στους «Κακόφημους δρόμους» του Σκορσέζε απογειώνεται.

Αν ρωτήσει κανείς τον Σκορσέζε ή τον Ταραντίνο την άποψή τους για τον Καϊτέλ θα βρεθεί μπροστά σε έναν κρουνό επιφωνημάτων και υπερθετικών κρίσεων. Αν τυχόν θέσει την ίδια ερώτηση στον Ρόμπερτ ΝτεΝίρο, η εικόνα που θα λάβει θα είναι ομοίως θετική. Όποιος έχει συνεργαστεί με τον Καϊτέλ δεν βγήκε χαμένος. Τυχαίο; Καθόλου.

Θαυμαστή τριανδρία: Σκορσέζε, ΝτεΝίρο και Καϊτέλ στους «Κακόφημους Δρόμους».

Η πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο είναι στα στα 28 του. Προηγουμένως έχει αποπειραθεί να κάνει τον δημοσιογράφο και πιο πριν δοκίμασε να κάνει καριέρα ως πεζοναύτης. Μπρος στη μαγεία της κάμερας, όμως, αφαίρεσε από το μυαλό του κάθε άλλη προοπτική. Θες η συγκυρία, θες το πεπρωμένο, βρίσκει πρώτα μπροστά του τον Σκορσέζε στην ταινία «Who’s That Knocking at my Door?». Κάπως έτσι, με τούτο το ασπρόμαυρο σινεφιλικό σχεδίασμα του Σκορσέζε, ο Χάρβεϊ λαμβάνει το βάπτισμα του πυρός.

Η συνέχεια όχι μόνο δεν θα τον αφήσει άκαπνο, αλλά θα του προσφέρει υποκριτικές συγκινήσεις που θα τον μετατρέψουν σε είδωλο και σεπτή μορφή. Τα σκληρά χαρακτηριστικά του (προϊόν της επιμιξίας ενός πολωνού πατέρα και μιας ρουμάνας μάνας), η βαθιά φωνή του, η συγκρατημένη ένταση στις κινήσεις του, το δραματικό ταπεραμέντο του, όλα τούτα θα τον κάνουν άξιο παραστάτη δίπλα σε πρωταγωνιστές ταινιών που μπορεί να τραβούσαν πάνω τους τα πολλά φώτα, όμως, ποτέ δεν θάμπωσαν το δικό του.

Η μεγάλη στροφή στην καριέρα του θα έρθει όταν θα συναντήσει τον Ταραντίνο.

Οταν παίζει στους «Κακόφημους δρόμους» του Σκορσέζε (είπαμε, πεπρωμένο) απογειώνεται. Εκεί γίνεται φανερό πως έχουμε να κάνουμε με ηθοποιό που κουβαλάει μια αυθεντική στόφα. Εκεί θα συναντηθεί και με τον Ρόμπερτ ΝτεΝίρο και θα ταιριάξουν απόλυτα τα χνώτα τους. Θα ξαναβρεθούν, φυσικά, στον «Ταξιτζή» όπου ο Χάρβεϊ παίζει υποδειγματικά τον νταβατζή της μικρούλας τότε Τζόντι Φόστερ. Θα συναντηθούν στον «Τελευταίο Πειρασμό» (πάντα Σκορσέζε) όπου μας προσφέρει μια εξαιρετική ερμηνεία ως Ιούδας. Ενας ακόμη «χορός» μεταξύ των δύο θα υπάρξει και στο magnum opus του Σκορσέζε, τον «Ιρλανδό».

Mε τον αγαπημένο του Κουεντίν Ταραντίνο (Φωτογραφία: Gilbert Carrasquillo/FilmMagic).

Η μεγάλη στροφή στην καριέρα του θα έρθει όταν θα συναντήσει τον Ταραντίνο. Μ’ αυτόν θα προσθέσει στο ρεπερτόριό του ρόλους που ξεφεύγουν από τα στεγανά. Η παρουσία του σε υποδειγματικές ταινίες για το είδος τους όπως το «Reservoir Dogs», το «Pulp Fiction» και το «Inglorious Basterds» φανερώνουν έναν ευπροσάρμοστο ηθοποιό που μπορεί να υποδυθεί τον σκληρό με έναν ολότελα δικό του, εναλλακτικό, τρόπο. Είναι ένας «α-τυπικός» κακός, μια ευφυής εκδοχή του είδους.

Στο «Reservoir Dogs». Αξεπέραστος (Φωτογραφία: AF archive).

Η φιλμογραφία του είναι γεμάτη από ταινίες πρώτης γραμμής. Από τη «Θέλμα και Λουίζ» έως το «Bugsy» (σ.σ.: η μόνη ταινία που πήρε μέρος και προτάθηκε για Όσκαρ) και από τα ποιητικά «Μαθήματα Πιάνου» έως το Αγγελοπουλικό «Βλέμμα του Οδυσσέα». Να άλλο ένα χαρακτηριστικό του Χάρβεϊ: δεν είναι υποταγμένος ψυχή και σώμα στο Χόλιγουντ. Εχει κάνει και πράγματα που ξεφεύγουν από τη νόρμα, που αναζητούν άλλους δρόμους – πέραν των εξουθενωτικών φωτισμών της «Μέκκας» του κινηματογράφου.

Στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (Φωτογραφία: Fox Lorber).

Ο δικός μας Χάρβεϊ, αυτός που αγαπάμε, βρίσκεται σ’ αυτές τις ταινίες, δίχως να σημαίνει ότι χάνει την αξία του σε άλλες. Από όπου περνάει αφήνει και κάτι ως ευδιάκριτο χνάρι της παρουσίας του. Μήπως αυτό δεν έκανε στο «Cop Land», στο «Smoke», στο «Dusk Till Dawn», στο «Grand Budapest Hotel» ή στο «Bad Lieutenant»;

Θα μπορούσε να γίνει ένας δεύτερος ΝτεΝίρο; Μάλλον δύσκολο, διότι δεν το επιδίωξε.

Μήπως αυτό δεν έκανε στους «Μονομάχους», στο «Fingers» (ο ορισμός της καλτ ταινίας), στο «Clockers», στη «Νιότη»  ή στον «Έρωτα του Φεγγαριού»; Τέλος δεν έχει η απαρίθμηση ταινιών όπου ο Χάρβεϊ μάς προσφέρει στιγμές αληθινής υποκριτικής μαγείας.

Ερώτημα που δεν χρειάζεται να απαντηθεί: θα μπορούσε να γίνει ένας δεύτερος ΝτεΝίρο; Μάλλον δύσκολο, διότι δεν το επιδίωξε. Μάλλον «όχι», διότι δεν υπήρξε καλός στις δημόσιες σχέσεις, στις διαχύσεις με τα ΜΜΕ και στο σφιχταγκάλιασμα με το συρφετό των παρατρεχάμενων σε πάρτι και πλουμιστές δεξιώσεις. Το σημάδι του Μπρούκλιν έχει μείνει αναλλοίωτο μέσα του και φαίνεται.

Στο ανεπανάληπτο «Πιάνο».

Υπήρξε πάντα ένας εξυπηρετικός ηθοποιός που δεν έβαλε το πρόσωπό του πάνω από την ταινία. Να γιατί τον αγάπησαν οι μεγάλοι σκηνοθέτες. Ιδού πώς εννοεί ο ίδιος την έννοια της μάχης. Να πώς ένας παλιάς κοπής ηθοποιός μπορεί ταυτόχρονα να είναι και απίστευτα cool. Ηταν πάντα ένα αουτσάιντερ με δυνατότητες φαβορί. Αν το επιδίωκε μπορεί να έκοβε και το… νήμα, αλλά στην τελική, ποιος νοιάζεται για τη δόξα και τη φήμη; Ο Χάρβεϊ, σίγουρα, όχι.

Το καλύτερό του; Να ατενίζει τη θάλασσα και να κάνει διακοπές στο Κάπρι, την Πόντσα και τη Σαντορίνη.

Σε κάποια συνέντευξή του είπε πως «δεν υπάρχουν μεγάλοι και μικροί ρόλοι, αλλά καλοί και κακοί ηθοποιοί». Τι πιο ξεκάθαρο απ’ αυτό; Ουσιαστικά δίνει όλες τις απαντήσεις γιατί έκανε αυτή την καριέρα που ξέρουμε όλοι. Πάνω από 180 ταινίες και κάμποσες τηλεοπτικές εμφανίσεις.

Στον «Ιρλανδό» του Σκορσέζε (imdb.com).

Οσοι τον ρωτούν επιμόνως για την άρνηση -ως τώρα- της Ακαδημίας να του δώσει ένα βραβείο, εκείνος τους αποστομώνει με μιαν απάντηση φιλοσοφικής ενατένισης στη ζωή και την καλλιτεχνία: «Η επιτυχία δεν έχει να κάνει με τα βραβεία. Επιτυχία είναι η διάρκεια και η διαδικασία της ανακάλυψης. Ήμουν τυχερός που υπήρξα μέλος ταινιών που έγιναν ευρύτατα αποδεκτές. Αλλά είναι πραγματικά υπερήφανος που μετείχα και σε ταινίες που δεν έγιναν πολύ γνωστές». Πιο κλασικός Χάρβεϊ δεν γίνεται.

Το καλύτερό του; Να ατενίζει τη θάλασσα και να κάνει διακοπές στο Κάπρι, την Πόντσα και τη Σαντορίνη. Είπαμε, ο Χάρβεϊ είναι δικός μας.

 

Διαβάστε ακόμα: Udo Kier – cult, ξεχωριστός και ιδανικός «κακός»

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top