«Θεωρώ πως οι λαϊκές παραδόσεις δεν γράφονται επί χάρτου αλλά βγαίνουν μέσα από την ίδια τη ζωή».

– Πιστεύω δεν θα εκπλαγείτε καθόλου με την πρώτη μου ερώτηση: τι είναι το Μπακλαχοράνι;
Το τελευταίο υπαίθριο αποκριάτικο πανηγύρι της Πόλης που γινόταν την Καθαρά Δευτέρα στα Ταταύλα. Ένα λαϊκό ξεφάντωμα με λατέρνες, όργανα, μασκαράδες και πολύ χορό.

– Ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά;
Θεωρώ πως οι λαϊκές παραδόσεις δεν γράφονται επί χάρτου αλλά βγαίνουν μέσα από την ίδια τη ζωή και τον τρόπο με τον οποίο τις αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται μια κοινότητα μέσα από τον προσωπικό της κώδικα. Για μένα λοιπόν η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό και συγκεκριμένο, αντιθέτως είναι κάτι που εξελίσσεται μέσα στον χρόνο από τους άξιους διαχειριστές τις. Έτσι το Μπακλαχοράνι άφησε εποχή στην παράδοση της Πόλης μέχρις ότου απαγορευθεί ο δημόσιος εορτασμός το 1941 από τις τούρκικες αρχές. Η συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου ήταν ο επόμενος λόγος που σταδιακά οδήγησε στην εξαφάνιση του.

«Αυτό που κάνει ξεχωριστό το Μπακλαχοράνι είναι το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα σε μια πόλη πολυπολιτισμική με έντονα αστικά λαϊκά στοιχεία».

»Ως εκ τούτου, για να απαντήσω και στο ερώτημα σας, τα κύρια χαρακτηριστικά του Μπακλαχορανιού δεν ήταν τίποτε άλλο από το γνωστό Αποκριάτικο ξεφάντωμα πριν την έναρξη της αυστηρής νηστείας της Σαρακοστής. Έχοντας υπόψη τον αστικό και λαϊκό χαρακτήρα της τότε ακμάζουσας παροικίας της Πόλης, ως ένα σημαντικό κέντρο Πολιτισμού ολόκληρης της Μεσογείου, μπορεί να υποψιαστεί κανείς πως πρόκειται για μια ξεχωριστή στιγμή έκφανσης και συνεύρεσης όλων των κατοίκων της κοινότητας. Λατέρνες, όργανα, γλέντι, μασκαράδες, πιερότοι, αμαζόνες, χορός και πολύ μπακλάς – δηλαδή κουκί…

«Γεννήθηκα στην Πόλη αλλά όλα τα καλοκαίρια μου πέρασαν στην ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών μου την Ίμβρο, όπου βίωσα από κοντά τα καλοκαιρινά πανηγύρια με τη συνοδεία των τελευταίων λαϊκών μουσικών».

– Θα το προσδιορίζατε καλύτερα ως κάτι το ελληνικό ή ως κάτι το πολίτικο ή κάτι το πολυπολιτισμικό;
Αυτό που κάνει ξεχωριστό το Μπακλαχοράνι είναι το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα σε μια πόλη πολυπολιτισμική με έντονα αστικά λαϊκά στοιχεία. Συνδυάζει ανθρώπους της υπαίθρου (μικρασιάτες, νησιώτες, ηπειρώτες κ.α.), που ζουν όμως σε μια κοσμόπολη, και ανθρώπους που έχουν Βυζαντινή καταγωγή και Ευρωπαίους με έντονα αστικά χαρακτηριστικά. Οπότε έχουμε ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο που γεννάει κυριολεκτικά πολιτισμό, ο οποίος μάλιστα μεταλαμπαδεύεται με πολέμους και προσφυγιά και σε άλλες γεωγραφίες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο χορός χασάπικος. Ο μακελάρικος χορός των Βυζαντινών του 11ου αι. έμελλε να γίνει το συρτάκι των νεοελλήνων και ένας από τους δημοφιλέστερους χορούς της ελληνικής μουσικής. Αν δεν υπήρχε το χασάπικο των ρεμπετών σήμερα δεν θα είχαμε πολύ πιθανόν το συρτάκι. Εν ολίγοις, η Ελλάδα που ξέρουμε θα ήταν μια άλλη…

»Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Πόλης είναι ότι κυριολεκτικά συναντά η δύση την ανατολή και η ανατολή τη δύση σαν να είναι το ίδιο και το αυτό. Εκεί που εκτοπίζει η μια την άλλη, εκεί συνυπάρχει αρμονικά και αλληλοσυμπληρώνεται. Αυτό είναι και η μαγεία της υπόθεσης. Όταν δεν έχεις ενδοιασμό για το ποιος είσαι και από που προέρχεσαι, μετουσιώνεις νεότερα στοιχεία και τα φέρνεις στα μέτρα σου. Και όχι μόνο. Δημιουργείς και παραδόσεις.

»Για παράδειγμα, το πρώτο χειροκίνητο κλειδοκύμβαλο ή λατέρνα είναι ιταλικής προέλευσης και την έφερε στην Πόλη το 1850 ένας Ιταλός σταμπαδόρος ονόματι  Giuseppe Turconi. Ενώ στην αρχή έπαιζε ένα ευρωπαϊκό ρεπερτόριο στη συνέχεια με την αύξηση των Ρωμιών σταμπαδόρων το ενεργό ρεπερτόριο της εποχής έμελλε να καταγραφεί και να αποθανατιστεί στους κυλίνδρους των λατερνών πριν ακόμα βγουν τα γραμμόφωνα. Εν ολίγοις, χάρις στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Πόλης η τεχνολογία της λατέρνας από τη δύση συναντά τις μελωδίες της ανατολής, όλα αυτά καταγράφονται και βγαίνουν για σεργιάνι στο Μπακλαχοράνι. Ο Νίκος Αρμάος είναι ο τελευταίος Κωνσταντινουπολίτης που μεταφέρει αυτή τη τεχνική του σταμπαδόρου αλλά και το ρεπερτόριο της Πόλης στην Ελλάδα. Άξιος συνεχιστής αυτής της παράδοσης και κατασκευαστής λατέρνας και χειροποίητου πιάνου στην Ελλάδα είναι ο Πάνος Ιωαννίδης. Γόνος ταταυλιανής οικογένειας που ζεί και εργάζεται θεσσαλονίκη. Τυχαίο; Δεν νομίζω.

«Επιλέγουμε κομμάτια που μας αρέσουν και που έχουν επιβιώσει στο χρόνο αλλά και πολλές φορές αντιθέτως κομμάτια που έχουν χαθεί στον τόπο όπου γεννήθηκαν» (Στη φωτογραφία όλα τα μέλη του Café Aman Istanbul).

– Υπάρχει δηλαδή κάποια κοινή παιδεία ελληνοτουρκική, ή είναι κάτι συγκεκριμένα πολίτικο ή ρωμαίικο;
Η συνύπαρξη Ρωμιών και Τούρκων στους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά και μεταγενέστερα, δημιούργησε ένα ιδιαίτερο πολιτισμικό είδος : το «Πολίτικο». Το οποίο είναι αδιαμφισβήτητα ένα κράμα πολιτισμών. Αυτό υφολογικά έχει διάφορες κατηγορίες. Επί της ουσίας πρόκειται για ένα κοινό υλικό που μπορεί να είναι συνδημιουργία, δάνειο, αντιδάνειο, αλλά και πολλές φορές αυτούσια δημιουργία με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτό το πλούσιο υπόβαθρο δημιούργησε ένα ξεχωριστό είδος, που λόγω συμμετοχής πολλών εθνοτήτων μπορούν και το διεκδικούν σε παράλληλο χρόνο. Για αυτό κατά βάση και δεν έχει νόημα να ερίζουμε για την καταγωγή του καφέ, του μπακλαβά, των μουσικών οργάνων, ακόμα και για το ρακί. Αφού όλα αυτά είναι κοινές παραδόσεις της ευρύτερης μεσογειακής γεωγραφίας. Ας αφουγκραστούμε όμως και την ερμηνεία που δίνει ένας παραγωγός του μπακλαβά στη Πόλη : «Ο μπακλαβάς ανήκει σε όποιον τον κάνει καλύτερα !».

– Πρόκειται για ένα έθιμο ζωντανό ή για μία αναβίωση;
Στην πραγματικότητα αυτό που χάθηκε ήταν ο δημόσιος και πολυπληθής εορτασμός του εθίμου. Αυτό όμως δεν συγκρίνεται αν λάβουμε υπόψη ότι εκείνα τα χρόνια ο ελληνικός πληθυσμός αριθμούσε 350.000 και τώρα  μόλις 3.000, οπότε όπως και να’ ναι δεν θα μπορούσε να συγκριθεί. Η πρόκληση είναι να γίνει μια σημερινή αναβίωση με αναφορά σε αυτό που ήταν κάποτε. «πάσα ή κτίσις καινουργείται, παλινδρομούσα εις το πρώτον…».

– Ποια είναι η γενικότερη σχέση σας με τη μουσική και με την παράδοση και πως ασχολείστε με αυτήν;
Γεννήθηκα στην Πόλη αλλά όλα τα καλοκαίρια μου πέρασαν στην ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών μου την Ίμβρο, όπου βίωσα από κοντά τα καλοκαιρινά πανηγύρια με τη συνοδεία των τελευταίων λαϊκών μουσικών. Το δεύτερο βιωματικό σχολείο μουσικής και παράδοσης για μένα υπήρξε το αναλόγιο της εκκλησίας όπου ξεκίνησα ως κανονάρχος στα Πατριαρχεία. Θεωρώ προνομιούχο τον εαυτό μου επειδή πήρα βάπτισμα από γνήσιους φορείς της παράδοσης, κυρίως στο χώρο της μουσικής.

Πώς δημιουργήθηκε και πώς λειτουργεί το μουσικό σχήμα, πού δραστηριοποιείστε συναυλιακά και τι μουσικές παίζετε;
Το μουσικό σχήμα δημιουργήθηκε καθαρά από την ανάγκη έκφρασης μας το 2009 με έδρα τη Πόλη. Το έφτιαξα μαζί με τη σύζυγό μου Πελίν, η οποία τραγουδά, και με μια παρέα φίλων. Εδώ και 10 χρόνια ταξιδεύει παντού με γνώμονα την προβολή της μουσικής παράδοσης της καθ’ ημάς ανατολής. Στο σχήμα συμμετέχουν τούρκοι και ρωμιοί μουσικοί και ενίοτε συνάδελφοι κι από Ελλάδα. Είμαστε ένα μεικτό σχήμα που συνδυάζουμε πολύ εύκολα τις δυνάμεις μας στο βωμό της μουσικής που μας ενώνει.

«Με τη μουσική μας ανακαλούμε μνήμες, γνώριμες αλλά ξεχασμένες από το ευρύτερο κοινό. Κι όλα αυτά στον τόπο όπου γεννήθηκε η μουσική αυτή».

»Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με το ρεπερτόριο. Επιλέγουμε κομμάτια που μας αρέσουν και που έχουν επιβιώσει στο χρόνο αλλά και πολλές φορές αντιθέτως κομμάτια που έχουν χαθεί στον τόπο όπου γεννήθηκαν. Στη περίπτωση ακριβώς του αστικού λαϊκού τραγουδιού ή αλλιώς ρεμπέτικου συμβαίνει αυτό το πράγμα. Υπάρχουν τα ίχνη του παντού χωρίς όμως ξεκάθαρη αναφορά. Με τη μουσική μας ανακαλούμε μνήμες, γνώριμες αλλά ξεχασμένες από το ευρύτερο κοινό. Κι όλα αυτά στον τόπο όπου γεννήθηκε η μουσική αυτή. Ένα άλλο σημείο είναι ότι παντρεύουμε στην ορχήστρα όργανα δυτικά και ανατολίτικα χωρίς ενδοιασμούς. Έτσι το ούτι συναντά το μπουζούκι και την κιθάρα και το βιολί το ακορντεόν. Οι παλαιότερες γενιές μουσικών τα κάνανε πιο εύκολα αυτά, σήμερα τα έχουμε χωρίσει περισσότερο σε δυτικά και ανατολίτικα. Ενώ τελικά μία είναι η γλώσσα της μουσικής.

– Η ιδιότητα του ψάλτη εκκλησιαστικής μουσικής πώς συνδυάζεται με αυτήν του αστικού-λαϊκού τραγουδιστή. Είναι δυο μουσικές γλώσσες διαφορετικές ή υπάρχει κοινό έδαφος;
Ιστορικά στην καθημάς Ανατολή όλοι η ψάλτες ήταν και εν δυνάμει τραγουδιστές. αυτή η παράδοση συνεχίστηκε όχι μόνο στους ρωμιούς αλλά και στους Τούρκους, Εβραίους και Αρμένιους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ετσι ο Στελάκης Περπινιάδης ήταν ψάλτης νεαρός στον Αγ. Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά της Πόλης και μετά έμελλε να εξελιχθεί ως ένας από τους σημαντικότερους τραγουδιστές της εποχής του. Οπότε κι εγώ χωρίς να είναι προγραμματισμένο ακολούθησα τη φωνή της καρδιάς μου και μετά από ένα σημείο επέλεξα να είμαι μουσικός ψάλτης και τραγουδιστής.

– Επισκέπτεστε τακτικά την Ελλάδα; Τι σας ενοχλεί όταν επισκέπτεστε την Ελλάδα και τι όταν επιστρέφετε στην Τουρκία, ή τι θα πιστεύατε ότι θα έπρεπε να υιοθετήσει η μια χώρα από την άλλη;
Αρκετά συχνά και για τουρισμό και για να παρουσιάσουμε την δουλειά μας. Μεγαλώνοντας καταλαβαίνει κανείς πως αυτό που μας σφραγίζει ανεξίτηλα είναι τα παιδικά μας χρόνια, πού και πώς τα περάσαμε. Ως εκ τούτου, όπου και να πάμε στην πραγματικότητα όταν βρούμε τον εαυτό μας αισθανόμαστε την ανάγκη να ξαναγυρίσουμε εκεί όπου ανήκουμε. Το θέμα παίζεται πόσο νωρίς θα το καταλάβουμε και θα φροντίσουμε έγκαιρα τα πράγματα. Αγαπώ αθεράπευτα την Ελλάδα. Κυρίως όμως ως ιδέα. Κι όχι με τη λογική της Ελλαδίτσας.  Φυσικά και η γεωγραφία καθορίζει πολλά πράγματα. Αυτό που ξέρω εγώ πάντως είναι ότι προσωπικά ανήκω στην Ανατολή. Τώρα αν μπούμε στη λογική τι μας αρέσει εκεί και τι όχι εδώ κάνεις μας δεν θα βγει κερδισμένος. Άλλωστε αυτό που χρειαζόμαστε στην πραγματικότητα είναι αυτά που μας ενώνουν, κι αυτά είναι σίγουρα περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν.

 

Διαβάστε ακόμα: Ανάργυρος Δενιόζος – «Η μουσική της φύσης μας διδάσκει να ακούμε».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top