To ότι δύο εκ των στενότερων συνεργατών του Κυριάκου Μητσοτάκη επισκέφθηκαν το σπίτι πανίσχυρου εκδότη και επιχειρηματία προφανώς και δημιουργεί πολιτικό θέμα.

Η δεδομένη στήριξη των 159 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας στη χθεσινή (28/3) καταληκτική συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσαν κόμματα της αντιπολίτευσης, θα έπρεπε να γίνει δεκτή από το Μέγαρο Μαξίμου με ένα πλέριο χαμόγελο ευχαρίστησης. Κι όμως, υπάρχει ένας εμφανής δισταγμός και μια παγωμάρα που ουδείς περίμενε.

Η αποκάλυψη ότι δύο από τους -πραγματικά- πιο στενούς συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο υπουργός Επικρατείας Σταύρος Παπασταύρου και ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας του Πρωθυπουργού Γιάννης Μπρατάκος βρέθηκαν στην οικία του επιχειρηματία Βαγγέλη Μαρινάκη προκάλεσε σοβαρές αναταράξεις.

Η ταυτόχρονη και άμεση παραίτησή τους (οι οποίες προφανώς και έγιναν δεκτές από τον πρωθυπουργό) δεν σώζει τα προσχήματα ούτε μειώνει το μέγεθος της είδησης. Μπορεί ο Μάκης Βορίδης να έσπευσε να δηλώσει πως μια συνάντηση μαζί με άλλα δέκα άτομα δεν «παράγει πολιτικό θέμα», ωστόσο η αλήθεια βρίσκεται στο άλλο άκρο. Μια χαρά πολιτικό θέμα παράγει.

Στις κυβερνήσεις ισχύει ότι έλεγαν παλιά για τις… κυρίες. Δεν φτάνει να δείχνουν τίμιες, αλλά και να είναι. Εκτός αν η μέθη (μήπως και η οίηση;) της εξουσίας αναισθητοποιεί κάθε προσπάθεια προς την εχεφροσύνη.

Η συγκυρία δεν γίνεται να μην παίζει ρόλο. Εδώ και μέρες, από τη στιγμή που δημοσιεύτηκε το κεντρικό άρθρο του Βήματος για τις συνομιλίες των σταθμαρχών εκείνο το μοιραίο βράδυ στα Τέμπη, έχει κηρυχθεί ανοιχτός πόλεμος ανάμεσα στο Μαξίμου και τα ΜΜΕ του Βαγγέλη Μαρινάκη. Άρα, και με τον ίδιο τον επιχειρηματία. Μαίνεται ένας πόλεμος κατίσχυσης; Προφανώς.

Πώς γίνεται, λοιπόν, από τη μια η κυβέρνηση -διά του πρωθυπουργού της- να δηλώνει πως δεν έχει πρόθεση να συγκυβερνήσει με ανθρώπους του πλούτου και την ίδια ώρα κορυφαία στελέχη της να πίνουν «ποτάρες» (όπως δήλωσε στη Βουλή ο Νίκος Ανδρουλάκης) και να καπνίζουν πούρα;

Στις κυβερνήσεις ισχύει ότι έλεγαν παλιά για τις… κυρίες. Δεν φτάνει να δείχνουν τίμιες, αλλά και να είναι. Οφείλουν να προσέχουν για να έχουν. Εκτός και η μέθη (μήπως και η οίηση;) της εξουσίας αναισθητοποιεί κάθε προσπάθεια προς τη εχεφροσύνη.

Πολλά στελέχη της κυβερνώσας παράταξης δηλώνουν τώρα πως όλα έγιναν υπό το φως και ότι τα δύο στελέχη της Νέας Δημοκρατίας δεν βρέθηκαν εν κρυπτώ με τον γνωστό επιχειρηματία. Μα, εδώ ακριβώς είναι το ζήτημα: ο κυνισμός και η αδιαφορία για το τι θα πει ο κόσμος. Ένα από τα προβλήματα της κυβέρνησης αυτή τη στιγμή είναι ότι γνωρίζει πως όποιο λάθος και αν κάνει δεν θα της στοιχίσει τόσο, ελλείψει σοβαρού αντιπάλου.

Για πόσο καιρό, όμως, θα δοκιμάζει αυτή τη σπάνια κατάσταση πολιτικής ηγεμονίας; Για πόσο καιρό θα φοράει την πανοπλία της παντοδυναμίας και της μονοκρατορίας; Στην πολιτική όλα είναι δανεικά και μηδέποτε αγύριστα. Εύκολα αλλάζει το κλίμα, αν συνεχιστεί αυτή τη μπλαζέ διάθεση των κυβερνώντων του στιλ «εμείς είμαστε και ουδείς άλλος».

Από την άλλη, για ακόμη μια φορά τίθεται ένα ζήτημα διαφάνειας και δημοκρατίας με αφορμή τη «συνάντηση» των τριών ανδρών. Το ότι η κεντρική εξουσία συνομιλεί απευθείας με το μεγάλο κεφάλαιο είναι ένα θέμα που έχει ταλανίσει τον πολιτικό βίο. Είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οι πολίτες γύρισαν την πλάτη τους στα κόμματα και άρχισαν να θεωρούν δεδομένο πως «όλοι είναι ίδιοι».

Το μοναδικό αντίβαρο που μπορεί να προτάξει η δημοκρατία είναι ισχυρή αντιπολίτευση και δυνατά δημοσιογραφικά «μαγαζιά» που το ένα θα κοντράρεται με το άλλο με όρους δημοσιογραφικούς κι όχι άλλους.

Το μοναδικό αντίβαρο που μπορεί να προτάξει η δημοκρατία είναι ισχυρή αντιπολίτευση και δυνατά δημοσιογραφικά «μαγαζιά» που το ένα θα κοντράρεται με το άλλο με όρους δημοσιογραφικούς κι όχι άλλους. Τι έχουμε στη χώρα μας αντ’ αυτών; Το ακριβώς αντίθετο.

Έχουμε μια κυβέρνηση που όχι μόνο δεν φοβάται τα λάθη της, αλλά δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να τα μετριάσει, καθώς δεν βρίσκει ούτε ένα ψήγμα απειλής στον ορίζοντα και έναν ισχυρότατο δημοσιογραφικό όμιλο (του Βαγγέλη Μαρινάκη) που μεγαλώνει συνεχώς (ήδη απέκτησε και την Ελευθεροτυπία, την οποία ετοιμάζεται να επανεκδώσει) και απέναντί του, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, λιγοστεύουν οι ισχυροί αντίπαλοι.

Αυτό το εν τη γενέσει μονοπώλιο (διότι περί αυτού πρόκειται) θα φθείρει τη δημοκρατία, ας μην γελιόμαστε. Μειώνει τις αντιστάσεις, αδυνατεί να δημιουργήσει αναχώματα και να φέρει την εξουσία -πολιτική και οικονομική- σε θέση λογοδοσίας όταν υποπίπτουν σε λάθη.

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι πού έμαθε ο κύριος Ανδρουλάκης για τη συνάντηση ή αν και ο ίδιος συνομιλεί με τον εκάστοτε επιχειρηματία. Όχι πως είναι αμελητέο αν ισχύει, αλλά το κυρίαρχο είναι πως η συνάντηση των υπουργών, όντως έγινε και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή άκρως ιδιαίτερη. Αυτό θα πρέπει να μας απασχολεί σε πρώτη φάση.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα έχει άπειρες ευκαιρίες να αποδείξει πως η δεύτερη θητεία του δεν θα «πνιγεί» από τη δύναμη της συνήθειας που προσβάλλει κάθε δυνατή κυβέρνηση. Σε κανέναν δεν δίδονται άπειρες ευκαιρίες. Αν τελικά, όντως, δεν δεσμεύεται από επιχειρηματικά συμφέροντα θα πρέπει να το αποδείξει με πράξεις και όχι με λόγια που εύκολα λέγονται και ακόμη πιο εύκολα ξεχνιούνται.

 

Διαβάστε ακόμα: Τα ευχολόγια του κυρίου Μητσοτάκη για τα Τέμπη, ένα χρόνο μετά.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top