O πατέρας καταλήγει να γίνει ξανά ένα παιδί που αναζητεί τη μητέρα του.

Αν το ξεχείλισμα της ζωής, αυτό το θαυμαστό μάγμα ζωτικότητας, θύμησης των περασμένων, απαντοχής των μελλούμενων και εδραίας γνώσης πως πρωταγωνιστής όσων συμβαίνουν τριγύρω σου είσαι εσύ, αν αυτή η πλούσια δύναμη σε κάνει ώρες ώρες να στέκεται ενεός μπρος στο θαύμα, η απουσία της ζωής εν ζωή μοιάζει με ατελεύτητη Κόλαση.

Πώς είναι να μην θυμάσαι; Πώς είναι να ξεχνάς ότι έχεις ξεχάσει; Μου έρχεται συνεχώς στο μυαλό η νουβέλα του Φρέντρικ Μπάκμαν «Κάθε πρωί ο δρόμος για το σπίτι γίνεται όλο και πιο μακρύς» (εκδ. Κέδρος) όπου ο μικρός Νούα πηγαίνει κάθε πρωί με τον παππού του που πάσχει από άνοια σε ένα παγκάκι. Συζητούν για το ένα και το άλλο θέμα, ο εγγονός ρωτάει διάφορα τον παππού του, αλλά οι απαντήσεις που λαμβάνει είναι διαρκώς συγκεχυμένες και αντικρουόμενες. Το σπίτι της μνήμης ολοένα πέφτει, ρημάζει, οι πόρτες του είτε μένουν ορθάνοιχτες είτε κλείνουν ερμητικά σε μια κατάσταση που μοιάζει με ταπεινωτικό rollercoaster ενθύμησης και αμνησίας.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φλοριάν Ζελέρ εγγράφει υποθήκες. Χρειάστηκε να υπερπηδήσει εμπόδια για να μας παραδώσει αυτή την ελεγεία για την απώλεια της μνήμης.

Ο Ζελέρ οικοδομεί έξοχα τη σχέση πατέρα-κόρης.

Σε μια στιγμή πρόδηλης κατάπτωσης, έως και άσπλαχνης αποχώρησης της θύμησης από τον νου του, ο πρωταγωνιστής του «Πατέρα», ο Άντονι (ναι, ο σεπτός Άντονι Χόπκινς) στρέφεται στη νοσοκόμα που τον κουράρει στο ίδρυμα που διαμένει και με βλέμμα κενό, βλέμμα εντατικής απορίας την ρωτάει: «Κι εγώ; Ποιος είμαι εγώ;». Είναι, ίσως, ένα από τα πλέον αγωνιώδη ερωτήματα που έχει θέσει ποτέ ήρωας ταινίας. Είναι μια στιγμή όπου το σενάριο διαφεύγει από το υπονομευτικό μελό και ντύνεται με τα χρώματα της πραγματικής ζωής.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φλοριάν Ζελέρ εγγράφει υποθήκες. Χρειάστηκε να υπερπηδήσει τεχνικά εμπόδια για να μας παραδώσει αυτή την ελεγεία για την απώλεια της μνήμης. Μετασχημάτισε ολοκληρωτικά το δικό του θεατρικό έργο (βραβεύτηκε με το Βραβείο Molière) και έδωσε στον «Le Père» του μια σπάνιας ομορφιάς κινηματογραφική οπτική. Εγκλωβισμένο, εκ των πραγμάτων, σε ένα διαμέρισμα, το θεατρικό έργο, στην κινηματογραφική του οπτική εισχωρεί στα τρίσβαθα του μαιανδρικού μυαλού του πρωταγωνιστή με τεχνικές που σε καθηλώνουν.

Ενας άντρας προχωρημένης ηλικίας, ο Άντονι, αρχίζει να εμφανίζει τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια άνοιας. Ξεχνάει πού έχει αφήσει το ρολόι του, κατηγορεί δίχως αιδώ τις γυναίκες που τον προσέχουν ότι τον κλέβουν, γίνεται χολερικός και ντροπιαστικός μπρος στην κόρη του που αποδέχεται στωικά τις εκρήξεις του. Τη μια στιγμή είναι ένας μελίρρυτος, τσαχπίνης γεράκος και την επόμενη στιγμή, εκεί που η διάθεσή του προσκρούει βασανιστικά στη χοάνη της αγνωσίας, μετατρέπεται σε μια δύστροπη, ανεξάλειπτα σκληροτράχηλη φιγούρα που επιδιώκει να επιβάλλει την παρουσία του με κάθε τρόπο (την εξουσία του πατέρα που δεν έχει πια σκήπτρο. Ενας Βασιλιάς Ληρ σε κατάσταση ραγδαίας πτώσης). Εις μάτην.

Η ερμηνεία του Άντονι Χόπκινς είναι σεμιναριακή.

Επί 97 λεπτά, όση και η διάρκεια της ταινίας, γινόμαστε μάρτυρες της σταδιακής κατάπτωσης ενός κάποτε φωτεινού μυαλού.

Όταν η κόρη του, Αν, που υποδύεται η Ολίβια Κόλμαν, του ανακοινώνει πως έχει αποφασίσει να ζήσει στο Παρίσι, εκείνος αντιδράει χειριστικά, αντιλαμβάνεται πόσο ευάλωτος είναι, πόσο η βουερή αυτοπεποίθησή του («δεν έχω ανάγκη κανέναν», διατρανώνει στην αρχή της ταινίας) είναι μια κενή πεποίθηση, στερημένη από αλήθεια.

Επί 97 λεπτά, όση και η διάρκεια της ταινίας, γινόμαστε μάρτυρες της σταδιακής κατάπτωσης ενός κάποτε φωτεινού μυαλού. Ο πολύ έξυπνος μηχανικός (ο μεγαλαυχικός εαυτός του Άντονι του δίνει κάποιες στιγμές λίγες τονωτικές ριπές περασμένου μεγαλείου) έχει μετατραπεί σε ένα σαρκίο δίχως μνήμη, δίχως αίσθηση του παρελθόντος και των προσώπων που τον περιβάλλουν. Από την αμήχανη απόγνωση, φτάνει στο σημείο της πλήρους εγκατάλειψης.

Γινόμαστε κοινωνοί του ψυχοδράματος της κατάστασής του μέσω της ευφυούς σκηνοθεσίας του Ζελέρ και του εντυπωσιακά εύστοχου μοντάζ του βραβευμένου Γιώργου Λαμπρινού. Η ταινία είναι μια διαρκής λούπα όμοιων σκηνών που όμως δεν επαναλαμβάνονται επί ματαίω. Η μια σκηνή είναι η οπτική του Άντονι. Βλέπουμε μέσα από τα θολά μάτια της μνήμης του. Εισερχόμαστε από την κύρια είσοδο μιας οικίας ρημαγμένης, μιας ζωής σε αποδρομή. Η άλλη σκηνή είναι αυτά που πραγματικά έχουν συμβεί.

Ο Πατέρας είναι ψυχόδραμα ατόφιο και ανθρώπινο.

Ο Άντονι συγχέει πρόσωπα και καταστάσεις. Ανθρώπους που τον κουράρουν στο ίδρυμα, τους βλέπει στο διαμέρισμά του. Ο ένας γίνεται σύζυγος της γυναίκας του, η άλλη μοιάζει ολοφάνερα με τη δεύτερη κόρη του, για την οποία δεν ξέρει ή δεν μπορεί να θυμηθεί ότι έχει πεθάνει. Αυτή η σύγχυση, ως γκρίζο πέπλο που σταδιακά υποχωρεί, εξαλείφεται όταν βλέπουμε τη δεύτερη εκδοχή της σκηνής με αυτά που πραγματικά έχουν συμβεί.

Πράγματα, καταστάσεις και λόγια συμβαίνουν συνέχεια και συνέχεια σε μιαν επαναληπτικότητα που έρχεται κατά πάνω μας με το μορφή του υπαρξιακού δέους.

Αυτές οι επαναλαμβανόμενες εκδοχές προσδίδουν στην ταινία την καθοριστική πτυχή της αχρονικότητας, απόλυτα ταυτισμένη με τη στατική μνήμη του Άντονι. Πράγματα, καταστάσεις και λόγια συμβαίνουν συνέχεια και συνέχεια σε μιαν επαναληπτικότητα που έρχεται κατά πάνω μας με τη μορφή του υπαρξιακού δέους και του εντεινόμενου δράματος που ορισμένες φορές θυμίζει ακόμη και ταινία τρόμου.

Ο κερματισμένος ψυχικός κόσμος του Άντονι δεν έχει περιθώρια αναστροφής. Δεν πάσχει από Αλτσχάιμερ για να περιπέσει στο τέναγος της πλήρους και ολοκληρωτικής αμνησίας. Η άνοια είναι άλλης μορφής αδιέξοδο. Είναι σαν να μπορεί να περπατήσει κανείς, αλλά να χρειάζεται να το κάνει ανυπόδητος πάνω σε ένα τρεμάμενο έδαφος υπό τον διαρκή κίνδυνο της πτώσης. Είναι το σημείο που όπου ο μουσικός μανδύας ξεθωριάζει. Του Άντονι του αρέσει να ακούει κλασική μουσική κλεισμένος στον ερμητικό κόσμο που του προσφέρουν τα ακουστικά του. Κάποια στιγμή, όμως, ο ηχητικός τοίχος καταρρέει. Το μυαλό του μονολογεί, από μέσα βγαίνει ένας μονόχορδος ήχος, μια νότα που επαναλαμβάνεται με απόγνωση. Ένας λαβύρινθος που δεν φτιάχτηκε για να έχει έξοδο.

Η Ολίβια Κόλμαν είναι εξαιρετική στο ρόλο της κόρης.

Κι όμως, είναι τόσο λυτρωτικό να ακούς τη μελοδραματική αυταπάρνηση της μουσικής του Μπιζέ στο «Je crois entendre encore» (σ.σ.: Νομίζω ότι μπορώ να ακούσω») από τους «Αλιείς Μαργαριταριών», το βασικό θέμα της ταινίας. Λυτρωτικό και γνήσια θεραπευτικό διότι τούτη η μουσική συγγενεύει -με τον δικό της τρόπο- με τη δύσκολη πορεία προς τα γηρατειά. Είναι σαν τον Δύσκολο Θάνατο του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου. Η τρικυμία έρχεται, την βλέπεις, δεν υπάρχει περιθώριο αναστολής, όμως είναι τραγουδισμένη, θαρρείς, από τα ίδια τα αφρισμένα κύματα.

Ο Χόπκινς είναι σπουδαίος ηθοποιός διότι δίχως αστόχαστους μανιερισμούς καταφέρνει να σου παρουσιάζει το απλό με φυσικό τρόπο.

Ο Άντονι, κατασπαταλημένος από την έλλειψη ενθυμήσεων, ένα τρεμάμενο σαρκίο που βλέπει να ορθώνονται μπροστά του και γύρω του τα τείχη του άγνωστου, του μη εξηγήσιμου, επιστρέφει στη μάνα-τροφό, στην αγκαλιά της υποτιθέμενης μητέρας του (τι κι αν αυτή που τον αγκαλιάζει στοργικά είναι η νοσοκόμος του;) για να αποθέσει το άδειο σώμα του. Ένα σώμα που όπως λέει και Άντονι σε κατάσταση εμβροντησίας, «χάνει τα φύλλα του». Ο πατέρας που έχει δύο κόρες και τελικά απομένει με μια, επιστρέφει σε έναν οικείο χρόνο παιδικότητας, με ένα οδυνηρό πλεόνασμα αδυναμίας να τον έχει καταβάλει οριστικά. Χαμένος μέσα σε ένα βουβό φορτίο σκέψεων, με ερωτήματα που δεν βρίσκουν απάντηση, με μια μνήμη σκέτο ρήμαγμα.

Από τα γυρίσματα της ταινία με τον Φλοριάν Ζελέρ να είναι ανάμεσα στον Αντονι Χόπικινς και την Ολίβια Κόλμαν (Φωτογραφία: hollywoodreporter.com).

Καίτοι, όλο το έργο είναι βασισμένο πάνω στην φωταύγεια αυτής της νοητικής πτώσης, ο Ζελέρ οικοδομεί με λεπταίσθητο τρόπο τη σχέση πατέρα-κόρης δίχως να αφαιρεί τα δραματικά στοιχεία ή να εμποδίζει το καρύκευμα μιας κάποιας χαλαρότητας (έως και αστεϊσμού) να ξηλώσει προς στιγμήν το εν εξελίξει δράμα. Η Κόλμαν είναι μια διακριτική παρουσία με πλούσια εκφραστικά μέσα. Το πλέριο χαμόγελό της, άλλοτε παιδικό, άλλοτε θρηνητικό, άλλοτε τρομώδες, φωτίζει το πρόσωπό της και ολόκληρη τη σκηνή. Καμία υπερβολή, κανένας ακκισμός, καμία επίδειξη. Ακολουθεί πιστά την τέχνη της αποσιώπησης σαν να πηγαίνει ακροποδητί σε μια λιτανεία όπου ο νεκρός είναι ζωντανός.

Η τελευταία σκηνή με τα αναταραγμένα φύλλα των δέντρων, έτσι όπως τα παρασέρνει ο δυνατός άνεμος, είναι ένα φώλιασμα λύπης

Δεν νομίζω πως ο 83χρονος, πλέον, Χόπκινς χρειαζόταν αυτή την ταινία για να αποδείξει πως είναι ένας ηθοποιός αιχμής. Ομως, από την άλλη, ναι, χρειαζόταν να έρθει αυτή η ταινία στην εργογραφία του σαν καταστάλαγμα, σαν σύνοψη, σαν θέρμη που σε τυλίγει. Για την ερμηνεία του πήρε ένα ακόμη Οσκαρ Α’ ρόλου, όμως η μεγάλη τέχνη δεν υπάρχει επειδή βραβεύεται, αλλά διότι εξυψώνει τα ανθρώπινα.

Ο Χόπκινς είναι σπουδαίος ηθοποιός διότι δίχως αστόχαστους μανιερισμούς καταφέρνει να σου παρουσιάζει το απλό με φυσικό τρόπο. Να μεταγγίζει με όρους ζωής κάτι που είναι προϊόν μυθοπλασίας. Το σώμα του λειτουργεί σαν αντανάκλαση ενός εσωτερικού βάθους. Το γεγονός ότι υποδύεται κάποιον που του μοιάζει, που έχει το ίδιο όνομα μ’ αυτόν και ζει στο οικείο Λονδίνο, όλα τούτα δεν πρέπει να είναι αμελητέα.

Είναι σαν να κάνει και ο ίδιος ο Χόπκινς ένα ξανακοίταγμα στη ζωή του. Σαν να στοχάζεται το ρυτίδωμα στο πρόσωπό του, την αντανάκλαση του χρόνου μπροστά σε ένα παράθυρο που δείχνει ένα πιτσιρίκι να παίζει ανέμελο στο δρόμο. Εχουμε μια ερμηνεία βαθύτατα ανθρώπινη όπου ο δαίδαλος των συναισθημάτων οδηγεί σε έναν δρόμο που μπορεί να μην είναι απαραίτητο ευκταίος, αλλά είναι δικός μας, χθόνιος.

Η τελευταία σκηνή με τα αναταραγμένα φύλλα των δέντρων, έτσι όπως τα παρασέρνει ο δυνατός άνεμος, είναι ένα φώλιασμα λύπης, θλίψης και αποσιώπησης. Καμία άλλη λέξη, κανένα άλλο νεύμα. Μόνο ο αέρας που δίχως νόηση και σκοπό παρασέρνει τα πάντα. Κυρίως το σώμα της μνήμης. Τα ακριβά οστά του παρελθόντος που σβήνει και χάνεται πέρα στον ορίζοντα.

 

Διαβάστε ακόμα: Άντονι Χόπκινς: ένας σερ παλαιάς κοπής.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top