Αισθησιακή και συνάμα εγκεφαλική.

Αισθησιακή σαν ατίθαση αμαζόνα. Εγκεφαλική σαν θηλυκό που στροβιλίζεται από τις παρορμήσεις της προσπαθώντας να τις εκλογικεύσει. Με τον χείμαρρο των ξανθών μαλλιών της να ραίνει το πρόσωπό της σαν στιλπνή λάβα και βλέμμα (ω, τι μάτια) που μέσα στην παγωνιά του εξέπεμπε έναν αισθησιασμό αιχμηρό, σαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

Πέρυσι, τέτοια μέρα (2/2/2022), όταν πέθανε η Μόνικα Βίτι σε ηλικία 90 ετών, ο ιταλός υπουργός Πολιτισμού, Dario Franceschini, είχε γράψει «Αντίο στη Βασίλισσα του ιταλικού σινεμά». Μέσα σε έξι λέξεις είχε περιγράψει ουσιαστικά τη θέση που καταλαμβάνει η Μόνικα στο πάνθεον των ωραιότερων γυναικών που πέρασαν από το κάποτε περιλάλητο ιταλικό κινηματογράφο.

Με τα περήφανα ξανθά μαλλιά της.

Tο άστρο της φωτίστηκε την περίοδο που μια νέα γενιά κινηματογραφιστών στην Ιταλία και τη Γαλλία άρχισε με πάθος να αναζητά νέους εκφραστικούς δρόμους.

Αν η Σοφία Λόρεν και η Άννα Μανιάνι όρισαν το περιβάλλον του άγριου και του παράφορου ηδονισμού της εργατικής τάξης, γυναίκες σάρκινες, χυμώδεις, παρασημοφορημένες με μια πληθωριστική προσωπικότητα, η Βίτι έγινε η στιλιστική τους αντίστιξη. Δεν είναι τυχαίο ότι το άστρο της φωτίστηκε την περίοδο που μια νέα γενιά κινηματογραφιστών στην Ιταλία και τη Γαλλία άρχισε με πάθος να αναζητά νέους εκφραστικούς δρόμους.

Για την Βίτι, ο μετρ που όρισε την καριέρα της, αλλά κι εκείνη την μανιέρα του, ήταν ο Μικελάντζελο Αντονιόνι. Γνωρίζονται το 1957, ενόσω ήταν ήδη καθιερωμένη σταρ του θεάτρου, και τον ακολούθησε με μια πίστη ερωτική και καλλιτεχνική συνάμα. Θα γίνει η μούσα και το alter ego του. Οι ζωές τους θα ενωθούν αξεδιάλυτα και καθοριστικά.

Mε τον Αλέν Ντελόν στην Έκλειψη.

Θα παίξει σε ταινίες του που έχουν θρονιαστεί, πλέον, στις χρυσές σελίδες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου: Η Περιπέτεια, η Έκλειψη και η Νύχτα. Μια τριλογία που ολοκληρώθηκε μέσα σε τρία χρόνια (1960-62). Όσες ταινίες κι αν έκανε στη συνέχεια η Βίτι, αυτές οι τρεις παρέμειναν πάντα γι’ αυτήν μια υποκριτική κορυφή. Οσο για τον Αντονιόνι ήταν μια καθαρή δήλωση ενός δημιουργού που ήθελε να περιγράψει την εντεινόμενη αλλοτρίωση του σύγχρονου κόσμου.

Στις ταινίες του Αντονιόνι, η φιγούρα της Βίτι σκιαγραφεί το μοντέλο της σύγχρονης γυναίκας που παλεύει με τις αντιφάσεις της.

Δύο χρόνια μετά θα πρωταγωνιστήσει και στην πρώτη έγχρωμη ταινία του Αντονιόνι, την Κόκκινη Έρημο, την οποία πολλοί κριτικοί θα την εντάξουν, κατά το μάλλον ή ήττον, σε μια άτυπη τετραλογία για την αλλοτρίωση. Σε όλες αυτές τις ταινίες, η φιγούρα της Βίτι σκιαγραφεί το μοντέλο της σύγχρονης γυναίκας που παλεύει με τις αντιφάσεις της.

Η σχέση της με τον Αντονιόνι, ένα κλασικό ρομαντικό affair.

Ας μην ξεχνάμε πως αυτό το νέο ρεύμα έρχεται να αντικαταστήσει τον νεορεαλισμό που κυριάρχησε στον ιταλικό κινηματογράφο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τόσο ο Αντονιόνι όσο και ο Φελίνι αναζητούν τα πρόσωπα που θα εκφράσουν αυτή την αισθητική, αλλά και ουσιαστική μετάβαση της ιταλικής κοινωνίας σε ένα σύγχρονο και συνάμα ομιχλώδες τοπίο. Η Βίτι ήταν ακριβώς αυτό το πρόσωπο. Σαγηνευτική, αλλά με έναν τρόπο εκλεπτυσμένο και «κλειστό».

Μετά τον χωρισμό της με τον Αντονιόνι στράφηκε στην κωμωδία.

Η σχέση της με τον Αντονιόνι, ένα κλασικό ρομαντικό affair, θα ανθίσει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της Περιπέτειας και δυνάμωσε τα χρόνια που ακολούθησαν. Κάποια στιγμή, προτού η σχέση τους γίνει ευρέως γνωστή, η Βίτι ζούσε σε ένα διαμέρισμα ακριβώς κάτω από αυτό που έμενε ο Αντονιόνι στη Ρώμη και είχαν βρει έναν δικό τους συνωμοτικό κώδικα να συναντιούνται στην εσωτερική σκάλα του κτιρίου χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.

Μυστηριώδης και ξεχωριστή.

Η σχέση τους ολοκληρώνεται το 1967 οπότε και σταμάτησε να συνεργάζεται μαζί του. Ως γυναίκα και ηθοποιός που βίωσε θερμά τις αντιθέσεις της, αποφάσισε τότε να επαεφεύρει τον εαυτό της στρεφόμενη σε ελαφριές κωμωδίες, στις οποίες εκείνη την εποχή στην Ιταλία κυριαρχούσαν άνδρες σταρ. Το κοινό, αλλά και οι κριτικοί αν και στάθηκαν στην αρχή με αμηχανία μπρος στην απόφασή της, εντέλει εντυπωσιάστηκαν από το φλέγμα που επέδειξε στην κωμωδία.

Συνέχισε να είναι ένα αγαπημένο αστέρι στην Ιταλία, αν και λίγες από τις ταινίες της από αυτά τα χρόνια, με τίτλους όπως «Kill Me Quick, I’m Cold» και «The Girl With a Pistol», βρήκαν διεθνές κοινό. Μια εξαίρεση ήταν το «Dramma della Gelosia» του Έτορε Σκόλα, που κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1970 ως «The Pizza Triangle», το οποίο ήταν μια σημαντική επιτυχία. Το 1974, η Βίτι συνεργάστηκε με έναν άλλο διάσημο σκηνοθέτη, τον Λουίς Μπουνιουέλ, στο «The Phantom of Liberty», την τελευταία της μεγάλη κριτική επιτυχία.

Συντόμευσε το πατρικό όνομα της μητέρας της για να το χρησιμοποιήσει ως δικό της καλλιτεχνικό όνομα.

Για όλους θα είμαι πάντα η αγαπημένη Μόνικα Βίτι. Δεν χρειάζεται να χαλάσουμε τον μύθο, αλλά γεννήθηκε ως Maria Luisa Ceciarelli στη Ρώμη στις 3 Νοεμβρίου 1931. Ήταν το τρίτο παιδί και μοναχοκόρη του Angelo και της Adele (Vittilia) Ceciarelli. Συντόμευσε το πατρικό όνομα της μητέρας της για να το χρησιμοποιήσει ως δικό της καλλιτεχνικό όνομα.

Οι γονείς της ήταν ολότελα συντηρητικοί και την κρατούσαν απομονωμένη στο σπίτι, τη στιγμή που τα αδέλφια της αλώνιζαν την πόλη.

Τα παιδικά της χρόνια δεν ήταν ανέφελα. Αντιθέτως ήταν βουτηγμένα στη φτώχεια και την αυστηρότητα. Οι γονείς της ήταν ολότελα συντηρητικοί και την κρατούσαν απομονωμένη στο σπίτι, τη στιγμή που τα αδέλφια της αλώνιζαν την πόλη. Εκείνη η τραυματική εμπειρία, είχε πει, την έκανε να είναι επιφυλακτική με το γάμο και να δηλώνει απρόθυμη να κάνει παιδιά.

Χρειάστηκε να φτάσει στην εφηβεία για να επαναστατήσει και να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Στα 18 της αποφάσισε να μην ακολουθήσει την οικογένειά της που μετανάστευσε στις ΗΠΑ, αλλά να μείνει στη Ρώμη και να σπουδάσει στην Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης.

«Εκμεταλλεύτηκα την απουσία τους για να γίνω ηθοποιός. Όταν επέστρεψαν οι γονείς μου έπρεπε να με φωνάζουν Μόνικα. Έπρεπε να αναγνωρίσουν τι είχε συμβεί».

Είχε κινηματογραφικούς ρόλους ήδη από το 1954, αλλά ήταν περισσότερο γνωστή εκείνη την περίοδο ως ηθοποιός του θεάτρου και της τηλεόρασης.

Τα παιδικά της χρόνια δεν ήταν ανέφελα.

Στον απόηχο της τριλογίας Αντονιόνι, η Βίτι έγινε μια από τις πιο λαμπερές φιγούρες στη διεθνή κινηματογραφική σκηνή, μια τακτική παρουσία στις Κάννες και σε άλλες διεθνείς εκδηλώσεις. Η διασημότητά της συνεχίστηκε, τουλάχιστον στην Ευρώπη, αφού είχε περάσει στις ελαφριές κωμωδίες τη δεκαετία του 1970.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν απομονωμένη στο σπίτι της στη Ρώμη, υποφέροντας από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Έκανε σχέση το 1975 με έναν άλλο ιταλό σκηνοθέτη, τον Ρομπέρτο Ρούσο. Έζησαν μαζί για πολλά χρόνια πριν παντρευτούν τελικά το 1995. Το 1979 κατάφερε να περάσει και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού όταν ο σκηνοθέτης Μάικλ Ρίτσι την επέλεξε για την ταινία «An Almost Perfect Affair», στην οποίο υποδύθηκε τη σύζυγο ενός ιταλού μεγιστάνα του κινηματογράφου που ξεκινάει ένα ειδύλλιο στο φεστιβάλ των Καννών με έναν νεαρό σκηνοθέτη, τον οποίο υποδύεται ο Keith Carradine.

Τη δεκαετία του ’80 άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον της ως ηθοποιός του κινηματογράφου και επέστρεψε στην πρώτη της αγάπη, το θέατρο. Πάντως, το 1989 δοκίμασε τις δυνάμεις της στη σκηνοθεσία με το «Secret Scandal», μια ταινία που έγραψε επίσης και στην οποία πρωταγωνίστησε με τον Elliott Gould. Κέρδισε επαίνους, αλλά απέτυχε στο box office και σήμανε το τέλος της καριέρας της στη μεγάλη οθόνη.

H Βίτι έγινε μια από τις πιο λαμπερές φιγούρες στη διεθνή κινηματογραφική σκηνή, μια τακτική παρουσία στις Κάννες.

Τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών 9 βραβεία Νταβίντ ντι Ντονατέλο, 11 ιταλικές Χρυσές Σφαίρες, μία Αργυρή Άρκτο καλύτερης ηθοποιού και τον Τιμητικό Χρυσό Λέοντα για την προσφορά της στον κινηματογράφο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν απομονωμένη στο σπίτι της στη Ρώμη, υποφέροντας από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, με τον σύζυγο της, Ρομπέρτο Ρούσο, να τη φροντίζει.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιατί όλοι (κι ο Στέφανος Τσιτσιπάς) θέλουν την Margot Robbie;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top