Και γνωρίζεστε τυχαία. Και λες «κάτι τρέχει, είναι διαφορετικός». Παρόλα αυτά περνάς καλά δίπλα του. Ευχαριστιέσαι μία μία τις λέξεις που λέει. Είναι εύστροφος, διαόλου κάλτσα. Αλλά και πάλι κάτι κρύβει. Ξέρεις τι κρύβει. Κάτω από σωρείες ευφυολογημάτων και αιχμηρές ατάκες που κόβουν ανάσες, αρχίζεις και βρίσκεις διαφορές. Αρχίζεις και καταλαβαίνεις πως δεν είναι «δικός μας». Είναι με τους άλλους, ξέρεις μωρέ τώρα ποιους λέω.
Αλλά δεν φοβάσαι. Και μια μέρα απλά στο λέει. Και βλέπεις εκείνη τη στιγμή πως περιμένει ήρεμος ένα ναι ή ένα όχι, ένα τίποτα δεν άλλαξε ή ένα όλα άλλαξαν. Και όλα αλλάζουν και τίποτα δεν αλλάζει. Και είναι πλέον περίεργο, γιατί μιλάς και επικοινωνείς με έναν από τους άλλους, τους απ’ αυτούς. Και μια μέρα, όπως περπατάτε, ακούς κάτι για μια αδερφή, για μια προϊσταμένη, για κουδούνια. Και τα μάτια σου γεμίζουν αίμα και θέλεις να γαβγίσεις και να υπεραμυνθείς των δικαιωμάτων του, αλλά βλέπεις τον φίλο σου ατάραχο. Και εκείνη τη στιγμή γεννιέται ο αδερφός σου που ποτέ δεν είχες. Και λες θα είμαι εκεί για αυτόν.
Και ακούς ένα κάρο αηδιολογήματα, με αυτό το απαράμιλλο νεοντελαγκρέκο στάιλ, «και άμα γίνει τίποτα», «πρόσεχε μην», «ψάξου». Και νιώθεις ότι δεν γίνεται να αρμενίζουμε στραβά, μάλλον στραβός είναι ο γιαλός. Και μια μέρα μαθαίνεις ότι άνοιξε την ψυχή του στους δικούς του. Στα 19 (και κάτι καλοκαίρια) πήρε απόφαση να πατήσει το πόδι του δυνατά κάτω στη γη και να πει το αυτονόητο, ότι μπορεί να αγαπήσει και αυτός. Και δεν το δέχονται έτσι απλά. Και θέλεις να πας, σαν το φτωχό κουτσαβάκι, ξάδερφο του Βολταίρου, με το φαναράκι σου να ξεκινήσεις ένα δεύτερο Διαφωτισμό. Αλλά το μόνο που βλέπεις από μεριά του είναι δάκρυα και δύναμη. Και πάλι θέλεις να τον προστατέψεις, αλλά δεν σε αφήνει.
Και περνάει ο καιρός, και αρχίζεις και τον συνηθίζεις. Και συνειδητοποιείς τελικά ότι δεν αγαπάμε το φύλο, αλλά τον άνθρωπο. Και σε βοηθάει στα μικρά και στα μεγάλα, και προσπαθείς να του το επιστρέψεις ποικιλοτρόπως. Και είναι πάντα εκεί γύρω, με το χαμόγελο, που μόνο χαμόγελο δεν είναι μερικές φορές, να σε οπλίσει και να σου δώσει κουράγιο για τα δικά σου. Και χαίρεσαι που έχεις δίπλα σου έναν τέτοιον άνθρωπο, που παντρεύει τόσο αρμονικά σκέψεις και ιδέες από δυο κόσμους, που τόσα χρόνια επί ματαίω πολεμούν. Και κάνετε πλάκα, και σε φωνάζει γκέι και τον φωνάζεις στρέιτ. Και αρχίζουν αυτές οι δυο λέξεις και μουδιάζουν, σαν τόσο καιρό να κοιμήθηκες πάνω τους, που ξαφνικά δεν τις νιώθεις. Και τον ρωτάς να μάθεις πώς είναι ο άλλος κόσμος, η γη της ακολασίας κατά τις γονικές γραφές. Και δεν πολυκαταλαβαίνεις το κόνσεπτ, αλλά το αντιπαρέρχεσαι και το αντισταθμίζεις με την αλήθεια του φίλου σου.
Και μια μέρα σου λέει φεύγω μαν. Και λες τι έγινε, γιατί; Και καταλαβαίνεις ότι νιώθει πως δεν γίνεται να ζει κάπου που δεν μπορεί να κρατάει το χέρι του ανθρώπου που αγαπά. Το τόσο απλό, το τόσο χαζό και καθημερινό είναι ο λόγος που εκπατρίζει τον αδερφό σου από τον τόπο του. Και καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα δεν είναι αυτονόητα. Ότι το πιο απλό χάδι, το πιο ήρεμο βλέμμα, το πιο απαλό φιλί φαίνεται λάθος εκεί έξω, σε εμάς τους «κανονικούς», τους ίσιους. Και λες, δεν γίνεται να χάνω τον αδερφό μου γιατί κάποιοι δεν αντέχουν να δουν ότι οι άνθρωποι αγαπιούνται. Και πάλι εξαγριώνεσαι, και πάλι θέλεις να αντιδράσεις. Και πάλι βλέπεις την ίδια σιγουριά και την ίδια αμφιβολία στα μάτια του αδερφού σου.
Και ο πόλεμος μαίνεται εκεί έξω και ξαφνικά αρχίζεις και βλέπεις τα πτώματα γύρω σου. Τα διακρίνεις στα βλέμματα που κοιτούν χαμηλά, στις αγκαλιές που δεν ολοκληρώνονται, στα μικρά φράγματα που στήνονται υπέρ της αποφυγής παρεξηγήσεων και της διατήρησης της ισορροπίας. Και θέλεις να φωνάξεις και να πεις «Μα τι έχετε στις καρδιές σας;» Και πάλι θυμάσαι το χαμόγελο του αδερφού σου, που ξέρει τον σταυρό που του δώσανε να κουβαλάει. Και θέλεις πάλι κάτι να πεις, κάτι να κάνεις, αλλά πραγματικά δεν ξέρεις πώς. Το μόνο που ξέρεις είναι ότι του χρωστάς. Του χρωστάς λίγο αίμα, λίγη ψυχή και μια θέση δίπλα σου.