O Γιοακίν Φίνιξ δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας ως Joker (Business Insider).

Aυτή η φράση του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο διήγημα «Μαύρη Γάτα» κι όχι άλλη: «Η μανία ενός δαίμονα με κατέκτησε αμέσως. Δεν γνώριζα πλέον τον εαυτό μου». Η απανθρωποποίηση, η εξουδετέρωση κάθε έννοιας κοινωνικής σύμπλευσης, η ρημαγμένη ανάγκη να υπάρξεις -έστω μια στιγμή- διά του αφανισμού των άλλων. Τι άλλο μένει από το κατρακύλισμα στην επικράτεια του τυφλού ενστίκτου;

Αυτό που γεννάει τη βία του ενός είναι η αδιαφορία των πολλών και αν υπάρχει ένα κεντρικό μότο στην ταινία του Τοντ Φίλιπς είναι η ατάκα που λέει ο Γιοακίν Φίνιξ, ως άλλος Joker, «δεν ήξερα πως υπάρχω». Παρίας από γεννησιμιού του, τραυματισμένος ψυχικά σε καίριο βαθμό, αναγάπητος, κλεισμένος στην κλειστοφοβική βιωτή του, με μόνη συντροφιά την άρρωστη μάνα του και τα όνειρα να γίνει κάποια στιγμή ονομαστός κωμικός, ο Joker, παραμένει ένας άσημος και ρημαγμένος Άρθουρ Φλεκ.

Η μάνα του θυμάται πως μικρός πάντα γελούσε και του έλεγε πως γεννήθηκε για να κάνει και τους άλλους να χαίρονται. Μόνο που το γέλιο του είναι ο ορισμός του κλαυθμού, του πληγωμένου βρυχηθμού ενός θηρίου που παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, είναι ένα γέλιο-κλάμα, μια σαρκωμένη αγωνία. Το γέλιο του Φλεκ είναι πάθηση. Πάσχει από τον χλευασμό του γέλιου του.

To γέλιο-κλάμα (Warner Bros).

Θα μπορούσε, άραγε, αυτή η ακουστική ασυμμετρία να τον μετατρέψει σε τιμωρό; Υπό συνθήκες ναι, και οι συνθήκες για τον Φλεκ είναι σαν πυρά που παίρνει μπρος σιγά-σιγά, αλλά επικίνδυνα ύπουλα. Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι μια σταδιακή κατάδυση στην άβυσσο ενός τραυματισμένου εγώ. Ο Φλεκ είναι ένας μεροκαματιάρης κλόουν, μια λερή εκδοχή αυτού που φαντάζεται ως μεγαλείο. Υφίσταται ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, δέχεται επιθέσεις στο δρόμο από αλητάκια της πόλης (Γκόθαμ Σίτι, για να μην το ξεχνάμε). Βαθμηδόν γίνεται ένας αποσυνάγωγος. Οχι μόνο στα μάτια του κοινωνικού συνόλου που δεν τον αποδέχεται, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι ένας ξένος.

O Joker του Φίλιπς δεν είναι ένας ήρωας καρτούν, καίτοι γεννήθηκε στο χώρο των κόμικ. Είναι ένας μηδενιστής από ανάγκη και από την μοίρα.

Έχοντας χρόνια ψυχασθένεια (ακολουθεί θεραπευτική αγωγή που περιλαμβάνει επτά διαφορετικά χάπια) και με τη βοήθεια ενός ειδικού που επισκέπτεται για συνεδρίες, προσπαθεί να καταπολεμήσει το αναπόδραστο της εντελούς πτώσης του. Το μόνο που κάνει είναι να παγώνει για λίγο το χρόνο της απομάκρυνσής του από κάθε τι ανθρώπινο. Όταν θα βρεθεί με ένα πιστόλι στο χέρι, αυτό θα είναι το προανάκρουσμα του παροξυσμού του. Αίφνης, θα πάψει να είναι έγκλειστος στην ασημαντότητά του και θα μετατραπεί σε κάτι υπαρκτό. Σκοτεινό μεν, αλλά υπαρκτό. Και εν πολλοίς, δημιουργημένο μέσα στο μυαλό του. Ο Φλεκ ζει μια παράλληλη ζωή. Αυτή που βιώνει καθημερινότητα με όλα τα χρώματα της σκληρότητάς του και η άλλη που είναι πασπαλισμένη με αποδοχή και μεγαλείο.

Όπως πολύ σωστά έχει πει και ο Τσέχοφ, αν εμφανίσεις ένα όπλο στην πρώτη σκηνή ενός έργου, αυτό το όπλο πρέπει να πυροβολήσει στην τρίτη σκηνή. Ο Φλεκ το κάνει και δεν αισθάνεται πλέον κανέναν εσωτερικό νυγμό. Αντιθέτως: ο κτηνώδης εαυτός του, σε αντίθεση με την προηγούμενη εκδοχή του, υπάρχει διαλάμποντας.

Ο Joker του Φίλιπς δεν είναι ένας ήρωας καρτούν, καίτοι γεννήθηκε στο χώρο των κόμικ. Είναι ένας μηδενιστής από ανάγκη και από την μοίρα. Δεν θα βρείτε συσχετίσεις με τον παιγνιώδη Joker του Τζακ Νίκολσον, ούτε και με τη ρηχή εκδοχή του Τζάρετ Λέτο. Ο δικός του ξεπερνάει ακόμη και τη σκοτεινιά του Χιθ Λέτζερ που είναι ο πρώτος που μας δείχνει ορθά κοφτά τη διαταραχή του ήρωα.

Τα πάντα ορίζονται, καθαρογράφονται και υποδηλώνονται στη δική του ταινία από έναν ηθοποιό-φαινόμενο: τον Γιοακίν Φίνιξ. Η ερμηνεία του αγγίζει τα όρια του υποκριτικού θαύματος. Οστεώδης (λέγεται πως έχασε πολλά κιλά για να παίξει το ρόλο), μονομανιακός, νευρώδης, εσωτερικά βάναυσος, ο Joker του Φίνιξ είναι ένα φρούριο καταπιεσμένου φόβου και οδύνης. Μόλις ανοίξει την πόρτα της φυλακής του τότε θα ξεχυθεί η καρδιά του σκότους.

O χορός του Joker έχει τον ρυθμό μιας κόμπρας (LA Times).

Ο Φίνιξ θυμίζει τον Ταξιτζή του ΝτεΝίρο (παίζει άλλωστε κι αυτός στην ταινία), θυμίζει τον Τσάρλι Μάρλοου του Κόνραντ (στην Καρδιά του Σκότους), εντέλει, φέρνει στο νου τη συνθήκη ενός ανθρώπου που βρίσκεται μόνος εναντίον όλων και εξεγείρεται για να υπάρξει ως ξεχωριστή οντότητα. Να βροντοφωνάξει την ύπαρξή του. Ο Φίνιξ έχει το σωματικό προνόμιο να μπορεί να κάνει χορευτικές κινήσεις που μοιάζουν με τον υπνωτισμό της κόμπρας. Εχει τη φυσιογνωμία που σε προδιαθέτει για όλα τα σκοτεινά που κρύβουμε μέσα μας. Διαθέτει το βλέμμα του σαλού – ένα τραχύ μπουμπουνητό πριν ξεσπάσει η σφοδρή καταιγίδα. Πραγματικά, αν δεν πάρει το Οσκαρ μ’ αυτή την ερμηνεία, μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τις σκέψεις μας γι’ αυτά τα βραβεία.

Υπάρχει αλόγιστη βία στην ταινία; Ο Φίλιπς έχει κατηγορηθεί γι’ αυτό και σε πολλές χώρες έχει απαγορευτεί η προβολή της. Υπάρχει, σίγουρα, άλογη βία, καθώς προέρχεται και εκπονείται από ένα ταραγμένο μυαλό που φετιχοποιεί αυτή τη δράση για να γίνει ήρωας και αποδεκτός από τους άλλους. Αν το πρώτο μέρος της ταινίας έχει έντονη ευρωπαϊκή ματιά (τα κυαροσκούρα της φωτογραφίας, ο αργός ρυθμός, η εσωτερικότητα της αφήγησης), το δεύτερο, όντως, γίνεται Χόλιγουντ. Η ταινία τρέχει, αποκτάει τέμπο δράσης, η βία παίρνει τα πάνω της, οι ατάκες είναι περισσότερο προφανείς. Αυτό που την σώζει από το να γίνει ένα ακόμη κινηματογραφικό μανιφέστο του Χόλιγουντ είναι ο Φίνιξ. Τα μάτια σου δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από την αφύσικη θωριά του. Ολες οι σκιές τον τραβούν, γίνεται ο μαγνήτης μιας πτώσης στην κόλαση του εγώ.

Η ταινία ολοκληρώνεται σε ένα λευκό τοπίο. Λευκό που πονάει και σε βυθίζει σε ένα σαρωτικό αίσθημα πνιγμού.

Αυτός ο Joker είναι των καιρών μας. Δεν χωράει αμφιβολία. Είναι ένας μηδενιστής, ένας τρεμουλιαστός λυγμός που όλοι κρύβουμε. Οι ταραχές στους δρόμους της Γκόθαμ Σίτι φέρνουν στο νου τις εχθροπραξίες στις πρωτεύουσες του κόσμου όπου οι «μπαχαλάκηδες» βγαίνουν στις ρούγες διεκδικώντας το μερτικό που τους αναλογεί στη βία. Ελαβαν βία και έδωσαν βία. Σαν τον μοριακό πόλεμο του Χανς Μάγκνους Έντσεσμπεργκερ που δεν τελειώνει ποτέ γιατί δεν κηρύχθηκε ουδέποτε επισήμως.

Η ταινία ολοκληρώνεται σε ένα λευκό τοπίο. Λευκό που πονάει και σε βυθίζει σε ένα σαρωτικό αίσθημα πνιγμού. Ο Joker αποχωρεί χορεύοντας. Είναι ο χορός του σαμάνου μιας άγνωστης φυλής. Το μέταλλο της βίας μόλις έχει λάμψει.

 

Διαβάστε ακόμα: 20 χρόνια Μάτια Ερμητικά Κλειστά: «Let’s fuck», αλλά διαφορετικά.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top