Η Πατρίτσια Χάισμιθ εμπνεύστηκε τον Τομ Ρίπλεϊ σε ένα ταξίδι της στην Ευρώπη το 1950. (Φωτογραφία: Gérard Rondeau—Agence VU/Redux)

«Είδα έναν μοναχικό άντρα στην παραλία, με σορτς και σαντάλια, που περπατούσε κοιτώντας κάτω, σκεφτικός και μάλλον ανήσυχος. Και γιατί ήταν μόνος του; Δεν έμοιαζε με τον αθλητικό τύπο που θα βουτούσε στην κρύα θάλασσα, νωρίς το πρωί. Είχε τσακωθεί με κάποιον; Τι είχε στο μυαλό του; Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Δεν σημείωσα τίποτα στο ημερολόγιό μου. Τι θα μπορούσα να γράψω; Έμοιαζε με κάποιον από τους χιλιάδες άλλους Αμερικανούς τουρίστες που ταξίδευαν στην Ευρώπη εκείνο το καλοκαίρι».

Όμως αυτός ο μοναχικός άντρας που κοιτούσε η Πατρίτσια Χάισμιθ από το παράθυρο του ξενοδοχείου της, του Miramare, στο Ποζιτάνο, ενέπνευσε τον αδίστακτο αμοραλιστή Τομ Ρίπλεϊ. Μία φιγούρα που, όπως ισχυρίζονται οι μελετητές των ημερολογίων της Χάισμιθ που φτάνουν τις 8.000 σελίδες, αποτελεί το alter ego της συγγραφέως. Άλλωστε η ίδια σημείωνε στα ημερολόγια της πως «κανένα άλλο βιβλίο μου δεν γράφτηκε τόσο εύκολα, συχνά είχα την εντύπωση ότι την ιστορία την έγραφε ο Ρίπλεϊ και εγώ απλά την δαχτυλογραφούσα στην γραφομηχανή. Και καθώς βυθιζόμουν όλο και πιό βαθιά στον χαρακτήρα του Ρίπλεϊ, η γραφή μου απέκτησε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και πραγματικά το διασκέδαζα».

Η Χάισμιθ απεχθάνονταν τους εγκληματίες της εποχής της, τους αποκαλούσε «ηλίθιους». Και ο «δικός» της ο Ρίπλεϊ διέφερε από αυτούς τους ερασιτέχνες.

Ο Ματ Ντέιμον υποδύθηκε τον Τομ Ρίπλεϊ, που δημιούργησε η Πατρίτσια Χάισμιθ, στην ταινία «Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» του 1999.

Ποια όμως ήταν η σύνδεση της Χάισμιθ με τον ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ; Η Χάισμιθ καταγόταν από μία ξεπεσμένη οικογένεια της αριστοκρατίας του αμερικάνικου Νότου. Συχνά επαίρονταν ότι ο προπάππους της είχε 110 μαύρους σκλάβους «που δεν περνούσαν και πολύ καλά». Σπούδασε στο κολέγιο Barnard, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και άρχισε να γράφει ψυχολογικά θρίλερ. «Γράφω καλά μυθιστορήματα αγωνίας» σημείωνε κάπου το 1942. «Ίσως γιατί με ελκύει το έγκλημα, η χαμέρπεια, η νοσηρότητα».

Και το απέδειξε, λίγα χρόνια μετά το 1951, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της «Strangers on a Train» που ο Άλφρεντ Χίτσκοκ αγόρασε τα δικαιώματα και γύρισε την ταινία που έγινε κλασική. Έτσι έγινε η «ατσαλένια βελόνα» όπως αυτοχαρακτηριζόταν και εισέβαλλε στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής της, πίνοντας μαρτίνι παρέα με τον Τρούμαν Καπότε και τον Τένεσι Ουίλιαμς. Ήθελε να ζει σε αυτόν τον κόσμο της ευμάρειας και της μόρφωσης, πάντα όμως ένιωθε αποσυναγωγός. Προσπαθούσε να κρύψει την έλξη της για τις γυναίκες, έκανε μάλιστα και ψυχοθεραπεία για να απαλλαγεί από την ομοφυλοφιλία της, αλλά παράλληλα φέρονταν σαν αρπακτικό, έχοντας πολλές ερωμένες σε παράλληλες σχέσεις.

Ο Ρίπλεϊ γεννήθηκε σε ένα ταξίδι της στην Ευρώπη το 1950, όπου την συνόδευε μία Αγγλίδα γιατρός, η Κάθριν Χάμιλ Κοέν. Μαζί εξερεύνησαν την Ρώμη και ύστερα πέρασαν μερικές μέρες στο Ποζιτάνο, όπου η Χάισμιθ παρατήρησε τον νεαρό Αμερικανό στην έρημη παραλία που θα γινόταν ταυτόχρονα το μοντέλο και για τον Τομ Ρίπλεϊ και για τον Ντίκι Γκρίνλιφ, τον πλούσιο Αμερικανό που έγινε θύμα του.

Ο Άντριου Σκοτ υποδύεται τον Τομ Ρίπλεϊ στη σειρά «Ripley» του Netflix.

Η τελική όμως πινελιά μπήκε όταν η Χάισμιθ παρατήρησε μία αλλόκοτη ιστορία στην εφημερίδα Herald Tribune. Ένας τύπος που είχε καταδικαστεί για απάτη βρήκε σε κάποιο σοκάκι έναν άστεγο που είχε πεθάνει από το κρύο. Οπότε έβαλε στα ρούχα του νεκρού την ταυτότητα του. Η σωρός του άστεγου, θεωρήθηκε ως αυτήν του απατεώνα. Η δίωξη έπαψε, αλλά μετά τη κηδεία ο «νεκρός» αποφάσισε να το γιορτάσει σε ένα μπαρ, όπου αναγνωρίστηκε και συνελήφθει. Η Χάισμιθ είχε βρεί την ιστορία της ώστε να «πάρει το έγκλημα από τα ομιχλώδη στενά και να το βάλει στην τραπεζαρία».

Η Χάισμιθ απεχθάνονταν τους εγκληματίες της εποχής της, τους αποκαλούσε «ηλίθιους». Όπως έγραφε οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από ειδήσεις όπου έφηβοι κουβαλούσαν τα ψώνια κάποιας ηλικιώμένης κυρίας στο σπίτι της. Και όταν αυτήν τους προσκαλούσε για να τους προσφέρει ένα αναψυκτικό την χτυπούσαν και την λήστευαν. Φυσικά συλλαμβάνονταν τις επόμενες ώρες.

Αν πιστέψουμε τα ημερολόγια της, η Χάισμιθ υπήρξε το ίδιο κυνική και μισάνθρωπος με τον πιο διαβόητο ήρωα της και το ίδιο αντιφατική

Ο Ρίπλεϊ είναι πολύ διαφορετικός από αυτούς τους ερασιτέχνες. Έχει περάσει, σαν την Χάισμιθ μία δύσκολη παιδική ηλικία και διαθέτει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είναι μικροαπατεώνας αλλά φιλόδοξος και αμοραλιστής. Ταυτόχρονα -όπως η Χάισμιθ- λατρεύει την πολυτελή ζωή και ότι προσφέρει αυτήν, τα ταξίδια, τα έργα τέχνης, το ακριβά κρασιά, τα γκουρμέ πιάτα. Και όταν ο πάμπλουτος Γκρίνλιφ, ιδιοκτήτης μίας ναυπηγικής εταιρείας, τον στέλνει στην Ιταλία να πείσει το άσωτο γιο του να γυρίσει στις ΗΠΑ, αρπάζει την ευκαιρία ώστε να ζήσει λίγο την ζωή του αμερικανού μποέμ που περιπλανιέται στην Ευρώπη. Είναι ντροπαλός, ανασφαλής, ελάχιστα γοητευτικός αλλά αποφασισμένος να τα καταφέρει. Αυτά τα χαρακτηριστικά του ταιριάζουν απόλυτα με την συγγραφέα που τον έπλασε στην φαντασία της.

Ο Γκρίνλιφ, το θύμα του, είναι σαγηνευτικός στην αρχή. Καθώς όμως η πλοκή εξελίσσεται αποκαλύπτεται ότι είναι ένας ακόμα από τους δεκάδες αμερικανούς κηφήνες που εγκαταστάθηκαν στην ηλιόλιουστη Ιταλία και αντιγράφουν τις συνήθειες των μποέμ καλλιτεχνών του Μεσοπολέμου. Όταν το αντιλαμβάνεται ο Ρίπλεϊ απλά τον σκοτώνει και προσπαθεί να πάρει την θέση του, επιστρατεύοντας το ταλέντο του στην εξαπάτηση. Η Χάισμιθ δεν έφτασε ποτέ στο φόνο, αλλά πολύ συχνά απογοητεύονταν οικτρά από τις ερωμένες της που φάνταζαν λαμπερές και καλλιεργημένες αλλά τελικά δεν ήταν παρά πληκτικά, καλομαθημένα πλουσιοκόριτσα.

Ματ Ντέιμον, Τζουντ Λο και Γκουίνεθ Πάλτροου, αποτέλεσαν ένα εντυπωσιακό τρίο στην ταινία «Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» του 1999.

Όσο για το ταλέντο στη χειραγώγηση, με τον ίδιο τρόπο που ο Ρίπλεϊ χειραγωγεί τους γύρω του, η Χάισμιθ χειραγωγεί τον αναγνώστη των περιπετειών του. Καταφέρνει με την γραφή της να μετατρέψει τον άπληστο δολοφόνο σε μία γοητευτική φιγούρα που κερδίζει με το θράσος του, την επιμονή του και την έλλειψη ηθικών φραγμών, τον τρόπο ζωής που ονειρευόταν στο υπόγειο του, στη Νέα Υόρκη.

Αν πιστέψουμε τα ημερολόγια της, η Χάισμιθ υπήρξε το ίδιο κυνική και μισάνθρωπος με τον πιο διαβόητο ήρωα της και το ίδιο αντιφατική. Ήταν ρατσίστρια καθώς περιφρονούσε τους μαύρους και τους ισπανόφωνους, όχι για το χρώμα του δερματός τους αλλά γιατί δεν προσπαθούσαν αρκετά να ανέβουν την κοινωνική κλίμακα. Θαύμαζε την Θάτσερ καθώς πίστευε, όπως η Βρετανή Πρωθυπουργός, ότι δεν υπάρχει κοινωνία μόνο άτομα. Αντιπαθούσε τους πλούσιους αλλά όταν απέκτησε χρήματα ντύνονταν συνήθως με κοστούμια από τους Brooks Brothers.

Κάπως έτσι ο χαρακτήρας του Ρίπλεϊ δεν της ήταν καθόλου ξένος. Πριν γράψει το πιο διάσημο μυθιστόρημα της είχε μελετήσει το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, τη «Δίκη» του Κάφκα και τον «Ξένο» του Καμί. Και είχε αναρωτηθεί: «Από που προκύπτει η έννοια της ενοχής; Με απασχολεί πως κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι, κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις μπορούν να διαπράξουν ένα έγκλημα χωρίς να τους απασχολούν οι ενοχές». Και το απέδειξε με την γέννηση του Ρίπλεϊ που όπως έγραφε «συμβολίζει την απαράμιλλη επικράτηση του Κακού απέναντι στο Καλό».

//Το μυθιστόρημα «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» όπως και όλα τα υπόλοιπα μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή τον επιτήδειο τυχοδιώκτη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη.

 

Διαβάστε ακόμα: Γκάι Ρίτσι – Που είχε χαθεί τόσα χρόνια αυτός ο gentleman με το αλήτικο ύφος;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top