«Με τον Βαμβακάρη ασχολήθηκα από την επομένη του θανάτου του», λέει ο Μάνος Ελευθερίου.

«Με τον Βαμβακάρη ασχολήθηκα από την επομένη του θανάτου του», λέει ο Μάνος Ελευθερίου.

Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη ζωή του Μάρκου στη Σύρα, από τη στιγμή της γέννησής του, το 1905, έως τα 15 του, που έφυγε από το νησί;

Με τον Βαμβακάρη ασχολήθηκα από την επομένη του θανάτου του, μαζεύοντας όσα γράφτηκαν στις εφημερίδες. Λίγο μετά διάβασα την «Αυτοβιογραφία» του. Εκεί μιλάει για τον γενέθλιο τόπο του, τη Σύρα, που είναι και δικός μου. Έτσι σιγά σιγά άρχισα να μαζεύω υλικό γι’ αυτά τα πρώτα χρόνια του, και εννοώ για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του νησιού και ιδιαιτέρως της Ερμούπολης. Πολλά απ’ αυτά τα κείμενα πέρασαν στο μεταξύ σε άλλα βιβλία μου για την πατρίδα μου. Την κατάλληλη στιγμή απομονώθηκαν κάμποσα και δέσανε με τη ζωή του Μάρκου, ο οποίος τα ζούσε τότε αυτά τα γεγονότα.

Δίνετε μεγάλη έμφαση στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της τότε συριανής κοινωνίας.
Η ατμόσφαιρα ήταν η ίδια που ανέπνεε ο Βαμβακάρης. Και τα περισσότερα πρόσωπα πρέπει να τα γνώριζε τουλάχιστον εξ όψεως. Ο τόπος ήταν μικρός.

Πρόκειται για ένα βιβλίο-ποταμό, 410 σελίδων. Μοιάζει καρπός πολλών ετών έρευνας και εργασίας…
9815_501Ουσιαστικά πρόκειται για μια συλλογή κειμένων και πληροφοριών που κράτησε σαράντα χρόνια (σ.σ.: ανάμεσά τους, περιγραφές εφημερίδων για χορούς, αστυνομικές διατάξεις, δικαστικά έγγραφα, σπάνιες φωτογραφίες και ντοκουμέντα, όπως η ληξιαρχική πράξη γέννησης του Μ.Β. κλπ). Ό,τι έγραψα εγώ και ανέπτυξα βασίζεται πάνω σε όσα είπε για τη Σύρα ο Μάρκος στην «Αυτοβιογραφία» του.

Από τρυφερή ηλικία γνώρισε όχι μόνο την παιδική εργασία (ως βαφέας σε κλωστήριο* και ως εφημεριδοπώλης**), αλλά και τη φυλακή, όπου ακολούθησε τη μητέρα του, για 15 μέρες, όταν εκείνη συνελήφθη για λαθρεμπορία τσιγαροχάρτων.***
Η τυραννική παιδική εργασία δεν ήταν αποκλειστικότητα των βιομηχάνων της Σύρας: όπου υπήρχε λιμάνι και βιομηχανία (ας πούμε Βόλος και Πάτρα) τα ίδια γίνονταν. Όσο για τη μεταφορά λαθραίων από τη μητέρα του, ήταν ανάγκη της φτώχειας που έδερνε την εργατική τάξη. «Άρτος και κρόμμυον» ήταν το φαγητό τους.****

Πόσο αυτά τα 15 πρώτα χρόνια της ζωής του πότισαν την ψυχή του Μάρκου και αργότερα έγιναν μουσική, στίχος, τραγούδι;
Δεν μπόρεσα να εντοπίσω στους στίχους του τα εφιαλτικά παιδικά του χρόνια. Ίσως τα έκρυψε στη μουσική του και, φυσικά, είναι αδύνατο να τα βρει κανείς.

eleftheriou

Ο Μάνος Ελευθερίου.

Στα αποσπάσματα από την «Αυτοβιογραφία» του, που παραθέτετε στο βιβλίο, διαπιστώνετε μια «έξοχη λαλιά», μια «εξαίσια δημοτική γλώσσα»…
Είναι η «λαϊκή λαλιά» που μ’ αρέσει ιδιαίτερα. Κανένα στολίδι, κανένα επίθετο. Μάθημα για τους πεζογράφους και τους ποιητές. Δυστυχώς, και σ’ αυτό, δεν στάθηκα καλός μαθητής παρ’ όλο το θαυμασμό και την αγάπη μου.

Τι είναι, τελικά, για τον Μάνο Ελευθερίου ο Μάρκος Βαμβακάρης;
Είναι αυτό που χάρισε στον τόπο μας, χωρίς να το επιδιώξει και, κυρίως, χωρίς να το ξέρει. Βέβαια, γνώριζε την αξία του, στο τέλος πια, αλλά τα δώρα του ήταν δοσμένα πολλά χρόνια πριν.

 

* «Έφτασε και το 1912. Τότε επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη [ο Βαμβακάρης 7 χρόνων, που σημαίνει ότι σταμάτησε το σχολείο]. Με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σ’ ένα κλωστήριο, του Δεληγιάννη [το σωστό: Κ. Δηλιγιάννης & Χ. Μουχτόπουλος]. Άρχισε η δουλειά μου στο βαφείο του κλωστηρίου κι εγώ έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρισήμισι δραχμές την ημέρα κι εγώ τρισήμισι δραχμές τη βδομάδα».
(Κεφάλαιο «Η μητέρα στο κλωστήριο», σελ. 172).

** «Μαζί με μένα ήταν περίπου τριάντα παιδιά ακόμη, που όλα πουλούσαν σαν κι εμένα εφημερίδες… Τα περισσότερα παιδιά ήταν αμφιβόλου διαγωγής. Εγώ δεν έδινα καμιά σημασία στα όσα έλεγε η μητέρα μου, διότι άρχισε να με τραβά η ζωή αυτή, που όπως απεδείχθη αργότερα ήμουν προορισμένος γι’ αυτήν. Άρχισα να γνωρίζω από κοντά τη ζωή του αλήτη, τον υπόκοσμο, την ατιμία, τη χαρτοπαιξία και όλα τα κακά της μοίρας. Γνώρισα από κοντά όλα τα παρακλάδια του υποκόσμου, άρχισε να ποτίζει κι εμένα το μικρόβιο της αλήτικης ζωής».
(Κεφάλαιο «Ανήλικοι θαμώνες καφενείων, χαρτοπαίκτες και επαιτεία», σελ. 303).

*** «Τότες οργίαζε το λαθρεμπόριο. Ο θείος μου, ο μπακάλης, έκανε κι αυτός λαθρεμπόριο ζάχαρης και τσιγαρόχαρτου. Ο πατέρας μου βοηθούσε τον κουνιάδο του, μα και η μητέρα μου βοηθούσε. Εζωνότανε σαν μπλάστρι τη ζάχαρη και το τσιγαρόχαρτο και το κουβαλούσε στην αγορά, στον Πέτσα τον μπακάλη. Από τις πολλές φορές ένας υπενωματάρχης, ο Κιράνης, την έπιασε. Μας κουβαλήσανε τότες στο κρατητήριο… Δεχτήκαμε και πήγαμε και φυλακή κι εμείς τα μωρά μαζί με τη μάνα μας, δεκαπέντε μέρες».
(Κεφάλαιο «Αποκλεισμός, λαθρεμπόριο και αποκρύψεις τροφίμων», σελ. 237).

**** «Τότε, το 1912, πριν τελειώσω την τετάρτη τάξη, πήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και άφησα το σχολειό για να πάω με τη μάνα [μου] στη δουλειά». Ήταν τότε επτά χρόνων. «Έστω κι ένα δίφραγκο την εβδομάδα ήτανε μεγάλη δουλειά. Είχε το ψωμί τότες 35 λεπτά η οκά. Έδινες 65, 70 λεπτά κι έπαιρνες ένα διπλό ψωμί, διπλό, δυο οκάδες. Ήταν φτηνά ψωμιά, στρογγυλά, κουλούρες, φραντζόλες, άσπρο ψωμί χάσικο, φτηνό ψωμί, καλό ψωμί. Όταν αρχίνησε και γινότανε πιο ακριβή η ζωή, τότες αρχίσανε και βγάλανε το μαύρο το ψωμί…».
(Κεφάλαιο «Το ψωμί ψωμάκι», σελ. 227).

 

//Οι παραπομπές με αστερίσκους, που προηγούνται, είναι αποσπάσματα από την «Αυτοβιογραφία» του Μάρκου Βαμβακάρη, που παρατίθενται στο «Μαύρα Μάτια– Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920», εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top