«Τώρα αποκοιμήθηκες σ’ ένα βαθύ χαμόγελο, γνωρίζοντας/ πως οι νεκροί δε γερνούν πια, δεν διαψεύδονται κι ούτε πεθαίνουν».

Γιάννης Ρίτσος, «Στον αδελφό μου Τάσο Λειβαδίτη»

 

Από καιρό τους περίμενες με δέος. Και ήρθαν.
Ήρθαν οι νεκροί σου και σε πήραν
μες στο νυχτερινό ψιλόβροχο. Στάθηκες λίγο
με βρεγμένα μαλλιά, με βρεγμένο σακάκι
κάτω απ’ το φανοστάτη της πλατείας Μεταξουργείου
ακούγοντας απ’ τις ταβέρνες τις φωνές των μεθυσμένων,
και τα παλιά λαϊκά τραγούδια που ’χες αγαπήσει,
και πιο μακριά τα επαναστατικά συνθήματα των απεργών οικοδόμων,
ήσυχος επιτέλους, ολότελα κρυμμένος
στη σκιά της μεγάλης εκείνης σημαίας
που ’χε υψώσει αλαλάζοντας ο λαός. Τώρα
αποκοιμήθηκες σ’ ένα βαθύ χαμόγελο, γνωρίζοντας
πως οι νεκροί δε γερνούν πια, δεν διαψεύδονται κι ούτε πεθαίνουν.
Όμως την πίκρα τη δική μας ποιος θα τη λογαριάσει
έτσι που μείναμε έρημοι μπροστά στην πιο κλεισμένη πόρτα;

                                                                                           Αθήνα, 30 Χ – 9 ΧΙ. 89

 

(Από το αφιέρωμα του περιοδικού «Η Λέξη» στον Τάσο Λειβαδίτη, Νοέμβρης – Δεκέμβρης ’95, ειδικό τεύχος 130)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Ήθελα να σου τα πω όλα αυτά».

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top