aris_s1

«Κάθε καλοκαίρι κατεβαίνω στο Ηράκλειο για μια βδομάδα. Η πόλη μου με περιμένει – καθώς κι ο τάφος της μάνας μου στο παλιό κοιμητήρι».

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το πατρικό μου βρίσκεται εντός των τειχών, κάτω από τη σκιά του τάφου του Καζαντζάκη. Έπαιξα με τα παιδιά της ηλικίας μου σε δρόμους που μόλις στρώνονταν με άσφαλτο. Ίσκιο δεν είχαμε από δέντρα, μα από τα δίπατα νεοκλασικά. Αηδόνια δεν ακούσαμε, ούτε κοκόρια μας ξυπνούσαν το πρωί (γι’ αυτό το τελευταίο δεν παίρνω όρκο). Ωστόσο, οι άνθρωποι στις γειτονιές ήταν ζεστοί κι αντάμωναν τα βράδια στα κατώφλια τους ν’ ανταλλάξουν ιστορίες με φαντάσματα.

Κάποια μεσημέρια ακουγόταν μια φωνή να διαλαλεί βραχνιασμένα «Αχινοί!» κι ήταν ένας γέρος με ποδήλατο που είχε ένα κοφίνι στη σχάρα απ’ όπου έβγαζε και άνοιγε μ’ ένα μυτερό μαχαίρι τα αγκαθωτά τούτα εδέσματα με την πορτοκαλιά σάρκα. Στα ψυγεία μας βάζαμε κολώνες πάγου.

Οι κυριακάτικες εκδρομές στα χωριά με το οικογενειακό Φίατ μονάχα απαρέσκεια μου προκαλούσαν. Δεν άντεχα τη σκόνη και το χώμα του χωριού, ούτε τις τρύπες στη γη του ετοιμόρροπου καμπινέ που έπαιζαν το ρόλο τουαλέτας, μηδέ τα γρυλίσματα των χοίρων στη λάσπη, ουδέ την αναίδεια των πουλερικών που σουλατσάριζαν ανερυθρίαστα πάνω σε τραπέζια και κρεβάτια. Το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε φτάσει ακόμα στην κρητική ύπαιθρο κι έχω για πάντα στη μνήμη μου τη μυρωδιά του λυχναριού και το λαμπρό φως της ασετυλίνης. Βέβαια, όλες αυτές οι ενοχλήσεις του καλού μου γούστου ξεθώριαζαν μπρος στις νύχτες που περνούσα στο χωριό του πατέρα μου, όταν ξαπλωμένος στη στέγη του σπιτιού με τα ξαδέρφια μου, κοιτούσαμε τα αστέρια να σπιθίζουν φαντασμαγορικά στο στερέωμα, κάνοντας όνειρα για την κατοπινή ζωή μας. Ολοένα κάποιο αστέρι θα ’πεφτε κι εμείς θα φωνάζαμε μ’ ενθουσιασμό και θα κάναμε ευχές. Κάτω από τα σκεπάσματα κρατούσα το χέρι μιας εξαδέλφης…

«Το πατρικό μου βρίσκεται κάτω από τη σκιά του τάφου του Καζαντζάκη. Οι άνθρωποι παλιά ήταν ζεστοί κι αντάμωναν τα βράδια στα κατώφλια τους ν’ ανταλλάξουν ιστορίες με φαντάσματα».

Για μπάνια καλοκαιρινά πηγαίναμε είτε μες στο λιμάνι, πλάι στον Κούλε –όμως γρήγορα η μόλυνση απομάκρυνε από εκεί τους λουομένους–, είτε στον Πόρο, δυο βήματα μακρύτερα –μα ούτε αυτή η παραλία υπάρχει πια, έγινε η επέκταση του λιμανιού που καταβρόχθισε την άμμο και τα κεφτεδάκια.

aris_s2a

«Τα φοιτητικά μου καλοκαίρια παραθέριζα στη Χερσόνησο, σ’ ένα παραθαλάσσιο σπιτάκι, διαβάζοντας την ‘’Οδύσσεια’’ του Καζαντζάκη, το ‘’Αλεξανδρινό κουαρτέτο’’ του Ντάρελ, Κάφκα, Καμύ και Ντοστογιέφσκι. Πότε πότε έριχνα καμιά βουτιά στα γαλάζια νερά», θυμάται ο Άρης Σφακιανάκης –εδώ με φόντο τη θάλασσα του οικισμού Καλοί Λιμένες, στο νομό Ηρακλείου.

Μας έμεινε το επίνειο της αρχαίας Κνωσού, η Αμνισός, κι εκεί πηγαίναμε με το λεωφορείο της γραμμής να κολυμπήσουμε πλάι στα μπανγκαλόους του Ξενία. Αρχίζανε τα πρώτα σκιρτήματα του ερωτικού οίστρου και βιαζόμαστε να γλιστρήσουμε με τα κορίτσια μας λαχανιασμένοι απ’ τον πόθο στις καμπίνες ενός παρακείμενου αναψυκτηρίου. Έχω ακόμα την αίσθηση από το νοτισμένο πάτωμα της καμπίνας, τη βαριά μυρωδιά του ελαιοχρωματισμού και την αγωνία να τελειώσουμε γρήγορα πριν αρχίσει να βαράει την πόρτα ο επόμενος.


Διαβάστε ακόμα: «Πού ’ναι ο καιρός, πουλάκι μου, / πού ’ναι ο καιρός, πουλί μου, / που σ’ έκαμα βασιλικό / και σ’ έβανα στ’ αφτί μου»


Είχε αρχίσει να φυτρώνει το μουστάκι μου όταν πέρασα στη Νομική της Αθήνας. Άκουσα το όνομά μου από το ραδιόφωνο το απόγευμα που ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα (Σεπτέμβρης μήνας ήταν τότε) κι έτρεξα ξεφωνίζοντας από χαρά στους δρόμους του Ηρακλείου μαζί με άλλους επιτυχόντες. Μια καινούργια ζωή θα άρχιζε για μένα και μαζί της μια καινούργια αγάπη, η Αθήνα.

Τα φοιτητικά μου καλοκαίρια επέστρεφα, εννοείται, στην Κρήτη. Παραθέριζα στη Χερσόνησο, σ’ ένα παραθαλάσσιο σπιτάκι διαβάζοντας την Οδύσσεια του Καζαντζάκη, το Αλεξανδρινό κουαρτέτο του Ντάρελ, Κάφκα, Καμύ και Ντοστογιέφσκι. Πότε πότε έριχνα καμιά βουτιά στα γαλάζια νερά.

«Βιαζόμαστε να γλιστρήσουμε με τα κορίτσια μας λαχανιασμένοι απ’ τον πόθο στις καμπίνες ενός αναψυκτηρίου. Έχω ακόμα την αίσθηση από το νοτισμένο πάτωμα…»

Κάποτε πέρασαν και τα χρυσά εκείνα χρόνια της φοιτητικής ζωής. Τα ανέμελα χρόνια όπου κάθε ενδεχόμενο ήταν ανοιχτό μπροστά μας κι η εντροπία της ζωής δεν μας είχε ακόμα αγγίξει με το παγερό της χέρι. Πριν δώσω το τελευταίο μάθημα για το πτυχίο, κυκλοφόρησε απ’ τον Κέδρο το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο Όταν βρέχει και φοράς παπούτσια κόλετζ. Η γιαγιά μου προσφέρθηκε να αγοράσει όλα τα αντίτυπα και να τα ρίξει στη φωτιά.

aris_s3

«Για τις δειπνοσοφιστικές μας νύχτες συναντιόμαστε με τους φίλους μου στον κήπο του “Βουρβουλάδικου”, στον Λάκκο του Ηρακλείου, εκεί που κάποτε ήταν η κακόφημη γειτονιά της πόλης, και τρώμε υπό το άγρυπνο βλέμμα της Γωγώς».

Δεν είχα προλάβει καλά καλά να τελειώσω τη στρατιωτική μου θητεία ως έφεδρος αξιωματικός του πεζικού, όταν προσλήφθηκα στο Δημόσιο ως ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας. Τούτο σήμανε και το τέλος των καλοκαιρινών μου διακοπών. Ένας ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας δικαιούται τέσσερις (4) μέρες άδειας το καλοκαίρι. Είναι, βλέπετε, εποχική δουλειά. Έπρεπε να είχα γίνει καθηγητής αν ήθελα ν’ απολαμβάνω τα καλοκαίρια μου στα ελληνικά νησιά. (Ελπίζω σε κάποια επόμενη μετενσάρκωση να πραγματώσω αυτό το όνειρο).

Με τούτα και με άλλα –για να έρθουμε στο σήμερα– κάθε καλοκαίρι κατεβαίνω στο Ηράκλειο για μια βδομάδα. Η πόλη μου με περιμένει –καθώς κι ο τάφος της μάνας μου στο παλιό κοιμητήρι. Το Μεγάλο Κάστρο, ο Χάνδακας όπως τον ήξεραν κάποτε, έχει γίνει πια μια όμορφη πόλη που χαίρομαι να την περπατάω. Γεμάτη ζωή, πύλες που αναδείχτηκαν στα τείχη, πλακοστρωμένους πεζόδρομους, το παραθαλάσσιο μέτωπο που αγναντεύει το Κρητικό πέλαγος, μικρά και κομψά ουζερί που συγκεντρώνουν το μελίσσι της νεολαίας, εστιατόρια που προσφέρουν κρητική κουζίνα, ταράτσες ξενοδοχείων με πισίνα και θέα στην πολύβουη πλατεία Ελευθερίας. Και παραστάσεις θεατρικές στο Μεγάλο και στο Μικρό Κηποθέατρο.


Διαβάστε ακόμα: Η λεβεντιά κι εκείνος που την έχει –μέσα από μια μαντινάδα


Με τους φίλους μου μαζευόμαστε τα βράδια στο καφενεδάκι «Το Σμάρι», με τις πράσινες πόρτες και την εξαιρετική μαγειρική της κυρίας Μαρίας, εκεί κοντά στην πύλη του Ιησού. Άλλοτε πάλι συναντιόμαστε για τις δειπνοσοφιστικές μας νύχτες στον κήπο του «Βουρβουλάδικου», στον Λάκκο του Ηρακλείου, εκεί που κάποτε ήταν η κακόφημη γειτονιά της πόλης, και τρώμε υπό το άγρυπνο βλέμμα της Γωγώς.

aris_s4

«Κι αν κάποιο καλοκαίρι θελήσω να απομακρυνθώ από τα στενά σοκάκια του Ηρακλείου, παίρνω το αμάξι του πατέρα μου και κατεβαίνω στη νότια Κρήτη. Εκεί μ’ αρέσει να ξαποσταίνω και να βουτώ στα βαθυγάλανα νερά».

Ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές νοσταλγώ το Ηράκλειο. Κι αν κάποτε, κάποιο καλοκαίρι, θελήσω να απομακρυνθώ από τα στενά σοκάκια του, αν μου έρθει η όρεξη για μια μικρή απόδραση (άστοχη λέξη, δεν νιώθω φυλακισμένος εκεί), παίρνω το αμάξι του πατέρα μου και κατεβαίνω στη νότια Κρήτη. Εκεί που ήταν ο παράδεισος για τον Καζαντζάκη, εκεί που πήγε πρώτη φορά την Ελένη, εκεί μ’ αρέσει να ξαποσταίνω και να βουτώ στα βαθυγάλανα νερά. Εκεί, στον αρχαίο Λεβήνα, που ήταν κάποτε ένα από τα πιο φημισμένα Ασκληπιεία του νησιού και που η ονομασία του με τον καιρό έγινε: Λέντας.

Περνάω την άγρια ομορφιά των Αστερουσίων και φτάνω στ’ ακρογιάλια του Λιβυκού πελάγους όπου καταλύω για δυο τρία βράδια στον Δισκό, μια παραλία πλάι στον Λέντα που συγκεντρώνει έναν πιο εναλλακτικό, ένα πιο Ζεν τουρισμό. Εκεί απολαμβάνω τα μπάνια μου, τα βιβλία που έχω φέρει μαζί μου και τις ψαρόσουπες από φρέσκα ψάρια. Κι όταν κάποια αφέγγαρη νύχτα, τότε που τα άστρα πλησιάζουν τη γη, ξαπλώνω μονάχος σε κάποια απόμερη αμμοθίνη, ακούω καθαρά στ’ αυτιά μου τη μουσική των ουράνιων σφαιρών και το ψιθυριστό φλοίσβισμα της θάλασσας.

Και περιμένω πάντα τη δική μου Ελένη…

//Το τελευταίο βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη, το μυθιστόρημα «Παντρεμένες», κυκλοφορεί από τις εκδ. Κέδρος.

 

Διαβάστε ακόμα: «Εγώ, ο Παρθένιος Σατανάκης»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top