Η παράσταση υπηρετήθηκε από μια εξαιρετική διανομή, στην οποία ξεχώρισαν η Τζούλια Σουγλάκου (Βρουγχίλδη), η Φωτεινή Κωστοπούλου (Λογική) και ο Γιάννης Γιαννίσης σε τριπλό ρόλο (Εκσυγχρονισμός, Γέρος, Μέτερνιχ). (Φωτογραφία: Α. Σιμόπουλος | ΕΛΣ)

Η ζωή μιμείται την τέχνη και η τέχνη προβλέπει τη ζωή. Παρακολουθώντας την ομιλία του (μεταξύ άλλων και συνθέτη όπερας) Μίκη Θεοδωράκη στο μακεδονυμικό συλλαλητήριο την Κυριακή, αναγνώρισα μια κατάσταση που είχε ήδη προβλεφθεί· συνειρμικά θυμήθηκα «Το Λυκόφως των Χρεών», παράφραση-παρωδία της όπερας «Το Λυκόφως των Θεών» του Ρίχαρντ Βάγκνερ, που παρουσιάστηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, πρώτα τον Οκτώβρη του 2017 και έπειτα τον Ιανουάριο τρέχοντος έτους, οπότε και το παρακολούθησα.

Η παράσταση αποτελεί προϊόν της ομάδας (με αλφαβητική σειρά) Χαράλαμπος Γωγιός (μουσική), Δημήτρης Δημόπουλος (κείμενο), Αλέξανδρος Ευκλείδης (σκηνοθεσία), οι οποίοι στο παρελθόν είχαν παραφράσει επιτυχώς Βέρντι (Yassou Aida, 2012, με θέμα την ελληνική κρίση) και Ροσίνι (AirRossini, Ολιγαρχική όπερα, 2014, με θέμα την παγκοσμιοποίηση, το διαδίκτυο, την πλανητική οικονομική ελίτ και τα λειτουργικά προβλήματα του αεροδρομίου Τέγκελ), και τα δύο στην Όπερα του Νόικελν (Βερολίνο). Το 2013 παρακολουθήσαμε στην Αθήνα το «Νέα Ελλάδα (The Making-Of), Λαϊκίστικο ορατόριο για την άνοδο, την πτώση και το rebranding του Έθνους» όπου για πρώτη φορά εξερεύνησαν τις σατιρικές δυνατότητες του Βάγκνερ, αλλά και του Μίκη Θεοδωράκη. Το καινούργιο τους έργο πραγματεύεται τη σωτηριολογική σχέση του Έλληνα ψηφοφόρου με τους πρωθυπουργούς του, αλλά και την αμφιθυμία της σχέσης της χώρας με την Ευρώπη, υπό το πρίσμα της ελληνικής κρίσης χρέους και της ριζοσπαστικής ρητορικής που συχνά υιοθετήθηκε από την ελληνική πλευρά.

Στο άνοιγμα της αυλαίας οι τρεις Μελίνες περιγράφουν μια κατάσταση φόβου και ελπίδας, καθώς η ψηφοφόρος Βρουγχίλδη εξέλεξε τον νέο πρωθυπουργό Σωτήρη Γέρο για να απαλλάξει τη χώρα από το επονείδιστο χρέος. Όμως ο Δόκτωρ Μαξ Μέρτεν γητεύει τον νεοεκλεγμένο ηγέτη με το ποτό της Δύσης (σαμπάνια) για να ξεχάσει τον αρραβώνα του με τη Βρουγχίλδη, και οργανώνει διπλούς γάμους, του Σωτήρη με την Λογική και της Βρουγχίλδης με τον Εκσυγχρονισμό. Ως γαμήλιο δώρο προσφέρει στο Ελληνικό Πάνθεον μια ομιλούσα προτομή του Μέτερνιχ. Όλα αυτά δεν αρέσουν στη Βρουγχίλδη, την οποία ο παλιός Γέρος, μια καραμανλανδρεϊκή μορφή, βγαίνει από τον καλπόσχημο τάφο να προειδοποιήσει ότι μια ρήξη με την Ευρώπη θα αποβεί καταστροφική. Ο Μέρτεν σκοπεύει στη διάρκεια των εορτασμών να ανατινάξει απαρατήρητος τον (ιερό) Βράχο, μέσα στον οποίο έχει κρύψει τον θησαυρό του από τον πόλεμο. Όμως ο γάμος δεν θα γίνει· ο Σωτήρης πίνει ρετσίνα και θυμάται, το Πάνθεον του έθνους αποκηρύσσει με βδελυγμία την ανίερη ένωση. Αφότου πραγματοποιηθεί το υποβλητικό προσκλητήριο νεκρών των μεγάλων της Ελληνικής ιστορίας, από τον Μέγα Αλέξανδρο ως τον Μίκη Θεοδωράκη, με υπόκρουση το πένθιμο εμβατήριο του Ζίγκφρηντ, ο Σωτήρης περνά στην ιστορία και απομαρμαρώνεται σε προτομή. Η Βρουγχίλδη ζώνεται άρματα και φυσεκλίκια και χωρίς να περιμένει άλλον σωτήρα παίρνει την τύχη στα χέρια της. Το τέλος είναι διφορούμενο: ο ελληνικός λαός αυτοκαταστρέφεται σε ηρωικό ολοκαύτωμα ή ενηλικιώνεται πολιτικά και χειραφετείται;

Το έργο πραγματεύεται τη σωτηριολογική σχέση του Έλληνα ψηφοφόρου με τους πρωθυπουργούς του, αλλά και την αμφιθυμία της σχέσης της χώρας με την Ευρώπη.

Η αντιστοίχηση των ηρώων της παράστασης με τα πρόσωπα του βαγκνερικού μύθου μπορεί ασφαλώς να αναγνωσθεί και ως ένα σχόλιο για το ποιος κινεί τα νήματα της ιστορίας: το ηρωικό μα αφελές ζεύγος Βρουγχίλδη – Σωτήρης (Ζίγκφρηντ); Ο υποχθόνιος Μέρτεν (Χάγκεν); Οι τρεις Μελίνες / Σουλιώτισσες (Νόρνερ: οι σκανδιναβικές μοίρες); Όμως η παράφραση σε αυτό το θέμα παραμένει εντέλει τόσο ανοικτή όσο και το πρότυπό της· ο θεατής καλείται να δώσει, αν θέλει, την ερμηνεία του. Αρκετά προφανής ήταν αντίθετα η κριτική στον λαϊκισμό – ο οποίος στο έργο «καταδικάζεται από όπου κι αν προέρχεται».

Σε επίπεδο μουσικής επεξεργασίας ο Χαράλαμπος Γωγιός έκανε τη μεταγραφή για μικρό σύνολο (υπερβάλλοντας λίγο τη χρήση του πιάνου), και υποκατέστησε με γνωστές μελωδίες τα βασικά καθοδηγητικά θέματα της όπερας (λάιτ μοτίφ), δημιουργώντας αυθόρμητο γέλιο – και στον αμύητο, ακόμα περισσότερο στον μυημένο θεατή. Η συμπλοκή του θέματος του Ζίγκφρηντ με το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» είναι απολαυστική. Σε καίρια σημεία ξεπηδά ο «Ύμνος εις την Ελευθερία» ή η μουσική του Vangelis. Ο Δημήτρης Δημόπουλος έγραψε τους στίχους υιοθετώντας τη βαγκνερική συνήχηση (συχνά με επιτυχία). Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης σκηνοθέτησε μια εύγλωττη παράσταση με πολλές ωραίες ιδέες, όπως η επί σκηνής απομαρμάρωση του Σωτήρη. Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη με τις πλαστικές προτομές αποτελούσε μια ελληνική εκδοχή της βαυαρικής Βαλχάλα του Λουδοβίκου Α΄ – με τη σειρά της μίμηση του Παρθενώνα. Ορισμένα τεχνικά εφέ, όπως οι αναβοσβήνουσες προτομές, μπορούσαν να είναι κάπως πιο συγχρονισμένα και πιο εντυπωσιακά.

Αν εξαιρέσουμε μια μικρή κοιλιά στο δεύτερο μέρος (δικαιολογείται ως ένδειξη πιστότητας στην αυθεντικά βαγκνερική εμπειρία) το έργο είναι σπαρταριστά διασκεδαστικό – ακόμα και συγκινητικό με τις ώρες του. (Φωτογραφία: Α. Σιμόπουλος | ΕΛΣ)

Αν εξαιρέσουμε μια μικρή κοιλιά στο δεύτερο μέρος (δικαιολογείται ως ένδειξη πιστότητας στην αυθεντικά βαγκνερική εμπειρία) το έργο είναι σπαρταριστά διασκεδαστικό – ακόμα και συγκινητικό με τις ώρες του: στο προσκλητήριο νεκρών η μουσική του Βάγκνερ είναι τόσο υποβλητική που οποιαδήποτε σατιρική απόπειρα εξουδετερώνεται. Η συγκεκριμένη σκηνή είχε δοκιμαστεί και στη «Νέα Ελλάδα», εκεί όμως η μουσική ακουγόταν από ένα παλιό κασετόφωνο και ήταν πιο σουρεαλιστική. Τώρα, από την απομαρμάρωση του Σωτήρη και μετά η παράσταση αρχίζει να αποκτά έναν πιο δραματικό, σκοτεινό χαρακτήρα.

Η παράσταση υπηρετήθηκε από μια εξαιρετική διανομή, στην οποία ξεχώρισαν η Τζούλια Σουγλάκου (Βρουγχίλδη), η Φωτεινή Κωστοπούλου (Λογική) και ο Γιάννης Γιαννίσης σε τριπλό ρόλο (Εκσυγχρονισμός, Γέρος, Μέτερνιχ). Όλοι όμως ήταν πολύ καλοί: Δημήτρης Πακσόγλου (Σωτήρης), Πέτρος Μαγουλάς (Μέρτεν), οι Τρεις Μελίνες / Σουλιώτισσες (Φωτεινή Κωστοπούλου, Ειρήνη Καράγιαννη, Μαργαρίτα Συγγενιώτου) και οι τέσσερις προτομές (Βασίλης Δημακόπουλος, Γιάννης Καλύβας, Μιχάλης Κατσούλης, Γιάννης Φιλιας) – οι τελευταίοι όμως τραγούδησαν μέσω μικροφώνου που δεν λειτούργησε πολύ καλά. Εξαιρετικό ήταν και το μικρό μουσικό σύνολο που διηύθυνε ο Γωγιός.

Το επίπεδο ήταν γενικά τόσο υψηλό που όχι μόνο θα ήταν επιθυμητή η επανάληψη των παραστάσεων, αλλά ακόμα και ένα κανονικό Δαχτυλίδι δωματίου από την ίδια ομάδα θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ ενδιαφέρον πείραμα.

 

Διαβάστε ακόμα: Η ανακαινισμένη αίθουσα Άρης Γαρουφαλής – Ακόμα μια ανάσα πολιτισμού στην Αθήνα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top