Στη μέχρι τώρα ζωή μου, έχει τύχει να βρεθώ και να συνεργαστώ με ανθρώπους από πολλά μέρη του κόσμου. Aυτό που πάντοτε με συγκινεί είναι όταν αρκεί ένα βλέμμα για να επικοινωνήσουν δύο άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, καταγωγής και κυρίως γλώσσας. Αφορμή για να το ξανασκεφτώ αυτό στάθηκε το πρόσφατο παγκόσμιο πείραμα της ομάδας «The Liberators International», που καλούσε ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους στα Προπύλαια.
Το κάλεσμα είχε ως εξής: βρες κάποιον να μοιραστείτε την οπτική επαφή, σεβάσου τον προσωπικό του χώρο και κοίταξέ τον αληθινά μες στα μάτια. Τα κίνητρα μάλλον ευγενή. Σύμφωνα με τους διοργανωτές του, το πείραμα, στο οποίο συμμετέχουν 142 χώρες, επιχειρεί να αποδείξει πως «υπάρχει αγάπη και ανθρωπισμός ακόμα και πίσω από τις διαφορές».
Σε μια κοινωνία της ταχύτητας, της προσήλωσης στην οθόνη του PC ή του κινητού τηλεφώνου είναι αναμενόμενο να μας ξενίζει η πρόσκληση να στρέψουμε το βλέμμα στα μάτια ενός αγνώστου. Πολύ περισσότερο όταν αυτό δεν συμβαίνει σε ένα προστατευμένο και ελεγχόμενο περιβάλλον, αλλά σε δημόσιο χώρο και σε κοινή θέα.
Παρότι η επιφύλαξη για μια τέτοια δράση με βρίσκει εν μέρει σύμφωνη, προβληματίστηκα αρκετά όταν διάβασα ειρωνικά σχόλια ή ακόμα και άρθρα γνώμης στο Διαδίκτυο που αποδοκίμαζαν τη συγκεκριμένη δράση συνολικά. Κύριο επιχείρημα ότι με τέτοιες μεθόδους δεν αλλάζουν μυαλά οι κάθε λογής ρατσιστές. Ακολουθούν και άλλα επιχειρήματα: «φαίνεται γελοίο ή και χαζό», «δεν είναι ξεκάθαρο σε τι ωφελεί, αν ωφελεί» –κάποιοι προφανώς είχαν προαποφασίσει ότι δεν ωφελεί. Το συμπέρασμα λοιπόν ήταν το εξής: αυτή η δράση δεν κάνει κακό, αλλά ούτε και καλό, άρα έχει μηδενική χρησιμότητα και μηδενικό ενδιαφέρον.
Αναλογιζόμενη όλα τα παραπάνω, αναρωτήθηκα πώς μια απλή πρόσκληση για «επαφή με τα μάτια» μπορεί να προκαλέσει το σύνδρομο της «κακής δασκάλας» που μόνο εκείνη ξέρει το σωστό. Χωρίς σεβασμό και με λιγοστό ενδιαφέρον για κάποιον που έστω κι αν κάνει ανώφελη επιλογή -ποιος το κρίνει άραγε- πάντως δρα, δοκιμάζει, πειραματίζεται.
Ναι, υπάρχει όφελος από ένα βλέμμα. Στο καθημερινό πάρε–δώσε, στο εμπόριο, στις συναλλαγές. Οπουδήποτε απαιτείται κάτι περισσότερο από τη φυσική μας παρουσία. Στο σκάκι ή το πόκερ το διεισδυτικό βλέμμα εκατέρωθεν προσδίδει ενδιαφέρον στο παιχνίδι, διασώζοντας το γόητρο τόσο του νικητή όσο και του χαμένου μιας παρτίδας. Αλλά και στον έρωτα, συχνά αρκεί ένα βλέμμα για να πυροδοτήσει το πάθος, που θα επισφραγίσει την προσωπική μας ευτυχία. Μέσα όμως από μία λιγότερο ωφελιμιστική θεώρηση, η επαφή με τα μάτια μπορεί να είναι απολύτως ανακουφιστική. Ένας καλός γιατρός ή μια νοσοκόμα, για παράδειγμα, κοιτούν στα μάτια τον ασθενή, αναγνωρίζοντας την αλήθεια που μοιράζονται εκείνη τη δεδομένη στιγμή.
Τo «eye contact» -το οποίο έγινε ευρέως γνωστό το 2010 από μια performance της M. Abramović- είναι μια συνήθης πρακτική για τους ηθοποιούς, ιδιαίτερα όταν συνεργάζονται για πρώτη φορά και επιθυμούν να συγκροτήσουν μια δεμένη και δυνατή ομάδα. Ως ρόλος, ο ηθοποιός δεν χρειάζεται πάντα και συχνά δεν πρέπει να βλέπει τον παρτενέρ του στη σκηνή. Ως συνάδελφος, όμως οφείλει να τον βλέπει και να τον ακούει, ώστε να μπορέσουν από κοινού να στηρίξουν μια ιστορία. Αν αυτό ισχύει για τα μέλη μιας ομάδας ηθοποιών, οι οποίοι έχουν κοινό στόχο την επιτυχία της ομάδας, γιατί να μην ισχύει άραγε και για τα υπόλοιπα κοινωνικά σύνολα που έχουν κοινή πορεία και ενδεχομένως κοινούς στόχους;
To «eye contact» χρησιμοποιείται επίσης στην ψυχοθεραπεία, μέσω της παραστατικής τέχνης του θεάτρου και της καλλιτεχνικής δράσης (δραματοθεραπεία). Ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται την ψυχοθεραπεία ως μια διαδικασία γνωριμίας και αναγνώρισης του εαυτού σε σχέση και με το κοινωνικό σύνολο που τον περιβάλλει, έχει πρωτίστως ανάγκη να τον δουν και να τον ακούσουν. Όταν αισθανθεί αυτό να έχει επιτευχθεί, τότε μπορεί και ο ίδιος να δει και να ακούσει.
Κατά τη διάρκεια αυτής της άσκησης, υπάρχει αμηχανία, συχνά νευρικότητα, ντροπή, ενίοτε ταχυπαλμία ή και εφίδρωση. Όλα αυτά συμβαίνουν ή μπορεί να συμβούν μέχρι οι συμμετέχοντες να «γνωριστούν». Σύντομα –ο χρόνος είναι σχετικός πάντα, συνήθως όμως μέσα σε 1-2 λεπτά- η συνθήκη αλλάζει. Η δυναμική μεταφέρεται σε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον. Από το «με κοιτάζει ένας άγνωστος» ή «κοιτάζω έναν άγνωστο» στο «με γνωρίζει κάποιος» ή «γνωρίζω κάποιον». Αυτό προϋποθέτει την επιθυμία να συνυπάρξω σε μια τέτοιου είδους αμφίδρομη σχέση όπου τίποτα δεν αποκλείεται.
Μπορεί να δω κάτι που θα μου αρέσει περισσότερο ή λιγότερο, που θα μου προκαλέσει ενδιαφέρον ή αποστροφή, ευχαρίστηση ή δυσθυμία, χαρά ή λύπη, έκπληξη ή –σπάνια- πλήξη. Κυρίως, όμως, θα δω κάτι που το πιθανότερο είναι να μην είχα ξαναδεί. Έχει πρόθεση αυτό το κοίταγμα, όχι όμως προκατασκευασμένη. Η πρόθεσή του έγκειται στην προθυμία να αυτοαναιρεθεί κάθε προηγούμενη ματιά στη διάρκεια της συνύπαρξης.
Η διαδικασία σχεδόν πάντα καταλήγει σε χαμόγελο ή ίσως και γέλιο των συμμετεχόντων. Όχι γιατί είναι αστεία, αλλά γιατί η παρατήρηση εαυτού και αλλήλων μπορεί να είναι μια ευχάριστη και δημιουργική διαδικασία. Αναπτύσσει την ικανότητα ενσυναίσθησης, τη φαντασία και τη δυνατότητα να σχετιζόμαστε πιο συνειδητά με ό,τι μας περιβάλλει.
Στο συγκεκριμένο πείραμα στα Προπύλαια δεν συμμετείχα και δεν υποστηρίζω πως σίγουρα θα αλλάξει τον κόσμο, όπως ίσως φιλοδοξούν όσοι το σχεδίασαν. Δεν αποκλείω, όμως, το να αλλάξει την εμπειρία κάποιου ως προς το πώς σχετίζεται με τους ανθρώπους.
Βεβαίως, στη ζωή όλα δεν αφορούν σε όλους και ο καθένας επιλέγει να ανταποκριθεί σε διαφορετικές προ(σ)κλήσεις. Το να κατακρίνουμε την επιλογή του πεδίου δράσης των άλλων, όταν τουλάχιστον δεν προσκρούει σε έναν κοινώς αποδεκτό κώδικα αξιών, είναι μάλλον αντιπαραγωγικό.
Αν, πάντως, δεν θέλουμε να κοιταχτούμε σε κοινή θέα, υπάρχει πάντα και ο καθρέφτης. Καμιά φορά η σιωπηλή αναρώτηση μπορεί να μας μιλήσει τόσο δυνατά όσο και ένα κοίταγμα σε κάποιον άγνωστο που βρέθηκε μπροστά μας. Έτσι κι αλλιώς, ως κοινωνία, όλο και πιο συχνά ομολογούμε ότι χρειάζεται να κοιταχτούμε γενικώς. Ας επιλέξουμε τον τρόπο που ταιριάζει στον καθένα μας και ας ξεκινήσουμε.
Υ.Γ. Για όσους προτιμούν την οθόνη, προτείνω το παρακάτω βίντεο. Αλήθεια, πότε ήταν η τελευταία φορά που σας κοίταξε έτσι κάποιος;
Διαβάστε ακόμα: H ιστορία του Χαλντούν, ενός ανάπηρου Σύριου πρόσφυγα στην Ελλάδα.