Αν οι «Κακόφημοι Δρόμοι» (1973) ήταν η απαραίτητη οβερτούρα και ο «Ιρλανδός» (2019) λογίζεται ως το γκραν φινάλε, τότε τα «Καλά Παιδιά» (1990) είναι το αναγκαίο ιντερλούδιο. Κι όμως, κοιτώντας την ταινία μακροσκοπικά, με την άνεση του χρόνου και τις απαραίτητες συγκρίσεις με άλλες του γκανγκστερικού είδους, πρόκειται για ένα έπος ολκής. Ένα γκράντε ιντερλούδιο.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν μας κρύφτηκε ποτέ. Οι ταινίες του, σχεδόν όλες, είναι μια διαρκής αναζήτηση των εννοιών: προδοσία, ενοχή, κάθαρση. Συνακόλουθα: εξετάζει λεπτομερώς και από διαφορετική σκοπιά πάντα την έννοια του εγκλήματος και της τιμωρίας που πέφτει επί της κεφαλής του δράστη και του θύματος. Πρόκειται για σύγχρονα δράματα που δεν ακολούθησαν ποτέ την πρόδηλη τυπολογία του Χόλιγουντ (ο κακός και ο καλός αντάμα).
Οι αντιήρωές του είναι εξόχως δραματικά πρόσωπα, ολότελα τραγικά. Με έναυσμα από τη σκοτεινή ιστορία της σύγχρονης Αμερικής, ο Σκορσέζε φτιάχνει τραγωδίες ύψιστου κάλλους, εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και πολυσήμαντης πλοκής. Τα «Καλά Παιδιά», εξαρχής, δεν ήταν μια ταινία για τον υπόκοσμο. Δεν ήταν μόνο αυτό. Ο μαφιόζος Χένρι Χιλ (η ταινία διηγείται την πραγματική ιστορία της ζωής του) είναι μια ιερατική μορφή των σκονισμένων δρόμων της μεγαλούπολης. Ένας ήρωας αρχαίας τραγωδίας που θωπεύεται από την εξουσία, ορέγεται μεγαλεία και καταλήγει ολότελα καθημαγμένος στα γρανάζια του Προγράμματος Προστασίας Μαρτύρων. Πρόκειται για την κλασική διαδρομή ενός ειδώλου από την άνοδο στην πτώση. Από τη φλόγα στον πάγο.
Ο Σκορσέζε έχτισε τον μύθο πάνω στον Ρέι Λιότα, που ως εκείνη τη στιγμή είχε στο ενεργητικό του μια εξαιρετική ερμηνεία στην ταινία του Tζόναθαν Ντέμι «Something Wild» (1986), για την οποία είχε αποσπάσει μια υποψηφιότητα στα Βραβεία Golden Globe. Στα «Καλά Παιδιά», όμως, θα ξεδιπλωθεί όλο το ταμπεραμέντο του υποδυόμενος έναν ήρωα, τον Χένρι Χιλ, που μεγάλωσε σε μια ιταλοαμερικανική γειτονιά του Μπρούκλιν και από μικρός φανταζόταν τον εαυτό του να είναι σεπτό μέλος της οικογένειας των γκάνγκστερ και της Μαφίας.
Η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε κάνει το πρώτο βήμα στην παρανομία όταν ένας μικρομαφιόζος της γειτονιάς τού ζητάει να τον βοηθήσει. Από εκείνη τη στιγμή ο ονειροπαρμένος Χένρι διαβαίνει τον Ρουβίκωνα και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επιστροφής. Η άνοδος του είναι φρενήρης: καταπίνει τον έναν μετά τον άλλο τους ανταγωνιστές του, ανέρχεται στην ιεραρχία των μαφιόζων ωσάν πουλέν που δεν γίνεται να χάσει. Ολοι οι θεοί φαίνεται πως ποντάρουν πάνω του. Κερδίζει χρήματα με το τσουβάλι, παρωθείται από τον κόσμο της βίας, η μεταλλική μυρωδιά των όπλων ποτίζει το δέρμα και τα κοστούμια του. Το οργανωμένο έγκλημα γίνεται ο δικός του αγρός αίματος και πλούτου.
Η πτώση που ακολουθεί θα είναι σκληρή και με πάταγο. Ο Χιλ, καλά κλεισμένος σε ένα αεροστεγές κλουβί, όταν θα συνειδητοποιήσει τι του έχει συμβεί και πώς διέτρεξε μια ολόκληρη κόλαση ανυπόδητος, θα κατανοήσει μια βασική ανθρώπινη συνθήκη: τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Τα καλά και τα άσχημα ρέουν σαν φερτά στοιχεία που κουβαλάει ο ποταμός της ζωής.
Δίπλα στον Λιότα θα λάμψει φυσικά ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο ως Jimmy Conway, ένας θρύλος της εποχής, αλλά κυρίως ο Τζο Πέσι, μια υποτιμημένη φιγούρα του Χόλιγουντ, αλλά κυριαρχική μορφή στις ταινίες του Σκορσέζε (τυχαία τον έχει και στον «Ιρλανδό»;). Παίζοντας τον νευρώδη, στα όρια της παράνοιας, Tommy DeVito φανερώνει όλη την υποκριτική του γκάμα που περιλαμβάνει κοφτή έκφραση λόγου, κινησιολογία χορευτή του σκότους και μιαν αύρα σκληροτράχηλου αγγέλου. Για την ερμηνεία του πήρε δικαίως το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου. Ήταν μια ξεχωριστή στιγμή στην πολύχρονη καριέρα του. Δεν θα πρέπει να λησμονηθεί η ερμηνεία της Λορέιν Μπράκο που παίζει την καταπιεσμένη γυναίκα του Χένρι, καθώς και η εύστοχη και στιβαρή παρουσία του Πολ Σορβίνο ως Πολ Σισέρο (ο εστιάτορας που έχει μετατρέψει το μαγαζί του σε φωλιά μαφιόζων).
Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Σκορτσέζε, σε συνεργασία με τον Νίκολας Πιλέγκι, το οποίο βασίστηκε σε βιβλίο του τελευταίου, το «Wiseguy». Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της, στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας κι από εκείνη τη στιγμή ήταν φανερό πως θα έμενε στην ιστορία του κινηματογράφου.
Υπήρξε υποψήφια για έξι βραβεία Όσκαρ μεταξύ αυτών: Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Μεγαλύτερη επιτυχία είχε στα BAFTA, όπου κέρδισε σε έξι κατηγορίες. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες ταινίες στο είδος των αστυνομικών ταινιών (crime film). To 2000 επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και εισήλθε στο National Film Registry ως «πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική». Το θέμα και το ύφος της ταινίας έχει επηρεάσει πολλές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Ο Σκορτσέζε, μετά από αυτήν την ταινία κυκλοφόρησε άλλες δύο που είχαν σχέση με το οργανωμένο έγκλημα: Casino (1995) και Ο Πληροφοριοδότης (2006).
Τα μονοπλάνα του Σκορσέζε έχουν μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου και διδάσκονται συνεχώς σε σχολές. Οι χρόνοι της ταινίας είναι λες και έχουν μπει σε άλλη μέτρηση, ένα ακριβές timing με συνεχείς αυξομειώσεις στην ένταση και την ταχύτητα. Η αγωνία αυξάνεται προοδευτικά και περιζώνει. Στα χέρια του Σκορσέζε, μια steady cam αποκτάει τη δύναμη που έχει η σμίλη σ’ έναν γλύπτη.
Διάλεξε να γυρίσει την ταινία στο Queens του Νιου Τζέρσεϊ και κάποιες σκηνές στο Λονγκ Άιλαντ κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1989. Αργότερα, ο Σκορσέζε παραδέχθηκε πως το στιλ της ταινίας το εμπνεύστηκε από την ταινία του Φρανσουά Τρυφώ «Ζυλ και Τζιμ». Σαν να λέμε: εκτεταμένη αφήγηση, παγωμένα καρέ, συνεχεία αλλαγές στα σημεία που εκτείνεται η δράση και μοντάζ που φτιάχνει, τελικά, μια μορφή εσωτερικού ιλίγγου. Ο Σκορσέζε υιοθέτησε ένα φρενήρες στιλ αφοπλίζοντας αυτομάτως το κοινό με μια σωρεία καταιγιστικών εικόνων και πληροφοριών γύρω από τη ζωή του ήρωα-γκάνγκστερ.
Κατά τον κριτικό κινηματογράφου, Ρόμπερτ Έμπερτ, «καμία άλλη ταινία δεν έχει καταφέρει να αποτυπώσει τόσο καλά το οργανωμένο έγκλημα. Ούτε καν ο ”Νονός”». Ακόμη κι αν η κρίση διατηρεί μια μορφή υπερβολής, εντάξει ο «Νονός» είναι ένα άλλο έπος, κρίνοντας από τους διθυράμβους που δέχθηκε η ταινία από τους κριτικούς και την μετέπειτα πορεία της, δεν μπορείς να μην την θεωρήσεις μνημειώδη και τελετουργική.
Διαβάστε ακόμα: Τζο Πέσι, η καλτ φιγούρα που λατρέψαμε.