papadopoulos1a

“Ενώ η φωτογραφία είναι ένα ολοκληρωμένο έργο με αρχή-μέση-τέλος,·στην ταινία έχεις να δώσεις μια μάχη με το χρόνο, ο οποίος σχετίζεται με πολλές συνθήκες που αφορούν στο πώς δραματουργείς μέσα σ’ αυτόν. Εκείνο που με γοητεύει στην τέχνη μου είναι το τι λες μέσω της εικόνας”.

Πέρα από τη φωτογραφία, το θέατρο και τον κινηματογράφο, ο Άγγελος Παπαδόπουλος συμμετείχε σε μεγάλα διαφημιστικά πρότζεκτ, πήρε μέρος σε εικαστικές εκθέσεις, αλλά και εμβληματικά live events, όπως τα εγκαίνια του πρόσφατα ανακαινισμένου Δημοτικού Θεάτρου στον Πειραιά, το «Χορό των Γερανών» για το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, την Αφή της Φλόγας του 33ου Αυθεντικού Μαραθωνίου κ.ά. Το όνειρο του για μια διεθνή καριέρα είναι πιο ζωντανό από ποτέ.

Ας πάρουμε τα πράγματα από το ξεκίνημα τους. Πότε κατάλαβες ότι οι τέχνες και εν προκειμένω ο κινηματογράφος είναι το μέλλον σου και ποιος σε βοήθησε να εντοπίσεις αυτή σου την κλίση;
Όταν ήμουν 13 χρόνων, ξεκίνησα να τραβάω τις πρώτες μου φωτογραφίες με μία αναλογική μηχανή 35 mm που μου είχε δωρίσει ο πατέρας μου, ο οποίος είχε για χόμπι του την φωτογραφία. Ήταν εκείνος που μου έδωσε τα πρώτα ερεθίσματα, για να μπω κι εγώ στο μαγικό κόσμο της φωτογραφίας. Μέσα από το «ψαχούλεμα» και τους πειραματισμούς με την εν λόγω μηχανή έμαθα τι είναι το βάθος πεδίου, το διάφραγμα κ.λπ. Η μητέρα μου επίσης με τον τρόπο της με βοήθησε από παιδί στο να πειραματιστώ με διάφορα πράγματα για τα οποία εκδήλωνα ενδιαφέρον, όπως το σχέδιο, η μουσική, οι θεατρικές ομάδες κ.ά. Τελικά, ο στόχος που έβαλα από μικρός ήταν να κάνω ταινίες – ίσως γιατί μία ταινία τα συνδυάζει όλα. Αυτό έλεγα όταν με ρωτούσε κάποιος τι θες να κάνεις όταν μεγαλώσεις. Να κάνω ταινίες, απαντούσα.

_KO46907a

“Παράλληλα με τις σπουδές μου, συνεργάστηκα με τους Πέτρο Βήτα, Στέφανο Σάμιο και Βαγγέλη Σωμαράκη, έκανα φωτογραφήσεις μόδας και deco για κάποια περιοδικά και καταλόγους, δούλεψα στο τμήμα prepress εκδοτικών οίκων κ.ά. Ήθελα έτσι να μάθω όλα τα κομμάτια και τους χώρους που σχετίζονται στην πράξη με τη φωτογραφία”.

Ήξερες δηλαδή από νωρίς ότι ήθελες να γίνεις σκηνοθέτης;
Όχι. Επειδή δεν είχα διευκρινήσει τι ακριβώς θέλω να κάνω σε μια ταινία, διάφοροι άνθρωποι που γνώρισα κι είχαν σχέση με το αντικείμενο με βοήθησαν να ξεκαθαρίσω μέσα μου ότι αυτό που με συγκινεί περισσότερο δεν είναι η σκηνοθεσία, όπως νόμιζα αρχικά, αλλά η Διεύθυνση Φωτογραφίας.

Τι είναι αυτό που σε συγκινεί περισσότερο στη Διεύθυνση Φωτογραφίας από ό,τι στη σκηνοθεσία; Βρίσκεις σημαντικές διαφορές ανάμεσα τους;
Βέβαια. Στη σκηνοθεσία δραματουργείς κυρίως μέσω των ηθοποιών, ενώ στη Διεύθυνση Φωτογραφίας καλείσαι να δραματουργήσεις μέσω της εικόνας. Είναι αυτό που αποκαλούμε «Visual Drama». Αυτό που αποτέλεσε και αποτελεί πρόκληση για μένα είναι το γεγονός ότι, ενώ η φωτογραφία είναι ένα ολοκληρωμένο έργο με αρχή-μέση-τέλος,·στην ταινία έχεις να δώσεις μια μάχη με το χρόνο, ο οποίος σχετίζεται με πολλές συνθήκες που αφορούν στο πώς δραματουργείς μέσα σ’ αυτόν. Εκείνο που με γοητεύει στην τέχνη μου είναι το τι λες μέσω της εικόνας.

Η δεύτερη έκθεσή μου, το 2006, ήταν από μια θεατρική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κιμούλης. Αυτή η συγκεκριμένη δουλειά ήταν και το εισιτήριο μου για τη FAMU, τη μεγάλη κινηματογραφική σχολή της Πράγας.

Έδωσες εξετάσεις στα ΤΕΙ Αθηνών για το τμήμα φωτογραφίας όπου και πέρασες. Γιατί δεν στράφηκες απευθείας στον κινηματογράφο, αφού ήξερες πάνω-κάτω το δρόμο που θα ακολουθήσεις, και προτίμησες να πας σε αυτόν αφού πρώτα περάσεις -μέσω των σπουδών σου- στη φωτογραφία;
Ήθελα να περάσω από όλα τα στάδια, προκειμένου να κατανοήσω/κατακτήσω των τομέα μου. Άλλωστε, το πρότυπό μου από όταν ήμουν μικρός ήταν ο Κιούμπρικ, ο οποίος είχε ακολουθήσει αυτά τα βήματα. Είδα στην ηλικία των 13 ετών την «Οδύσσεια του Διαστήματος» και το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και τρελάθηκα με τα κάδρα του. Έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω από την αρχή και να πάω πρώτα για σπουδές φωτογραφίας και να μάθω στην πράξη το αντικείμενο. Παράλληλα με τις σπουδές μου, συνεργάστηκα με τους Πέτρο Βήτα, Στέφανο Σάμιο και Βαγγέλη Σωμαράκη, έκανα φωτογραφήσεις μόδας και deco για κάποια περιοδικά και καταλόγους – εργάστηκα ως βοηθός στις περισσότερες από τις παραπάνω δουλειές- δούλεψα στο τμήμα prepress εκδοτικών οίκων κ.ά. Ήθελα με αυτόν τον τρόπο να μάθω όλα τα κομμάτια και τους χώρους που σχετίζονται στην πράξη πλέον με τη φωτογραφία.
Ύστερα έκανα 2 προσωπικές εκθέσεις. Η δεύτερη μάλιστα το 2006 ήταν από μια θεατρική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κιμούλης με ηθοποιούς απόφοιτους μαθητές της σχολής του. Ήταν η «Δίκη» του Κάφκα. Ο τρόπος που επέλεξα στη συγκεκριμένη δουλειά να δημιουργήσω πάνω στη σχέση συνειδητού, υποσυνείδητου και ασυνείδητου ήταν να κάνω διάφορους συνδυασμούς μεταξύ έγχρωμου, ασπρόμαυρου, αρνητικού έγχρωμου και ασπρόμαυρου στην κάθε εικόνα, με επίκεντρο πάντα τα πρόσωπα των ηθοποιών που μου επέτρεψαν σε μια πρόβα τους να κινούμαι ανάμεσα τους και να τραβώ όσες φωτογραφίες ήθελα. Αυτή η συγκεκριμένη δουλειά μάλιστα ήταν και το εισιτήριο μου για τη FAMU.

_KO46883a

“Πιστεύω ότι η Ελλάδα είχε ένα πολύ καλό κινηματογράφο, ο οποίος χτίστηκε τη δεκαετία του ‘50-‘60 με το σινεμά του Φίνου, αλλά και το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο των 70’s στη συνέχεια, με τον Αγγελόπουλο, τον Βούλγαρη κ.ά. Μετά όμως, στα 80’s μπαίνει το βίντεο που τα καταστρέφει όλα”.

Διαβάστε ακόμα: Μιχαήλ Μαρμαρινός: “Ελπίζω. Κάθε φορά ελπίζω…”

Πες μας λίγα πράγματα για την τσεχική εμπειρία σου…
Εκείνη που με οδήγησε εκεί ήταν η σεναριογράφος Ευγενία Λυρούδια, η οποία είδε την έκθεσή μου, της άρεσε και με ρώτησε τι σχέδια έχω. Όταν της είπα ότι στόχος μου είναι να πάω στη FAMU (τη μεγάλη κινηματογραφική σχολή της Πράγας, η οποία έβγαλε δημιουργούς όπως ο Φόρμαν, o Όντριτσεκ κι ο Μένζελ μεταξύ άλλων), σχεδόν με άρπαξε από το χέρι και μου είπε «πάμε»! Αν και επιθυμούσα να σπουδάσω στα τσεχικά –υπήρχε αυτή η δυνατότητα- δεν διέθετα ούτε το χρόνο ούτε το χρήμα για κάτι τέτοιο. Έτσι μπήκα στο ταχύρρυθμο τμήμα των αγγλικών – μέντορας μου ήταν ο Michael Gahut, επικεφαλής του τμήματος Διεύθυνσης Φωτογραφίας στη FAMU, για τον οποίο δούλεψα κι ένα καλοκαίρι ως βοηθός του – και αφιερώθηκα ολοκληρωτικά στις σπουδές μέχρι το 2008. Όταν τέλειωσα τη σχολή, μπήκα στο δίλημμα να επιστρέψω ή όχι στην Ελλάδα. Η κρίση βέβαια δεν είχε χτυπήσει ακόμη τη χώρα και, καθώς μου ήρθαν κάποιες ελκυστικές προτάσεις για διαφημιστικά, μια τηλεοπτική σειρά και μια ταινία, δεν το πολυσκέφτηκα και γύρισα πίσω το Σεπτέμβριο του 2008. Όμως, η κρίση τα διέλυσε όλα, καθώς εταιρείες έκλεισαν και σχέδια ακυρώθηκαν.

Πολλές φορές η σχέση σκηνοθέτη- διευθυντή φωτογραφίας περνάει από χίλια κύματα, τα οποία μπορεί να είναι και τρικυμιώδη. Τι σκέφτεσαι σχετικά μ’ αυτό;
Πιστεύω ότι όταν κάνουν και οι δύο focus στο δικό τους δημιουργικό κομμάτι και η σχέση τους είναι λειτουργική και ανεπηρέαστη από άλλες συνθήκες, το αποτέλεσμα θα είναι πολύ κοντά στο ιδανικό που σχεδιάζουν αμφότεροι στο μυαλό τους. Ο διαχωρισμός τους είναι ξεκάθαρος κυρίως στο εξωτερικό. Εδώ, πολλές φορές βέβαια ο πρώτος επεμβαίνει στο έργο του δεύτερου και μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα. Κατά την άποψή μου, το βασικότερο στοιχείο στη μεταξύ τους σχέση είναι η εμπιστοσύνη.

papadopoulos2α

“Τώρα τελευταία αρχίζουν πάλι να αλλάζουν τα πράγματα, με το σινεμά του Λάνθιμου να δίνει το βασικό στίγμα, αν κι εγώ εντοπίζω κι άλλες ταινίες με αξία, οι οποίες έχουν διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα κι άλλη θεματολογία που δεν μπορεί να αγνοηθεί”.

Χάρη στην Εύα Νάθενα, άρχισαν να έρχονται διάφορες ποιοτικές δουλειές και να αναπτύσσω τις ικανότητές μου ως video artist σε projects που δεν βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα. Όπως, π.χ., το projection mapping στα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου στον Πειραιά.

Εκτός από τον Κιούμπρικ που ανέφερες, ποιες είναι οι επιρροές σου;
Δεν μπορώ να κρύψω ότι με έχει επηρεάσει πολύ ο ασιατικός κινηματογράφος. Μιλάω για ταινίες όπως το «Οld boy», το «2046», το «Ιn the mood for love». Μία ακόμα μεγάλη επιρροή έρχεται επίσης από την Ασία, από τον κόσμο των animation, όπως το «Hellsing», το «Ergo Proxy», το «Ghost in the shell» κ,ά.

Ποια είναι η γνώμη σου για τον ελληνικό κινηματογράφο γενικότερα;
Πιστεύω ότι η Ελλάδα είχε ένα πολύ καλό κινηματογράφο, ο οποίος χτίστηκε τη δεκαετία του ‘50-‘60 με το σινεμά του Φίνου, αλλά και το Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο των 70’s στη συνέχεια, με τον Αγγελόπουλο, τον Βούλγαρη κ.ά. Μετά όμως, στα 80’s μπαίνει το βίντεο που τα καταστρέφει όλα – όχι μόνον εδώ αλλά και σε πολλές άλλες χώρες- με άθλιες b movies. Τώρα τελευταία αρχίζουν πάλι να αλλάζουν τα πράγματα, με το σινεμά του Λάνθιμου να δίνει το βασικό στίγμα, αν κι εγώ εντοπίζω κι άλλες ταινίες με αξία, οι οποίες έχουν διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα κι άλλη θεματολογία που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Μπορείς να μας αναφέρεις μερικές τέτοιες ταινίες;
Μια πρόσφατη ταινία που μου άρεσε πολύ κι όμως δεν είχε την απήχηση που της άξιζε ήταν το «Τετάρτη 04:45» του Αλεξίου, όπως επίσης και το «Chevalier» της Τσαγκάρη, το οποίο αντίστοιχα δεν είχε απήχηση.

papadopoulos3a

“Πιστεύω ότι και ο σκηνοθέτης και ο διευθυντής φωτογραφίας, όταν κάνουν focus στο δικό τους δημιουργικό κομμάτι και η σχέση τους είναι λειτουργική και ανεπηρέαστη από άλλες συνθήκες, το αποτέλεσμα θα είναι πολύ κοντά στο ιδανικό που έχουν αμφότεροι στο μυαλό τους. Ο διαχωρισμός τους είναι ξεκάθαρος κυρίως στο εξωτερικό”.

Διαβάστε ακόμα: Ντίνος Ηλιόπουλος, χορευτής πέρα κι απ’ τους χορούς του. 

Για ποιο λόγο το ελληνικό κοινό αγνοεί αυτές τις ταινίες;
Δεν είμαι βέβαιος. Ίσως θέλει βοήθεια από τα μίντια και τους κριτικούς. Ίσως έχει χάσει την εμπιστοσύνη του από παλιές ταινίες των προηγούμενων που ήταν κάκιστες και θεωρεί ότι τον ξεγέλασαν. Ίσως είναι θέμα παιδείας. Ίσως δεν αντέχει να βλέπει κάποια εικόνα του εαυτού του που απεχθάνεται. Μπορεί και όλα αυτά μαζί. Ακόμη και κάποιες προσπάθειες που πάνε να ξεφύγουν από τα τετριμμένα δεν ευδοκίμησαν. Ίσως να χρειάζεται εκεί ο ρόλος των μίντια να γίνει πιο παρεμβατικός, με το να ιντριγκάρει τον θεατή με κάποιο τρόπο (αφού γνωρίζει τα κουμπιά του), ώστε να αποδεχτεί το νέο ελληνικό σινεμά.

Να γυρίσουμε λίγο στα δικά σου; Κάποια στιγμή νωρίτερα μου είπες για τις φοβερές δυσκολίες που αντιμετώπισες εδώ και λόγω της κρίσης αλλά κάποιων προσωπικών ζητημάτων. Πότε έγινε το “κλικ”, για να ξαναπάρει πάλι εμπρός η καριέρα σου;
Το 2010 γνωρίστηκα με έναν πολύ αξιόλογο άνθρωπο και σκηνοθέτη, τον Μανόλη Μανιό, με τον οποίο συνεργαστήκαμε και συνεργαζόμαστε ακόμα στον τομέα της διαφήμισης – είμαι το δεξί του μάτι όπως λέει και ο ίδιος. Κομβικό σημείο, όμως, ήταν η γνωριμία και συνεργασία μου με τη σκηνογράφο και ενδυματολόγο Εύα Νάθενα. Ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος και με ξεχωριστές επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες –έχει σπάνια αντίληψη στο κομμάτι της δουλειάς της κι όχι μόνο- με την οποία είχαμε πραγματική χημεία και άψογη συνεργασία στις θεατρικές παραστάσεις που δουλέψαμε μαζί. Χάρη σε κείνη άρχισαν να έρχονται διάφορες ποιοτικές δουλειές και να αναπτύσσω σιγά-σιγά τη δυναμική και τις ικανότητές μου ως video artist σε projects που δεν βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα. Όπως, για παράδειγμα, το projection mapping στα εγκαίνια του πρόσφατα ανακαινισμένου Δημοτικού Θεάτρου στον Πειραιά.

_KO46876α

“Είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον Φωκά Ευαγγελινό για τον πρόσφατο Μαραθώνιο της Αθήνας με την αφή της φλόγας, όπου φτιάξαμε ένα projection στον Τύμβο των Αθηνών με εικόνες από αρχαιολογικά ευρήματα που μας έδωσε το Αρχαιολογικό Μουσείο του Μαραθώνα. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό”.

Με μια ομάδα ανθρώπων γυρίζουμε μια ταινία μεγάλου μήκους. Βρισκόμαστε στο στάδιο του post production, είναι μια low budget story δημιουργία και τη δουλεύουμε εκ των ενόντων. Έχουμε φτιάξει ένα είδος κολεκτίβας κι ο καθένας μας βάζει ό,τι μπορεί.

Δούλεψες και με τον Φωκά Ευαγγελινό;
Ναι, αλλά και πάλι η Εύα ήταν εκείνη που με πρότεινε για τη συνεργασία μαζί του στην παράσταση «Θα σε πάρω να φύγουμε», αλλά και στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Επίσης, είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του πάλι για τον πρόσφατο Μαραθώνιο της Αθήνας με την αφή της φλόγας, όπου φτιάξαμε ένα projection στον Τύμβο των Αθηνών με εικόνες από αρχαιολογικά ευρήματα που μας έδωσε το Αρχαιολογικό Μουσείο του Μαραθώνα. Παρά το περιορισμένο υλικό –και την ελευθερία κινήσεων- το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό.

Πάλι με μέσο τη video art;
Ναι.

Αλήθεια, Άγγελε, ποιος είναι ο πρώτος που έβαλε τη video art στο ελληνικό θέατρο;
Ο πρώτος είναι ο Δημήτριος Μαυρίκιος, με τον οποίο μάλιστα ήταν κι η επόμενη συνεργασία μου για το Φεστιβάλ Αθηνών, το 2014, στη work in progress παράσταση «Πάπισσα Ιωάννα» και πέρυσι στην ολοκληρωμένη εκδοχή της, οι οποίες είχαν μεγάλη επιτυχία και ήταν συνεχώς sold out. Ο Δημήτρης δεν έβαλε μόνο τη video art στο θέατρο. Ουσιαστικά έβαλε τον κινηματογράφο στο θέατρο. Θυμάμαι ως παιδί το «Γυάλινο κόσμο», ένα έργο που έχει μείνει στις μνήμες πολλών ανθρώπων.Είναι σίγουρα πρωτοπόρος στο κομμάτι αυτό στη χώρα μας και ίσως διεθνώς.

Με τον Μαυρίκιο δούλεψες και στο «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι»;
Ναι, πήγε πολύ καλά η πρώτη μας συνεργασία και συνεχίσαμε. Αν και σε αυτήν την παράσταση το video δεν είναι τόσο διαδραστικό και η σχέση οθόνης – ηθοποιού δεν είναι τόσο έντονη όπως στην «Πάπισσα Ιωάννα», η παρουσία του ήταν εξίσου σημαντική και απαραίτητη. Το θεαματικό στη δουλειά αυτή είναι πως ο Δημήτρης μπλέκει τις διαστάσεις. Όσοι είδαν την παράσταση καταλαβαίνουν τι εννοώ.

Με τόσο θέατρο πώς και δεν έχεις εγκαταλείψει το αρχικό σου σχέδιο για καριέρα στον κινηματογράφο;
Όχι, αυτό δεν αλλάζει. Παραμένει η μεγάλη αγάπη και το όνειρο για να δουλέψω εκεί.

Πριν από καιρό γνώρισα μια παραγωγό από το Λος Άντζελες. Μου έκανε πρόταση να δουλέψω ως Διευθυντής Φωτογραφίας σε μια τηλεοπτική σειρά. Μοιάζει με μεγάλη ευκαιρία.

Παράλληλα με αυτά, όμως, γύρισες και μια ταινία…
Ναι, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Με μια ομάδα ανθρώπων γυρίζουμε μια ταινία μεγάλου μήκους. Βρισκόμαστε στο στάδιο του post production, είναι μια low budget story δημιουργία και τη δουλεύουμε εκ των ενόντων. Έχουμε φτιάξει ένα είδος κολεκτίβας κι ο καθένας μας βάζει ό,τι μπορεί. Έχουμε τελειώσει τα γυρίσματα και τώρα είμαστε στη φάση του ήχου.

Αυτήν την εποχή ετοιμάζεις κάτι άλλο;
Ναι, ασχολούμαι με μια ταινία μεγάλου μήκους που λέγεται «DIY». Do it yourself, δηλαδή. Είναι μια ταινία δράσης-μαύρη κωμωδία σε σενάριο και σκηνοθεσία Δημήτρη Τσιλιφώνη (με τον οποίο έχουμε κοινή αισθητική και πολύ καλή χημεία), ενώ η παραγωγή είναι του Κώστα Λαμπρόπουλου. Όμως, είναι πολύ φρέσκια ιδέα και καλύτερα να μην πω περισσότερα.

Με δυο λόγια, μπορείς να μας πεις τι είναι Διεύθυνση Φωτογραφίας;
Η δραματουργία μέσω της εικόνας. Αλλά η εικόνα δεν είναι κάτι απλό. Δεν είναι μόνο ο φωτισμός. Είναι η επιλογή του κάδρου, ο χρωματικός συνδυασμός, το πώς θα κινηθεί η κάμερα κ.ά. Τα πάντα σε ό,τι αφορά την τελική εικόνα που θα αποτυπωθεί στο φιλμ ή πλέον στο σκληρό δίσκο.

Η τελευταία πρόκληση που έχεις να αντιμετωπίσεις ποια είναι;
Πριν από αρκετό καιρό γνώρισα μια παραγωγό από το Λος Άντζελες. Είδε τη δουλειά μου και μου έκανε πρόταση να δουλέψω ως Διευθυντής Φωτογραφίας σε μια τηλεοπτική σειρά. Ακόμη, όμως, είναι πολύ πρώιμα τα πράγματα για να πω κάτι περισσότερο, καθώς έχω δεσμευτεί κιόλας να μη δώσω αναλυτικές πληροφορίες. Ωστόσο, μοιάζει με μεγάλη ευκαιρία.

_KO46888α

“Διεύθυνση Φωτογραφίας είναι η δραματουργία μέσω της εικόνας. Αλλά η εικόνα δεν είναι κάτι απλό. Δεν είναι μόνο ο φωτισμός. Είναι η επιλογή του κάδρου, ο χρωματικός συνδυασμός, το πώς θα κινηθεί η κάμερα κ.ά. Τα πάντα σε ό,τι αφορά την τελική εικόνα που θα αποτυπωθεί στο φιλμ ή πλέον στο σκληρό δίσκο”.

Φωτογραφίες: Κοσμάς Κουμιανός

Επιμέλεια φωτογράφισης: Σάντυ Καραγιάννη
Βοηθός Φωτογράφου: Νίκος Μαλιάκος

Διαβάστε ακόμα: Iωάννης Πάππος. Το πρώτο του βιβλίο, το «Hotel Living» έγινε εκδοτική επιτυχία στις ΗΠΑ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top