«Ο Τσάπλιν ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος με μικρή αυτοπεποίθηση. Δίσταζε, ζητούσε συχνά συμβουλές», γράφει ο Λουίς Μπουνιουέλ.

Για την γιορτή των Χριστουγέννων του 1930, ο Τόνο* και η γυναίκα του οργάνωσαν ένα γεύμα με καλεσμένους καμιά δωδεκαριά Ισπανούς, ηθοποιούς και συγγραφείς, και τον Τσάπλιν με την Τζώρτζια Χαίηλ. Καθένας έφερε κάποιο δώρο των είκοσι ως τριάντα δολλαρίων κι όλα τα δώρα κρεμάστηκαν σ’ ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Αρχίσαμε να πίνουμε –το οινόπνευμα έρεε άφθονο, σε πείσμα της ποτοαπαγόρευσης– κι ένας ηθοποιός ονόματι Ριβέλιες, πολύ γνωστός εκείνη την εποχή, απήγγειλε στα ισπανικά ένα πομπώδες ποίημα του Μαρκουίνα, προς τιμή των παλιών στρατιωτών της Φλάνδρας.

Αυτό το ποίημα με αηδίασε. Μου φάνηκε χυδαίο, όπως χυδαία μου φαινόταν κάθε επίδειξη πατριωτισμού. Στη διάρκεια του δείπνου καθόμουν ανάμεσα στον Ουγκάρτε** κι έναν άλλο φίλο, ένα νεαρό ηθοποιό εικοσιενός ετών, τον Πένια. Γυρίζω και τους λέω με σιγανή φωνή:

– Όταν φυσήξω τη μύτη μου, αυτό θα είναι σύνθημα. Θα σηκωθώ, θα με ακολουθήσετε, και θα καταστρέψουμε αυτό το άθλιο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Έτσι κι έγινε. Φύσηξα τη μύτη μου, σηκωθήκαμε κι οι τρεις και, μπρος στα γουρλωμένα μάτια των συνδαιτημόνων, βαλθήκαμε να καταστρέψουμε το δέντρο.

«Αρπάξαμε τα δώρα και τα πετάξαμε κάτω, για να τα ποδοπατήσουμε. Ο Τσάπλιν κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει».

Δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να διαλύσεις ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Άδικα γδέρναμε τα χέρια μας. Αρπάξαμε λοιπόν τα δώρα και τα πετάξαμε κάτω, για να τα ποδοπατήσουμε.

Στο δωμάτιο βασίλευε νεκρική σιγή. Ο Τσάπλιν κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. Η Λεονόρα, η γυναίκα του Τόνο, μου είπε:

– Λουίς, αυτό είναι πραγματική κακοήθεια.

– Καθόλου, της απάντησα. Είναι οτιδήποτε, εκτός από κακοήθεια. Είναι μια πράξη βανδαλισμού και ανατροπής.

Η βραδιά τέλειωσε νωρίς.

Και την επομένη μια ωραία σύμπτωση: διάβασα στην εφημερίδα ότι σε μια εκκλησία, στο Βερολίνο, ένας πιστός είχε σηκωθεί, στη διάρκεια της λειτουργίας, και είχε προσπαθήσει να καταστρέψει το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

«Ο Κάρλος Σάουρα μου είπε ότι όταν η Τζέραλντιν Τσάπλιν ήταν μικρή, ο πατέρας της τής διηγόταν ορισμένες σκηνές από τον ‘‘Ανδαλουσιανό σκύλο’’, για να την τρομάξει», θυμάται ο Μπουνιουέλ.

Η ανατρεπτική μας πράξη είχε και συνέχεια. Ο Τσάπλιν μας κάλεσε για τη νύχτα του Αγίου Σιλβέστρου στο σπίτι του, όπου είχε επίσης στηθεί ένα δέντρο με δώρα. Πριν περάσουμε στο τραπέζι, μας κράτησε μια στιγμή και μου είπε (ο Νεβίλ** μετέφραζε):

– Μια και σας αρέσει να διαλύετε τα δέντρα, Μπουνιουέλ, κάντε το τώρα αμέσως, για να τελειώνουμε.

Του απάντησα ότι δεν ήμουν καταστροφέας δέντρων. Απλώς δεν ανεχόμουν τον επιδεικτικό πατριωτισμό, σαν εκείνον που με είχε τόσο ερεθίσει το βράδυ των Χριστουγέννων, αυτό ήταν όλο.

Ήταν η εποχή που γύριζε τα Φώτα της Πόλης. Είδα μια μέρα την ταινία, πάνω στο μοντάζ. Η σκηνή όπου καταπίνει μια σφυρίχτρα μου φάνηκε υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια, αλλά δεν τολμούσα να του πω τίποτε. Ο Νεβίλ, που συμμεριζόταν τη γνώμη μου, μου είπε ότι ο Τσάπλιν την είχε ήδη κόψει. Αργότερα τη συντόμευσε κι άλλο.

«Μια και σας αρέσει να διαλύετε τα δέντρα, Μπουνιουέλ, κάντε το τώρα αμέσως, για να τελειώνουμε».

Ο Τσάπλιν ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος με μικρή αυτοπεποίθηση. Δίσταζε, ζητούσε συχνά συμβουλές. Επειδή συνέθετε τη μουσική για τις ταινίες του ενώ κοιμόταν, εγκατέστησε κοντά στο κρεβάτι του μια πολύ περίπλοκη συσκευή μαγνητοφώνου. Μισοξύπναγε και μουρμούριζε μερικές νότες, πριν ξανακοιμηθεί. Μ’ αυτό τον τρόπο, και με πλήρη αφέλεια, ξανάγραψε αυτούσια για κάποια από τις ταινίες του, τη μουσική του τραγουδιού Η Βιολετέρα, πράγμα που του κόστισε μια δίκη και αρκετά λεφτά.

Είδε τον Ανδαλουσιανό σκύλο τουλάχιστον δέκα φορές στο σπίτι του. Την πρώτη φορά, μόλις είχε αρχίσει η προβολή, ακούσαμε πίσω μας έναν δυνατό θόρυβο. Ο κινέζος οικονόμος του, που εκτελούσε χρέη μηχανικού προβολής, έπεσε ξαφνικά κάτω, λιπόθυμος.

Αργότερα ο Κάρλος Σάουρα μου είπε ότι όταν η Τζέραλντιν Τσάπλιν ήταν μικρή, ο πατέρας της τής διηγόταν ορισμένες σκηνές από τον Ανδαλουσιανό σκύλο, για να την τρομάξει.

 

* Τόνο: Ισπανός ευθυμογράφος, που «είχε προσληφθεί στο Χόλλυγουντ, για να εργαστεί στις ισπανικές βερσιόν των αμερικάνικων ταινιών. Στα 1930 ο κινηματογράφος γινόταν ομιλών», διαβάζουμε σ’ ένα άλλο σημείο του βιβλίου.

** Έντγκαρ Νεβίλ, Ουγκάρτε: «δυο Ισπανοί συγγραφείς, που επίσης δούλευαν στο Χόλλυγουντ».

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουίς Μπουνιουέλ «Η τελευταία πνοή» (από το κεφάλαιο «Αμερική»). Μετάφραση από τα γαλλικά: Μαρία Μπαλάσκα. Εκδόσεις Οδυσσέας, 2015. (Πρώτη έκδοση: 1984).    

 

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top