Αναζητώντας μια ομορφιά τόσο σπινθιρίζουσα, τόσο κομψή, τόσο ελεύθερη, ο Jeanloup Sieff μετέτρεψε τη δουλειά του σε έργο τέχνης (jeanloupsieff.com).

    «Ήταν γοητευτικός, λυγερός, κομψός και μιας διακριτικότητας στις κινήσεις που τον διαφοροποιούσε από τους βαβουριάρικους τρόπους που είχαν καταλάβει τη γαλλική κοινωνία στα τέλη των ‘50s, αρχές ‘60s. Λες και πλανιόταν πάνω από τους θορύβους της επικαιρότητας, λες κι εκείνος χόρευε όταν οι άλλοι περπατούσαν. […] Αγάπησα κυρίως την ευγένειά του, την ικανότητά του ν’ ακούει παρά την ιδιότητά του τού σταρ της φωτογραφίας, τη φιλοδοξία του που σιγόκαιγε, το πάθος του για τις ωραίες γυναίκες, για τους δρόμους της Νέας Υόρκης, τα ιταλικά Σαββατοκύριακα, το Λονδίνο της Jean Shrimpton, τα μουσεία, τις πλαζ, τη φιλία, τον έρωτα, κι αυτήν την παράξενη και διαρκή μελαγχολία που ερχόταν σε αντίθεση με την εικόνα του νεαρού πρίγκιπα», γράφει γι’ αυτόν ο συγγραφέας Φιλίπ Λαμπρό.

    Μιλάω για τον Jeanloup Sieff (1933-2000), γι’ αυτόν τον μεγάλο Γάλλο φωτογράφο, τον αιώνιο έφηβο με τα μακριά ανάκατα μαλλιά και το γαλάζιο βλέμμα, που πέταξε μακριά ένα Σεπτέμβριο πριν από 20 χρόνια. Που καλεσμένοι του ήταν η Τζέιν Μπίρκιν κι ο Γκενσμπάρ, η Σαρλότ Ράμπλινγκ ενίοτε ντυμένη, ο Ρομέν Γκαρί, η Ρόμι Σνάιντερ, ο Φρανσουά Τρυφώ κάτω απ’ την ομπρέλα του, η Φρανσουάζ Σαγκάν μεθυσμένη από την επιτυχία του Καλημέρα θλίψη μέσα στο αγωνιστικό της αυτοκίνητο. Καταφέρνει ακόμα και τον Χίτσκοκ, έτοιμο να κατασπαράξει ένα όμορφο τοπ-μόντελ μπροστά σ’ ένα σπίτι του Χόλιγουντ –σκηνικό για το Ψυχώ.

    Η γυμνόστηθη Sylvie και ο François Truffaut (jeanloupsieff.com).

    Είναι στη φωτογραφία μόδας που ο Ζανλού Σιέφ οφείλει το όνομά του ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, συνεργαζόμενος με τη Vogue, το Elle, το Esquire, το Harper’s Bazaar μεταξύ άλλων. Το στυλ των γυναικών του είναι εικονίσματα με ατελείωτες γάμπες-διαβήτες που τοπογραφούν την αγγλική εξοχή, τις αγορές, τις παραλίες με τα βότσαλα.

    Η Sophie Marceau και ο Jean-Paul Sartre (jeanloupsieff.com).

    Έχει εμμονή με τη σύλληψη της μοναδικής στιγμής, τη σύνθεση, τη χρήση του ευρυγώνιου φακού, το βάθος του μαύρου, την ποιότητα της λήψης. Αναζήτηση μιας ομορφιάς τόσο σπινθιρίζουσας, τόσο κομψής, τόσο ελεύθερης που μετατρέπει τη δουλειά του σε έργο τέχνης, και τον δήθεν επιφανειακό Σιέφ σε τροβαδούρο μιας ευτυχισμένης εποχής, εκείνης των «Trente Glorieuses».

    Γυμνό σε καναπέ (christies.com).

    Βιρτουόζος της Rolleiflex, μαέστρος του ασπρόμαυρου, ο Σιέφ μάς άφησε το 2000 και μαζί ένα έργο γεμάτο αντιστίξεις, προσιτό και υπέροχο. Έχοντας σημαδευτεί από το σουρεαλισμό του Βρετανού φωτογράφου Bill Brandt, θα γυρίσει την πλάτη στη γαλλική σχολή, αυτήν των φίλων του Doisneau και Cartier-Bresson.

    Μετά από διάφορα ρεπορτάζ για το περίφημο πρακτορείο Magnum (για την Πολωνία, την Ιταλία, την Ελλάδα) και τη συνεργασία του με τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα, το 1961 εγκαθίσταται στην Αμερική, ως φωτογράφος μόδας. Είναι η εποχή του Harper’s Bazaar: οι προϋπολογισμοί εκτοξεύονται, τα μανεκέν παρελαύνουν, η καριέρα του εκτινάσσεται. Θα θυμάται συγκινημένος εκείνη την περίοδο: «Ευλογημένη εποχή όπου μπορούσαμε ακόμα να φωτογραφίζουμε διασκεδάζοντας και δείχνοντας κάτι παραπάνω από βαρετά φορέματα».

    Από το φακό του θα παρελάσουν ο Μοντάν και η Ντενέβ, ο Κερκ Ντάγκλας, ο Coluche και ο Ροσφόρ.

    Το κύρος που απολαμβάνει και τα οικονομικά του θα του επιτρέψουν να ανοίξει το δικό του στούντιο στο Παρίσι το 1966 και να παντρευτεί την επίσης φωτογράφο Barbara Rix με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά. Από το φακό του θα παρελάσουν ο Μοντάν και η Ντενέβ, ο Κερκ Ντάγκλας, ο Coluche και ο Ροσφόρ. Μαζί ένας YSL γυμνός και μυώδης, για την προώθηση του νέου του αρώματος. Αυτό που ξέρει καλά είναι να αιχμαλωτίζει εκείνη τη μοναδική στιγμή που ο άλλος αφήνει να αχνοφανεί ένα κλάσμα της ψυχής του.

    Ένας μαέστρος του ασπρόμαυρου και του γυναικείου σώματος ((jeanloupsieff.com).

    Τη δεκαετία του ’70 θα μας χαρίσει, μεταξύ τόσων άλλων, μια σειρά σεληνιακών τοπίων της Κοιλάδας του Θανάτου. Ένα στυλ γεννιέται, και μαζί μια αισθητική. Μέσα από ένα παιχνίδι φίλτρων, με μασκαρίσματα και σοφολογιότατες λήψεις. Ο Sieff αγαπούσε τη φύση, τις ομίχλες της Νορμανδίας ή της Σκοτίας, τις ερήμους και τα ηφαιστειογενή μορφώματα. Η μελαγχολία τους τον έκανε να αναπνέει καλύτερα, εξηγούσε.

    Ο Serge Gainsbourg και ο Yves Saint Laurent (jeanloupsieff.com).

    Όλοι οι φωτογράφοι του ντουνιά αρχίζουν να την ψάχνουν με ουρανούς «α λα Ζανλού Σιέφ», δραματικούς, στα όρια της υπερβολής. Η τεχνική αυτή, όπου το φως δεν φωτίζει, αλλά εκπέμπεται εκ των έσω, θα γίνει η υπογραφή του. Και η συχνή χρήση του ευρυγώνιου στα πορτρέτα του δημιουργεί μια συνταρακτική απόσταση από τα πρόσωπα την ώρα που εκείνα κοιτούν τον θεατή κατάματα.

    Tα γυναικεία οπίσθια. Φωτογράφισε δεκάδες (jeanloupsieff.com).

    Άλλο αγαπημένο του θέμα: τα γυναικεία οπίσθια. Φωτογράφισε δεκάδες. Στις άψογες συνθέσεις του, το γυμνό δεν είναι ποτέ χυδαίο, μόνο προκλητικό, θεάρεστο. Τα κορίτσια του αστράφτουν, μεγαλύνονται μέσα από τις ατέλειές τους. Η προσέγγιση του Σιέφ είναι φορμαλιστική, αλλά εξόχως αισθησιακή. Πρόκειται για τον ντροπαλό προβοκάτορα μιας αναχρονιστικής ευγένειας.

    H Κατρίν Ντενέβ (loeildelaphotographie.com) και η Τουίγκι (jeanloupsieff.com).

    Αυτός ο γιος Πολωνών εμιγκρέδων είχε ανέκαθεν την έφεση να χαϊδεύει γυναικεία κορμιά. Τα ήθελε βεργολύγερα σαν τα γλυπτά του Τζιακομέτι, να δοξάζονται κάτω από τσαλακωμένες μαύρες δαντέλες. Ο κόσμος της τέχνης δεν τον συμπαθούσε. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Αυτό δεν εμπόδισε τούτον τον δανδή που λες και βγήκε από την πένα του Προυστ να καρφιτσώσει στο στήθος του κάμποσα βραβεία, μεταξύ των οποίων εκείνο του τίτλου του «Ιππότη των Τεχνών και των Γραμμάτων» στο Παρίσι το 1981, και το «Μεγάλο Εθνικό Βραβείο Φωτογραφίας» το 1992.

    Τα τοπία του και μια αυτοφωτογραφία (jeanloupsieff.com).

    Το τελευταίο του βιβλίο δημοσιεύτηκε λίγο πριν από το θάνατο του. Έφερε έναν τίτλο ειρωνικό, κομψό και διαισθητικό. Ήταν το «Κάντε σαν να μην είμαι εδώ» (Faites comme si je n’étais pas là). Είχαν προηγηθεί μπόλικα άλλα άλμπουμ, των οποίων τα κείμενα έγραφε πάντα ο ίδιος. Ο «επιφανειακός και ελαφρόμυαλος» αυτός τύπος, όπως χαρακτήριζε τον εαυτό του παντρεύοντας σαρκασμό και μελαγχολία, παρέθετε μέσα Προυστ και Μωπασάν, Περέκ και Γκιτρύ, Σιοράν και Βαλερύ.

     

    Διαβάστε ακόμα: Adios, Maestro Quino.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top