Η όπερα του Σοστακόβιτς Lady Macbeth of Mtsensk παραπέμπει σε μια ζοφερή ιστορία.

Ήδη από τον τίτλο της με τη σαιξπηρική αναφορά η όπερα του Σοστακόβιτς Lady Macbeth of Mtsensk παραπέμπει σε μια ζοφερή ιστορία. Η Katerina Izmailova είναι μια γυναίκα θύμα μιας καταπιεστικής πατριαρχικής κοινωνίας στη ρωσική επαρχία του 19ου αιώνα, καταπιεσμένη αρχικά από την οικογένειά της και από την έλλειψη διεξόδων και φιλοδοξιών για την έξοδο από τη μιζέρια.

Η λίγη ίσως ελευθερία που μπόρεσε να γευτεί στην πολύ νεαρή της ηλικία περιορίστηκε και αυτή από έναν συμβατικό γάμο, χωρίς παιδί με έναν άντρα αδύναμου χαρακτήρα και έναν πολύ εξουσιαστικό πεθερό. Αυτός την κατηγορεί για το γεγονός ότι δεν έχει αποκτήσει παιδιά, ενώ είναι σε θέση λόγω της δικής του έντονης ερωτικής ζωής στο παρελθόν, να διαγνώσει την ανισορροπία μεταξύ της εκρηκτικής Κατερίνας που διψάει για ζωή και του υποτονικού γιού του.

Ο πεθερός της είναι ευκατάστατος, ο πλουσιότερος της περιοχής, κάτι που δίνει και μια κοινωνική διάσταση στις δυναμικές της σχέσης του με την Κατερίνα. Ενώ κυβερνά με σιδηρά πειθαρχία τα αγροκτήματά του, επιδιώκοντας να προσαρμόσει και τη νύφη του στα μέτρα του κοινωνικού της ρόλου, όπως το βλέπει αυτός.

Ο Σοστακόβιτς φρόντισε να δημιουργήσει μία ηρωίδα με πολύπλοκο χαρακτήρα με ψυχολογικό βάθος και αντιφάσεις, που ακροβατεί ανάμεσα στην ευαίσθητη πονεμένη γυναίκα-θύμα και την αδίστακτη εγκληματία.

Με συσσωρευμένη την οργή και την απελπισία ετών και αφορμή τον έρωτά της για έναν από τους εργάτες και την κακομεταχείρισή του από τον πεθερό της που τους συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω, η Κατερίνα μεταβάλλεται από θύμα σε θύτη. Δηλητηριάζει τα μανιτάρια του πεθερού της και αργότερα με τη βοήθεια του εραστή της δολοφονεί και τον άντρα της.

Στη δίνη του έρωτα, το ζεύγος προσπαθεί να ξεφύγει από το παρελθόν του, αλλά η ψευδαίσθηση ευτυχίας κρατάει πολύ λίγο. Η αστυνομία ανακαλύπτει το πτώμα του συζύγου της και οι δυο εραστές συλλαμβάνονται και στέλνονται σε μια φυλακή της Σιβηρίας. Εκεί η Κατερίνα μεταβάλλεται και πάλι σε θύμα.

Ο σύντροφός της αναλογιζόμενος την κατάσταση στην οποία τον έφερε ο έρωτάς του για την Κατερίνα χάνει το πάθος του και αναζητά παρηγοριά σε μία άλλη κατάδικο, ενώ η Κατερίνα ζει μόνο για εκείνον. Όταν εκείνος προσποιούμενος ότι την αγαπά, τις κλέβει τις κάλτσες της, για να εξαγοράσει τον έρωτα της Σονιέτας, η απελπισία της Κατερίνας κορυφώνεται. Έτσι πέφτει στη λίμνη παρασύροντας όμως στο θάνατο και την καινούρια ερωμένη του πρώην συντρόφου της.

Ο τότε Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν πήγε να παρακολουθήσει μία παράσταση στη Μόσχα και έφυγε δυσαρεστημένος πριν το τέλος της, προφανώς ενοχλημένος.

Η αδυσώπητη ειρωνεία και κοινωνική κριτική του έργου προφανώς δεν στρέφεται μόνο εναντίον της παραδοσιακής ρωσικής κοινωνίας και της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά και εμφανώς εναντίον των κρατικών θεσμών.

Η περιπέτεια μίας όπερας επί Στάλιν

Ο Σοστακόβιτς βρήκε ενδιαφέρουσα αυτή την ιστορία πάθους και εγκλήματος και φρόντισε να δημιουργήσει έναν πολύπλοκο χαρακτήρα με ψυχολογικό βάθος και αντιφάσεις, που ακροβατεί ανάμεσα στην ευαίσθητη πονεμένη γυναίκα-θύμα και την αδίστακτη εγκληματία, πολύ πέρα από μια απλή χωριατοπούλα που εγκλημάτησε.

Το, βασισμένο, στο βιβλίο του Nikolai Lesko από το 1865, λιμπρέτο έγραψε ο Aleksander Preis σε συνεργασία με τον συνθέτη. Η όπερα ολοκληρώθηκε το 1932, έκανε την πρεμιέρα της στο πάλαι ποτέ Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη) το 1934 και είχε για ένα διάστημα ιδιαίτερη επιτυχία.

Λίγο καιρό αργότερα όμως, ο τότε Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν πήγε να παρακολουθήσει μία παράσταση στη Μόσχα και έφυγε δυσαρεστημένος πριν το τέλος της, προφανώς ενοχλημένος τόσο από τις μουσικές καινοτομίες του νεαρού συνθέτη, όσο και από το γεγονός ότι η αδυσώπητη ειρωνεία και κοινωνική κριτική του έργου προφανώς δεν στρέφεται μόνο εναντίον της παραδοσιακής πατριαρχικής ρωσικής κοινωνίας και της ορθόδοξης εκκλησίας, κάτι που θα ήταν στο πνεύμα του καθεστώτος, αλλά και εμφανώς εναντίον των κρατικών θεσμών και της αστυνομίας, παρουσιάζοντας μεταξύ άλλων μια ζοφερή, ίσως και αδιέξοδη, κοινωνική πραγματικότητα. Κάτι που αντέβαινε στην αισιοδοξία για το μέλλον που ήθελε να προβάλει το κομμουνιστικό καθεστώς.

Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε, πιθανότατα με την ανάμειξη του ίδιου του Στάλιν, μια ισοπεδωτική κριτική στη εφημερίδα «Πράβντα». Αυτό είχε εξοντωτικές συνέπειες για το συνθέτη. Η όπερα κατέβηκε άμεσα και ο ίδιος άρχισε να έχει προβλήματα με το καθεστώς.

Ο Σοστακόβιτς, ενώ σχεδίαζε να γράψει μία τετραλογία- τέσσερις όπερες με θεματική από τη Ρωσία και τη Ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα δεν ξαναέγραψε ποτέ όπερα. Μετά το θάνατο του Στάλιν δημιούργησε μια λιγότερο «σκληρή» εκδοχή της όπερας, η οποία ξανανέβηκε στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση. Όμως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσες από αυτές τις αλλαγές έγιναν για να μπορέσει η όπερα να ξεπεράσει τα προβλήματα με το καθεστώς και πόσες οφείλονται στην επιθυμία του ώριμου πια συνθέτη να κάνει βελτιώσεις. Η όπερα σε κάθε περίπτωση είχε και έχει επιτυχία στον δυτικό κόσμο και παρουσιάστηκε πρόσφατα και στην Αθήνα.

Ο μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστόνης, ο Λετονός αρχιμουσικός Άντρις Νέλσονς, έχει μια ιδιαίτερη έφεση στην όπερα.

Ο Νέλσονς έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική του Σοστακόβιτς και έχει ξεκινήσει την ηχογράφηση όλων των, μεγάλης κλίμακας, έργων του συνθέτη.

Η πρώτη παρουσίαση ολόκληρης της όπερας

Αποσπάσματα της όπερας είχαν παρουσιαστεί από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης υπό τον Artur Rodziński στο Carnegie Hall το Νοέμβριο του 1934, λίγους μόλις μήνες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα. Όμως  η παράσταση της προηγούμενης εβδομάδας ήταν η πρώτη παρουσίαση ολόκληρου του έργου στην ιστορική σκηνή.

Αυτό έγινε στα πλαίσια της ετήσιας επίσκεψης της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστόνης στη Νέα Υόρκη. Η ιστορική ορχήστρα σχεδόν κάθε χρόνο φροντίζει να φέρνει στη Νέα Υόρκη εκτός από τα συμφωνικά και ένα έργο όπερας (ή παλιότερα κάποιο ορατόριο). Όμως ο μουσικός της διευθυντής, ο Λετονός αρχιμουσικός Άντρις Νέλσονς, έχει μια ιδιαίτερη έφεση στην όπερα, ειδικότερα στην όπερα του ύστερου 19ου και 20ου αιώνα, καθώς επίσης και στα μεγάλης κλίμακας έργα με κορυφαίους κατά τεκμήριο σολίστ.

Έτσι τα προηγούμενα χρόνια είχε παρουσιάσει με την ορχήστρα την Ηλέκτρα του Richard Strauss, τον Wozzeck του Alban Berg, οδηγώντας την ορχήστρα σε κορυφαίες επιδόσεις. Η δε Σαλώμη του Richard Strauss και πάλι σε μορφή συναυλίας στο Carnegie Hall με τη Φιλαρμονική της Βιέννης tο 2014 ήταν μια κορυφαία στιγμή!

Ο Νέλσονς επίσης έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική του Σοστακόβιτς και έχει ξεκινήσει, από την εποχή που ανέλαβε την ορχήστρα, την ηχογράφηση όλων των, μεγάλης κλίμακας, έργων του συνθέτη. Έχουν ήδη εκδοθεί τα τελευταία τρία Cds, που ολοκληρώνουν τον κύκλο των 15 συμφωνιών και αναμένεται να ακολουθήσει και η Lady Macbeth. Πολλές από αυτές τις συναυλίες, αφού ηχογραφούνταν στη Βοστόνη έρχονταν και στο Carnegie Hall και αποτελούσαν πάντα μια ξεχωριστή εμπειρία. Τρεις από αυτές τις ηχογραφήσεις έχουν κερδίσει και βραβείο Grammy την κατηγορία “Best Orchestral Performance”!

Η όπερα παρουσιάστηκε σε μορφή συναυλίας semi-concertante, όπου οι τραγουδιστές προσπαθούσαν να αποδώσουν κάποια στοιχεία της σκηνικής δράσης.

Η Λετονή Kristine Opolais στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κατερίνας στην όπερα του Σοστακόβιτς ήταν μία λαμπερή παρουσία.

Μία όπερα ως συναυλία semi-concertante

Η όπερα παρουσιάστηκε σε μορφή συναυλίας concertante, ίσως ακριβέστερα semi-concertante, όπου οι τραγουδιστές προσπαθούσαν να αποδώσουν κάποια στοιχεία της σκηνικής δράσης. Όμως οι χαρακτηριστικές στην όπερα σκηνές της «ωμής» θα λέγαμε σεξουαλικότητας και βίας, όπως η σκηνή του μαστιγώματος του εραστή της Κατερίνας Σεργκέι, δεν επιχειρήθηκε να αποδοθούν και απλώς υπονοήθηκαν.

Ενώ η ορχήστρα και ο αρχιμουσικός της, είναι πάντα, κατά κάποιο τρόπο, οι πρωταγωνιστές αυτών των συναυλιών, η σοπράνο στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κατερίνας στην όπερα του Σοστακόβιτς είναι μια πάντα λαμπερή παρουσία. Η Λετονή Kristine Opolais έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη Ελλάδα, αφού ο παππούς της ήταν Έλληνας. Παρόλο που η ίδια δεν έζησε μαζί του και δεν μιλάει ελληνικά, έχει αίσθηση της καταγωγής της και την μνημονεύει σε κάθε ευκαιρία στις συνεντεύξεις της. Έρχεται στην Ελλάδα για διακοπές, όταν της επιτρέπει το πολύ απαιτητικό πρόγραμμά της. Ενώ έχει εμφανιστεί και στην Αθήνα, αναλαμβάνοντας στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού το 2022, τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο στην Τόσκα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Επίσης έχει εμφανιστεί και στην Κύπρο.

Την προηγούμενη περίοδο εμφανίστηκε συχνά και στη Μετροπόλιταν Όπερα με τον υπογράφοντα να την έχει απολαύσει και πάλι στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο της Manon Lescaut του Puccini. Η Λετονή πρωταγωνίστρια μας υποσχέθηκε να μιλήσει για την καριέρα της και για τη σχέση της με την Ελλάδα στο Άντρο, μόλις το ιδιαίτερα βεβαρυμμένο πρόγραμμά της το επιτρέψει.

Ο ρόλος της πρωταγωνίστριας στο έργο του Σοστακόβιτς, γραμμένος για δραματική σοπράνο, ήταν μια μεγάλη πρόσκληση για την Opolais.

Η Opolais ενσάρκωσε με πολύ πειστικό και γοητευτικό τρόπο την (αντί-) ηρωίδα του έργου.

Η θριαμβευτική επιστροφή της Kristine Opolais

Εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα από τον Πουτσίνι τόσο τεχνικά-φωνητικά όσο και ερμηνευτικά, ο ρόλος του Σοστακόβιτς, γραμμένος για δραματική σοπράνο, ήταν μια μεγάλη πρόσκληση για την Opolais για την επάνοδό της μετά από καιρό στη Νέα Υόρκη. Ήτα μία εμφάνιση όπου κατάφερε να ανταποκριθεί με επιτυχία, κερδίζοντας το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού της πόλης, το οποίο τη γνωρίζει από τις εμφανίσεις της στη ΜΕΤ και την αγαπάει.

Η Λετονή τραγουδίστρια από τις πρώτες χαμηλότερες νότες στις οποίες έδωσε ιδιαίτερα σκοτεινά χρώματα έκανε έντονη προσπάθεια να υπερβεί τις ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες του ρόλου. Σε άπταιστα ρωσικά παρά τις όποιες ενστάσεις – δεν είναι άλλωστε δραματική σοπράνο – διαφοροποίησε τις πολλές πτυχές του χαρακτήρα που ενσάρκωνε, από την ευαίσθητη και μόνη γυναίκα της πρώτης σκηνής, στην σχεδόν σαδιστική δολοφόνο της συνέχειας και πάλι στην προδομένη από τον εραστή της απελπισμένη γυναίκα και ξανά εκδικητική δολοφόνο αλλά και αυτόχειρα του φινάλε.

Ήταν ιδιαίτερα λυρική στις τρυφερές σκηνές και εξόχως μελαγχολική στις μοναχικές στιγμές της Κατερίνα. Εκείνο όμως που έβαλε σε δεύτερο πλάνο τις τεχνικές απαιτήσεις και είναι χαρακτηριστικό – το θυμόμαστε και από την Manon Lescaut – είναι οι εξαιρετικές ερμηνευτικές ικανότητες της Opolais η οποία με τις εκφράσεις του προσώπου της, τις κινήσεις της πάνω στη σκηνή και τη διάδραση με τους συναδέλφους της ενσάρκωσε με πολύ πειστικό και γοητευτικό τρόπο την (αντί-) ηρωίδα του έργου. Ιδιαίτερα, χωρίς να υστερήσει στα έντονα ξεσπάσματα, τις σαγηνευτικές και μελαγχολικές-ευαίσθητες διαστάσεις του σε μια ιδιαίτερη προσωπική προσέγγιση του ρόλου.

Το Carnegie Hall είναι ένας εξαιρετικός χώρος για όπερα, ίσως καλύτερος και από τα παραδοσιακά κτίρια όπερας.

Η αίθουσα του Carnegie Hall, ένας ιδανικός χώρος για συμφωνικές ορχήστρες.

Η γενναιόδωρη ακουστική του Carnegie Hall

Το Carnegie Hall είναι ένας εξαιρετικός χώρος για όπερα, ίσως αν θέλουμε να υπερβάλλουμε λίγο, ίσως καλύτερος από τα παραδοσιακά κτίρια όπερας. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Όχι μόνο γιατί η ακουστική του είναι γενναιόδωρη, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, με τους τραγουδιστές αλλά κυρίως γιατί δεν μεσολαβεί κάποιος τοίχος μεταξύ της ορχήστρας και του κοινού με αποτέλεσμα οι ακροατές της πλατείας να ακούνε πολύ καθαρά.

Αυτό αποτελεί ιδιαίτερο πλεονέκτημα όταν μια τόσο αξιόλογη ορχήστρα μετατρέπεται σε οπερατική, ένας τόσο αναλυτικός μαέστρος και βαθύς γνώστης του έργου του συγκεκριμένου συνθέτη, είναι σε θέση να αναδείξει κάθε λεπτομέρεια της παρτιτούρας και ο θεατής αισθάνεται να είναι στη καρδιά του «οργιαστικού» ορχηστρικού γίγνεσθαι του Σοστακόβιτς. Αυτή η αίσθηση επιτείνονταν καθώς τα επιπλέον χάλκινα πνευστά στα ορχηστρικά ιντερλούδια είχαν τοποθετηθεί μέσα στην πλατεία στο δεξιό τοίχο της αίθουσας, με τους μουσικούς να κάθονται στις δεξιές θέσεις του Stern Auditorium όταν δεν έπαιζαν.

Ο Αυστριακός βαθύτονος Günther Groissböck κυριάρχησε στη σκηνή του Carnegie Hall σε μία κορυφαία ερμηνεία του ρόλου του πεθερού της Κατερίνας.

Τα χρώματα της φωνής του προσαρμόστηκαν για να ταιριάξουν σε αυτό το ρόλο ενός πολύ δυναμικού, εξουσιαστικού, κτητικού, φαλλοκρατικού αρσενικού.

Ο ταλαντούχος βαθύτονος Günther Groissböck 

Ο μόνος που ίσως συναγωνιζόταν σε ένταση τη μεγάλη ορχήστρα και καμιά φορά ίσως να υπερτερούσε κιόλας, ήταν ο Günther Groissböck σε μία κορυφαία ερμηνεία του ρόλου του πεθερού της Κατερίνας Boris Izmailov. Με τα χρώματα της φωνής του να προσαρμόζονται για να ταιριάξουν σε αυτό το ρόλο ενός πολύ δυναμικού αλλά ταυτόχρονα εξουσιαστικού, κτητικού, φαλλοκρατικού αρσενικού που φαντασιώνονται μάλιστα, αναπολώντας τις νεανικές του κατακτήσεις και αμαρτίες, να αφήσει εκείνος έγκυο τη νύφη του, αφού ο γιος του όπως τον περιγράφει είναι «λίγος», ο Αυστριακός βαθύτονος κυριάρχησε στη σκηνή.  Μετά το δηλητήριο που τον σίγησε, επανήλθε από το Grand Tier (από το μπαλκόνι του Carnegie Hall, πίσω από τους θεατές) σαν από το υπερπέραν, και πάλι καθηλωτικός, ως το φάντασμα του Boris που εμφανίζεται στον ανήσυχο ύπνο της Κατερίνας και καταριέται εκείνη και τον εραστή της.

Ο Groissböck, είχε κερδίσει τις εντυπώσεις, στην περσινή σαιζόν σε έναν άλλο εξόχως εξουσιαστικό ρόλο, αυτόν του βασιλιά Φιλίππου του Δευτέρου, και πάλι με έναν αδύναμο γιο, τον Δον Κάρλος στο ομώνυμο αριστούργημα του Βέρντι στη Μετροπόλιταν, διαδεχόμενος έναν τραγουδιστή που είχε ταυτιστεί σχεδόν με το βασιλιά Φίλιππο, τον σπουδαίο Ferruccio Furlanetto. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε αυτή την παράσταση του Don Carlo έκανε το ντεμπούτο του στη ΜΕΤ και ο Έλληνας βαθύτονος Αλέξανδρος Σταυρακάκης.

Ο Groissböck που εμφανίζεται τακτικά στη ΜΕΤ, είχε ξεχωρίσει και πριν αρκετά χρόνια στην Αραμπέλλα του Richard Strauss. Ακόμα εμφανίζεται τακτικά στο Φεστιβάλ του Beyreuth καθώς και στον κορυφαίο και ιστορικό θεσμό της πατρίδας του, την Κρατική Όπερα της Βιέννης.

Λιγότερο εκφραστικοί από την Opolais, αλλά δυναμικοί, πειστικοί και φωνητικά άρτιοι οι υπόλοιποι συντελεστές του έργου.

Στο τέλος της τρίωρης οπερατικής εμπειρίας, το κοινό ξέσπασε σε παρατεταμένα χειροκροτήματα.

Η αρτιότητα των υπόλοιπων συντελεστών

Λιγότερο εκφραστικοί από την Opolais αλλά φωνητικά άρτιοι ο τενόρος Brenden Gunnell στο ρόλο του Sergei και ο Peter Hoare το ρόλο του συζύγου Zinovy Ismailov. Δυναμική και πειστική η Maria Barakova ως Sonyetka. Από τους μικρότερους ρόλους ξεχώρισε ο Alexander Kravets που με ένα μπουκάλι ποτό στο χέρι και με την κοιλιά του να φαίνεται από το ανοιχτό πουκάμισο ήταν έξοχος ως ένα από τους χωρικούς-αγρότες και σκόρπισε επαλειμμένα το γέλιο στην αίθουσα, συμβάλλοντας στο να αναδειχθούν τα εξόχως ειρωνικά χαρακτηριστικά της όπερας του Σοστακόβιτς.

Στοιχεία αυτής της ειρωνείας και της κριτικής στους θεσμούς υπάρχουν και πάλι εν μέρει με χιουμοριστικό τρόπο στους ρόλους του ορθόδοξου ιερέα, τον οποίο υποδύθηκε ο Goran Jurić που έρχεται να εξομολογήσει τον Boris που πεθαίνει δηλητηριασμένος και δεν καταλαβαίνει ή δεν θέλει να καταλάβει όταν του λέει ότι δολοφονήθηκε, και του αστυνομικού επιθεωρητή που με πολύ αστείο τρόπο περιγράφει τις προθέσεις και τις πρακτικές της αστυνομίας, στοιχεία που ανέδειξε ο Anatoli Sivko.

Διευθυντής της, επίσης έξοχης, χορωδίας Tanglewood Festival Chorus είναι ο James Burton ενώ ο μαέστρος Thomas Wilkins ανέλαβε να συνδράμει τον Νέλσονς διευθύνοντας τα εκτός της σκηνής δρώμενα, όπως την εμφάνιση του φαντάσματος από τον χώρο των θεατών.

Στο τέλος της τρίωρης, μουσικής, ιδιαίτερης και εξαιρετικά υψηλού επιπέδου οπερατικής εμπειρίας, το κοινό ξέσπασε σε παρατεταμένα χειροκροτήματα υποδεχόμενο και πάλι μετά από μακρά απουσία με αυτή την εμφατική εμφάνιση, την Kristine Opolais στη Νέα Υόρκη.

 

//Οι φωτογραφίες του Steve Sherman είναι μια ευγενική προσφορά του Carnegie Hall.

 

Διαβάστε ακόμα: Francesco Lotoro: «Ακόμα και στο Άουσβιτς γράφτηκε σπουδαία μουσική»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top