“Έχω την ευκαιρία, υποδυόμενος αυτούς τους Θεούς να παίξω με περισσότερη αίσθηση της εξουσίας”. ©Int. Händel-Festspiele Göttingen / Alciro Theodoro da Silva

Η Σεμέλη του George Frideric Handel είναι η πρώτη διεθνής συμπαραγωγή του Θεάτρου Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας».  Μετά την πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Handel του Γκέτινγκεν (Γερμανία) τον Μάιο του 2023, η νέα παραγωγή σε μουσική διεύθυνση και σκηνοθεσία Γιώργου Πέτρου ανεβαίνει στην Αθήνα με την αρχική διανομή των λυρικών πρωταγωνιστών να ενώνει τώρα δυνάμεις με τη Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Αθηναίων και τη Χορωδία Δωματίου Αθηνών.  Λίγες μέρες πριν τις τέσσερεις αθηναϊκές παραστάσεις (3, 4, 8, 10 Νοεμβρίου) μιλήσαμε με τον διακεκριμένο Βρετανό τενόρο Jeremy Ovenden : η « λυρικά όμορφη, καθαρή και συναισθηματικά ευαίσθητη φωνητική απεικόνιση» του Δία χαιρετίστηκε από την κριτική ως ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ερμηνείας του (Alan Neilson,Opera Wire, June 5 2023).

Θεωρείστε «ένας από τους κορυφαίους τενόρους Μότσαρτ και Χαίντελ στον κόσμο» · εκτός από το προφανές, δηλαδή ότι τραγουδάτε πολύ καλά Μότσαρτ και Χαίντελ, στην πράξη τι σημαίνει αυτό από φωνητική και καλλιτεχνική άποψη;

Για να τραγουδήσει κανείς Mozart και Handel χρειάζεσαι έναν συγκεκριμένο τύπο φωνής. Η φωνητική γραφή τους συχνά βρίσκεται  αρκετά ψηλά στα Φα και Σολ, καθιστώντας την άβολη για ορισμένους τενόρους. Οι τενόροι που ειδικεύονται στον Μότσαρτ και τον Χαίντελ τείνουν να έχουν υψηλότερο passaggio, το οποίο τους επιτρέπει να τραγουδούν αυτή τη μουσική πιο άνετα. Το passaggio [ιταλ. πασάτζο = πέρασμα] είναι το όνομα που δίνεται όταν ένας τραγουδιστής περνάει από τη μεσαία περιοχή της φωνής στην υψηλότερη περιοχή, και χρειάζεται πολλά χρόνια εκπαίδευσης για να κάνει αυτό το πέρασμα ομαλά. Καλλιτεχνικά υπάρχει ένα πολύ σαφές μουσικό ύφος με το οποίο τραγουδά  κάποιος Μότσαρτ και Χαίντελ. Έχει να κάνει με τη μουσική φρασεολογία και με την κατεύθυνση της κολορατούρας, που ο Μότσαρτ και ο Χαίντελ γράφουν συχνά.

 –Σε αντίθεση με τον Τροβατόρε και τον Καλάφ, για παράδειγμα; Ο δάσκαλός σας, ο Nicolai Gedda, τραγούδησε και ηχογράφησε τα πάντα, από τον Μεσσία (σκέφτομαι την ηχογράφηση του Otto Klemperer, με μια φανταστική messa in voce στο πρώτο recitativo) μέχρι την Turnadot.

Ο Nicolai Gedda ήταν ένας πολύ μοναδικός τραγουδιστής, εξαιρετικά ευφυής, και μιλούσε επτά γλώσσες. Ήταν ένας σπουδαίος τεχνικός και η φωνή του ήταν πραγματικά πολύπλευρη, οπότε γιατί να μην τα τραγουδήσει όλα!

«Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις νέες σκηνοθεσίες, αρκεί να είναι πιστές στο κείμενο και στα συναισθήματα, που είναι πολύ επίκαιρα σήμερα και θα εξακολουθούν να είναι στο μέλλον».

Jeremy Ovenden και Marie Lys στη “Σεμέλη” ©Int. Händel-Festspiele Göttingen / Alciro Theodoro da Silva

-Εσείς ξεκινήσατε την καριέρα σας ως τενόρος Μότσαρτ στην Ιταλία. Πώς βρεθήκατε στο Belpaese;

Μετακόμισα στην Ιταλία το 1998. Είχα μια Ιταλίδα φίλη που ήταν βιολονίστα. Είχα το δικό μου διαμέρισμα, αλλά σίγουρα έκανε τη μετάβαση από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ιταλία πιο εύκολη. Μέσα στον πρώτο μήνα άκουσα για μια παραγωγή του Don Giovanni όπου δυσκολεύονταν να βρουν Don Ottavio. Πήγα για ακρόαση και πριν τελειώσω το “Il mio tesoro”, ο υπεύθυνος εμφανίστηκε με ένα συμβόλαιο για 17 παραστάσεις σε όλη τη Βόρεια Ιταλία. Παίξαμε στο Κόμο, την Παβία, την Κρεμόνα, την Μπρέσια, για να αναφέρω μερικά μόνο από τα θέατρα. Υπέγραψα με έναν ατζέντη με επιρροή στην Ιταλία και έτσι ξεκίνησα την καριέρα μου.

 –Και μάλιστα μελοποιήσατε αυτή την εμπειρία σε ένα αρκετά επιτυχημένο άλμπουμ: Mozart, An Italian journey. Ακούγεται σχεδόν αυτοβιογραφικό. Και τραγουδάτε άριες όπως το Il padre adorato σε εκδοχή για τενόρο.

Το ιταλικό ταξίδι δεν είχε σκοπό να είναι αυτοβιογραφικό. Η ιδέα ήταν να παρουσιαστεί ένα μουσικό ταξίδι που να δείχνει την εξέλιξη του Μότσαρτ από νεαρό αγόρι σε ενήλικα. Ξεκινήσαμε με την άρια “Sposa cara ” [Σύζυγε αγαπημένη] από το La Finta Semplice [Η ψευδοαφελής] που έγραψε όταν ήταν μόλις 12 ετών και τελειώσαμε με το “Se all’impero” [Εάν στην εξουσία] από την La Clemenza di Tito [Η επιείκεια του Τίτου] που ήταν η τελευταία ιταλική άρια όπερας που έγραψε ο Μότσαρτ για τενόρο. Προσπαθήσαμε να δείξουμε στον ακροατή πώς εξελίχθηκε ως συνθέτης.

Αν και είμαι σίγουρος ότι τα παιδιά μου με αγαπούν πολύ, δεν θα υπέθετα ποτέ ότι με λατρεύουν! Το “Il padre adorato” [Ο λατρεμένος πατέρας] ήταν μια ευκαιρία να ηχογραφήσουμε μια υπέροχη άρια που τώρα τραγουδιέται τόσο συχνά από mezzo soprano και όχι από τενόρο.

«Πιστεύω ότι το θέατρο πρέπει να είναι μια  εμπειρία διασκεδαστική, αλλά και συγκινητική. Ακόμα και η οpera seria έχει χαρακτήρες που μπορούν να παιχτούν με κάποιο κωμικό ύφος».

“Πιστεύω ότι το θέατρο πρέπει να είναι μια  εμπειρία διασκεδαστική, αλλά και συγκινητική” .©Int. Händel-Festspiele Göttingen / Alciro Theodoro da Silva

-Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη ρομαντική όπερα, ακόμη και στο singspiel, όπου η φωνή του τενόρου αντιπροσωπεύει τον νεαρό παθιασμένο εραστή, στην opera seria, είτε του Μότσαρτ είτε του Χαίντελ, – και η Σεμέλη είναι μάλλον μια αγγλική opera seria σε μορφή ορατορίου – ο τενόρος είναι η φωνή της εξουσίας: ένας πρίγκιπας, ένας απόλυτος βασιλιάς, ακόμη και ένας θεός. Πώς γίνεται κάποιος να τραγουδάει την απόλυτη δύναμη;

Τραγουδώ/ερμηνεύω αυτό που έγραψε ο Μότσαρτ ή ο Χαίντελ. Έχουν επιλέξει πώς να γράψουν για αυτούς τους χαρακτήρες και πώς να απεικονίσουν μια απόλυτη αρχή. Παρόλαυτά έχω και εγώ την ευκαιρία, ενώ υποδύομαι αυτούς τους Θεούς να παίξω με περισσότερη αίσθηση της εξουσίας – ίσως να πάρω περισσότερο χρόνο για να απαγγείλω ένα recitativo, και θα προσπαθήσω να δημιουργώ μια γενική εντύπωση ισχύος όταν βρίσκομαι επί σκηνής.

 –Θα παρακολουθήσουμε τη δραματοποιημένη εκδοχή ενός ορατόριου – που όμως είναι τόσο δραματικό, ώστε θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη και για αποκατάσταση της πραγματικής θεατρικής του υπόστασης. Αλλά πρόκειται επίσης για μια σκηνοθεσία που τονίζει σκόπιμα αυτό που θεωρείται κωμικό στοιχείο της πλοκής. Παρά το “αίσιο τέλος”, η Σεμέλη είναι πολύ δραματική, οπότε η επιλογή της κωμωδίας δεν είναι μάλλον περίεργη;

Πιστεύω ότι το θέατρο πρέπει να είναι μια  εμπειρία διασκεδαστική, αλλά και συγκινητική. Ακόμα και η οpera seria έχει χαρακτήρες που μπορούν να παιχτούν με κάποιο κωμικό ύφος και η χαρά του να ανεβάζεις ένα ορατόριο όπως η Σεμέλη είναι ότι μπορείς να δημιουργήσεις κωμικές στιγμές όπου χρειάζεται, και να κάνεις πιο απολαυστική την εμπειρία. Αυτό επιπλέον προσδίδει στις βαθύτερες στιγμές μεγαλύτερη ένταση. Το μήνυμα της Σεμέλης είναι: να προσέχετε τι εύχεστε, αλλά από τις στάχτες θα αναγεννηθεί ο Φοίνικας: η χαρά αυτής της γης και η απόλαυση του ουρανού.

-Δεδομένων όλων αυτών, τι πιστεύετε ότι κάνει την όπερα να παραμένει επίκαιρη σήμερα; Μήπως είναι ωραία μουσική που χρειάζεται μια δραστική σκηνική ανανέωση για να έχει νόημα για εμάς;

Η όπερα είναι ένα ταξίδι συναισθημάτων. Συναισθήματα που είναι οικεία σε όλους μας: αγάπη, μίσος, εκδίκηση, θάνατος, ευτυχία, θλίψη και προδοσία. Δεν πιστεύω ότι χρειάζονται δραστικά νέες σκηνοθεσίες για να γίνει η όπερα επίκαιρη. Υπάρχει λόγος για τον οποίο η La Boheme του Zeffirelli εξακολουθεί να παίζεται στη Met 40 χρόνια μετά το πρώτο της ανέβασμα και αυτός είναι επειδή οι άνθρωποι απολαμβάνουν να μεταφέρονται πίσω στο χρόνο και να βλέπουν μια όμορφη παραγωγή. Τούτου λεχθέντος: δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις νέες σκηνοθεσίες, αρκεί να είναι πιστές στο κείμενο και στα συναισθήματα, που είναι πολύ επίκαιρα σήμερα και θα εξακολουθούν να είναι στο μέλλον.

-Τότε, παρακαλώ, ας κλείσουμε τη συνέντευξή μας προσπαθώντας να φανταστούμε ποιο σημερινό παγκόσμιο ζήτημα θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα opera seria και πώς θα έπαιρνε ένα lieto fine: αίσιο τέλος.

Ο πόλεμος και οι συγκρούσεις είναι ένα κοινό θέμα στην όπερα και δυστυχώς έχουμε δύο μεγάλους πολέμους που μαίνονται αυτή τη στιγμή. Στην όπερα μπορούμε να έχουμε ένα lieto fine και φυσικά αυτό θα ήταν η παγκόσμια ειρήνη και συγχώρεση, και ότι μέσω της μουσικής μπορούμε όλοι να μονοιάσουμε.

 

“Στην όπερα μπορούμε να έχουμε ένα lieto fine και φυσικά αυτό θα ήταν η παγκόσμια ειρήνη και συγχώρεση, και ότι μέσω της μουσικής μπορούμε όλοι να μονοιάσουμε”. ©Int. Händel-Festspiele Göttingen / Alciro Theodoro da Silva

 //Βιογραφικό σημείωμα

Ο Jeremy Ovenden ξεκίνησε τη μουσική του εκπαίδευση ως χορωδός στον Καθεδρικό Ναό του Γκίλφορντ και κέρδισε υποτροφία μουσικής στο σχολείο Reed’s στο Κόμπαμ. Σε ηλικία μόλις 18 ετών έλαβε υποτροφία για το Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του Λονδίνου, όπου σπούδασε με τον Δρ Νόρμαν Μπέιλι CBE και στη συνέχεια με τον Νιλ Μάκι CBE. Έχοντας λάβει υποτροφία από το Ian Fleming trust, μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές με τον θρυλικό τενόρο Nicolai Gedda. Μετά το Λονδίνο μετακόμισε στο Μιλάνο και απόλαυσε 5 χρόνια ζώντας και δουλεύοντας σε όλη την Ιταλία. Έκανε το ντεμπούτο του ως Don Ottavio στον Don Giovanni του Μότσαρτ σε διεύθυνση Corrado Rovaris και σκηνοθεσία Daniele Abbado. Έκτοτε συνεργάζεται τακτικά με τους Sir Simon Rattle, Riccardo Muti, Daniel Barenboim, Nicholas Harnoncourt, Ivor Bolton, Vladimir Jurowski, Myung-Whun Chung, Ivan Fisher, René Jacobs και πολλούς άλλους κορυφαίους αρχιμουσικούς. Έχει εμφανιστεί στα πιο εμβληματικά θέατρα και φεστιβάλ του κόσμου και έχει συνεργαστεί με τις σπουδαιότερες ορχήστρες.

Στη σκηνή της όπερας, ο Jeremy Ovenden έχει εμφανιστεί στη Σκάλα του Μιλάνου στην Αλτσίνα του Handel με τον Giovanni Antonini, στην Europa Riconsciuta του Salieri με τον Riccardo Muti, στον Don Giovanni του Mozart με τον Gustavo Dudamel, ενώ ερμήνευσε επίσης τον ρόλο στην Staatsoper του Βερολίνου με τον Daniel Barenboim και στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου με τον Ivan Fisher. Ως Ferrando στο Cosi Fan Tutte έχει εμφανιστεί στη Βασιλική Όπερα, Covent Garden, στην Bayerische Oper, και στο Aix en Provence. Απολαμβάνει μια ιδιαίτερα στενή σχέση με το Teatro Real της Μαδρίτης ερμηνεύοντας τις όπερες La Clemenza di Tito και Idomeneo του Μότσαρτ, Rodelinda και Partenope του Χέντελ. Στην Όπερα του Παρισιού έπαιξε τον Νέρωνα στη Στέψη της Ποππαίας του Μοντεβέρντι στη σκηνοθεσία του Robert Wilson. Έχει εμφανιστεί πολλές φορές στο Σάλτσμπουργκ, τόσο στο Mozarteum όσο και στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.

Πρόσφατες κορυφαίες στιγμές στη συναυλιακή σκηνή περιλαμβάνουν το War Requiem του Britten με τον Philippe Herreweghe και τη Σερενάτα για τενόρο, κόρνο και έγχορδα, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ με τον Bernard Labadie, και με τον Ivan Fisher στα BBC Proms, το Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο του Μπαχ με τον Alessandro de Marchi , την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν με τον Vladimir Jurowski. The Dream Of Gerontius του Elgar με την Ορχήστρα Gulbenkian και τον Paul McCreesh, τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Bach με τη Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw σε διεύθυνση του Ivor Bolton.

 

Διαβάστε ακόμα: Alphonse Cemin: «Έχω μάθει πολλά από τον Boulez αλλά και από την Björk».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top