Οι Τσιγγάνοι στο χωριό, δίπλα στη θάλασσα. (Φωτογραφίες: Spiros Katopodis)

Το ξεχασμένο αλλά αξιαγάπητο… μη αριστούργημα του Θεόφραστου Σακελλαριδή (1883-1950), την όπερα Περουζέ, αναβίωσε για δύο βραδιές η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, το Σαββατοκύριακο 16 και 17 Ιουνίου 2018. Από τις δύο παραστάσεις παρακολουθήσαμε τη δεύτερη, σε ένα Ηρώδειο ευχάριστα δροσερό χάρις στα νοτισμένα μάρμαρα της απογευματινής βροχούλας. Καθώς δεν υπήρξε χρόνος να σφουγγαριστεί όλο το Ωδείο, οι ακροατές συγκεντρώθηκαν στο κάτω διάζωμα· η αντήχηση που προσέφερε το κενό άνω διάζωμα είναι πιθανώς ο λόγος που εκείνο το βράδυ η ακουστική ήταν αισθητά καλύτερη από αυτήν που απολαμβάνουμε όταν το κοίλον είναι πλήρες.

Η Περουζέ πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα στις 9 Αυγούστου του 1911 με τεράστια επιτυχία. Το λιμπρέτο οφείλεται στον πετυχημένο δημοσιογράφο και συγγραφέα Γεώργιο Τσοκόπουλο (1871-1923) και αποτελεί ένα είδος βίαιης μουσικής ηθογραφίας. Η θεματική συγγενεύει ασφαλώς με τις ηθογραφικές αναζητήσεις την ελληνικής πεζής και δραματικής γραμματείας στο γύρισμα του αιώνα, αλλά σε αρκετά σημεία θυμίζει και την Κάρμεν του Μπιζέ, μεταξύ άλλων επιρροών όπως ο ιταλικός βερισμός και η βιεννέζικη οπερέτα.

Ο Θάνος με την Ανθούλα ενώ πλησιάζει η Περουζέ.

Η υπόθεση είναι απλή. Σε ένα παραθαλάσσιο χωριό καταφτάνει μια ομάδα τσιγγάνων, που ζητά να κατασκηνώσει εκεί κοντά για λίγο καιρό. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς των χωρικών, ο νεαρός προεστός Θάνος παρεμβαίνει, και τους επιτρέπεται να παραμείνουν. Όμως η σύντροφος του Βασιλιά των Τσιγγάνων, η μάγισσα Περουζέ, τον ερωτεύεται. Ο έρωτας είναι αμοιβαίος και μετά από μια δραματική σκηνή αμφιταλάντευσης, ο Θάνος εγκαταλείπει την αρραβωνιαστικιά του Ανθούλα για την ξενόφερτη γόησσα. Τότε καταφτάνει ειδοποιημένος ο Βασιλιάς των Τσιγγάνων, ανακαλύπτει τον παράνομο έρωτα, φονεύει πρώτα τον αντεραστή του, και αμέσως μετά την άπιστη, που δεν μετανιώνει για την προδοσία. Και αυτό ήταν, τέλος.

Το έργο, οφείλουμε να πούμε, έχει πολλές αδυναμίες στο επίπεδο του λιμπρέτου. Καταρχήν είναι ελάχιστα επεξεργασμένο δραματικά: χαρακτήρες επιφανειακοί, δράση προσχηματική, καταστάσεις που προκύπτουν ξαφνικά, χωρίς ουσιαστική προετοιμασία. Ακόμα χειρότερα, η ίδια η ποιότητα των στίχων δεν είναι σπουδαία. Το πρόβλημα αυτό βέβαια χαρακτηρίζει γενικά την γλώσσα της εποχής, ξένη προς το σύγχρονο γλωσσικό αισθητήριο, δημιούργημα ανθρώπων που φαίνεται να έχουν μαθητεύσει στην καθαρεύουσα, αλλά προσπαθούν να εκφραστούν σε μια δημοτική, που ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί.

Ο Βασιλιάς των Τσιγγάνων.

Όμως μέσα σε αυτό το αντικειμενικά δύσκολο πλαίσιο, ο ποιητής επιδεικνύει πραγματικά αρνητικό χάρισμα. Όταν στην πιο δραματική στιγμή του έργου, αμέσως μετά τον φόνο του Θάνου, η χορωδία των τσιγγάνων φτάνει στον τόπο του εγκλήματος και ανακαλύπτει τον νεκρό, τότε αναφωνεί εν χορώ:
«Ποιο είναι αυτό το πτώμα,
που κείτεται στο χώμα;»
Και το Ηρώδειο πέφτει κάτω από τα γέλια.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, αυτή η ανάλαφρη αντιμετώπιση του κάποτε τραγικού δράματος από το σύγχρονο ακροατήριο, καθιστά το έργο ένα άκρως ευχάριστο θεακρόαμα για μια καλοκαιρινή βραδιά, πόσο μάλλον που η μουσική είναι εξαιρετικά καλογραμμένη. Ο Σακελλαρίδης είναι αδιαμφισβήτητα ταλαντούχος συνθέτης. Αφενός δεν χάνει ευκαιρία να διανθίσει την τραγική ιστορία με ευχάριστα κομμάτια «τοπικού χρώματος», όπως το Τραγούδι του ποτού στην αρχή της Α΄ πράξης ή το φαντασμαγορικό χορωδιακό των Τσιγγάνων αργότερα, με μουσική που θυμίζει ξεκάθαρα οπερέτα, στην οποία άλλωστε θα αναδειχθεί πλήρως η δημιουργική του προσωπικότητα.

Ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Πέτρος) ήταν απολαυστικός στο Τραγούδι του ποτού, που ανοίγει το έργο.

Αλλά και στα «σοβαρά» μέρη, το ερωτικό τρίο Θάνου, Ανθούλας και Περουζέ, παρά την απότομη και αψυχολόγητη μεταστροφή του πρωταγωνιστή, είναι αυθεντικά δραματική μουσική, και, όσο και αν προσπαθεί κανείς να υποβαθμίσει το έργο σε ελληνική εκδοχή της Κάρμεν, η Ανθούλα, ως αντίβαρο της Περουζέ, είναι μουσικοδραματικά μάλλον πιο παρούσα και πιο επιτυχημένη από ό,τι είναι η Μικαέλα στο έργο του Μπιζέ.

Το γνωστότερο κομμάτι του έργου είναι βέβαια η άρια της Περουζέ Νεράιδα του γιαλού, που, αν και ρυθμικά χαρακτηρίζεται χαμπανέρα, γρήγορα στρέφεται μελωδικά προς το Τραγούδι της Βίλια από την Εύθυμη Χήρα του Λέχαρ, με το οποίο άλλωστε μοιράζεται και την θεματική, τον έρωτα ανάμεσα σε έναν θνητό και μια νεράιδα. Διόλου τυχαία, το κομμάτι έκανε ξεχωριστή σταδιοδρομία ως δημοφιλές έργο συναυλιών. Μπορείτε να το ακούσετε σε απόσπασμα από την παράσταση εδώ:

Η παραγωγή υπήρξε ιδιαίτερα φροντισμένη, και αντιμετώπισε το έργο με σεβασμό, χωρίς να απαιτήσει από αυτό περισσότερα από όσα μπορούσε να δώσει, αναδεικνύοντας αντίθετα στο έπακρο όλες τις αρετές του. Η σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπαζή ήταν εύγλωττα αφηγηματική, χωρίς να αναζητά δυσεύρετα επίπεδα ανάγνωσης πέραν από το προφανές, τονίζοντας κατά το δυνατόν τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα του τοπικού χρώματος. Στο Α΄ μέρος η χορωδία φορώντας κίτρινες νιτσεράδες υποδύθηκε τους ψαράδες-χωρικούς, στο Β΄ μέρος τους τσιγγάνους με τα πολύχρωμα φορέματα (Σκηνικά και ενδυμασίες Ελένη Μανωλοπούλου).

Καθώς η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, στήθηκε κατά πλάτος μια εξέδρα που χώριζε τη σκηνή σε δύο επίπεδα, ενώ μια προβλήτα έφτανε μέχρι τη μέση της ορχήστρας. Οι ορχηστρικοί μουσικοί φορούσαν όλοι γαλάζια και κυανά πουκάμισα σε διάφορες αποχρώσεις, και καθώς κινούνταν ο καθένας μαζί ή χωριστά, έδιναν με τους αντίστοιχους φωτισμούς (Αλέκος Αναστασίου) πραγματικά την εντύπωση μιας θάλασσας που κυματίζει, άλλοτε ράθυμα και άλλοτε ταραγμένα, ακολουθώντας πάντα τον ρυθμό της μουσικής. Ήταν πραγματικά πολύ ωραίο.

Η -καθαρόαιμη μεσόφωνος- Κασσάνδρα Δημοπούλου (Περουζέ) διαθέτει μια μεστή μεσαία περιοχή, που ηχοχρωματικά αντιπαρατέθηκε ιδανικά στην υψίφωνο Ανθούλα· σκηνικά ερμήνευσε την Περουζέ ως μοιραία γυναίκα.

Αλλά και μουσικά η παραγωγή ευτύχησε να έχει μια διανομή ισότιμη και δεμένη. Ξεχώρισε η υψίφωνος Άννα Στυλιανάκη (Ανθούλα), που έχει πλέον εξελιχθεί σε μια φωνή που πρέπει να έχουμε υπόψιν μας. Ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Βασιλιάς των Τσιγγάνων) ήταν επιβλητικός όπως πάντα, και ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Πέτρος) απολαυστικός στο Τραγούδι του ποτού, που ανοίγει το έργο, αλλά σε έναν ρόλο που δυστυχώς… δεν ξαναεμφανίζεται! Ο τενόρος Φίλιππος Μοδινός (Θάνος) έχει ωραία φωνή με αξιόλογα φυσικά προσόντα, ενώ η -καθαρόαιμη μεσόφωνος- Κασσάνδρα Δημοπούλου (Περουζέ) διαθέτει μια μεστή μεσαία περιοχή, που ηχοχρωματικά αντιπαρατέθηκε ιδανικά στην υψίφωνο Ανθούλα· σκηνικά ερμήνευσε την Περουζέ ως μοιραία γυναίκα.

Απολύτως εγκρατής του έργου αποδείχθηκε ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, ο οποίος επιμελήθηκε και την παρτιτούρα από το μοναδικό σωζόμενο αντίγραφο, ενώ πολύ καλή στάθηκε η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών. Πολύ καλή μουσική και σκηνική απόδοση είχαν επίσης η Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (διδασκαλία Νίκος Μαλιάρας) και η Χορωδία Θεσσαλονίκης (διδασκαλία Μαίρη Κωνσταντινίδου), επιλεγμένα μέλη των οποίων διέπρεψαν και στους ανατολίτικους χορούς.

 

Διαβάστε ακόμα: Φωτογραφίζοντας την ελληνική θάλασσα από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top