Υπήρξε μια μορφή που ξεπέρασε κατά πολύ τη λογοτεχνία, που, ας μην κρυβόμαστε, στη χώρα μας ποτέ δεν δημιούργησε ήρωες. (φωτό: Alexandros Michailidis / SOOC)

Με τα κλασικά καπέλα του. Την πίπα στο στόμα. Το δαχτυλίδι στον παράμεσο. Το ψεύδισμα που έφερνε έναν παιδικό αέρα στο λόγο του. Παιγνιώδης, χαμογελαστός, χειμαρρώδης. Ο Βασίλης Βασιλικός που πέθανε σήμερα (30/11) σε ηλικία 89 ετών είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Ίσως διότι λόγω των συνθηκών (πολιτικών, κυρίως) δεν «έφαγε» τα χρόνια του μόνο στην ημεδαπή.

Από το 1967, τότε που η Ελλάδα φόρεσε στανικά τον γύψο των συνταγματαρχών, έως το 1994 ο Βασιλικός περιδιάβηκε την Ευρώπη, αλλά και τις ΗΠΑ. Οι σταθμοί του ήταν η Ιταλία, η Γαλλία και η Νέα Υόρκη. Η μόνη φορά που κράτησε ως σταθερή βάση την Αθήνα ήταν την τριετία (81-84) οπότε και ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Ε.Ρ.Τ. επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου.

Αυτός ο συγχρωτισμός με τον έξω κόσμο, του έδωσε έναν αέρα κοσμοπολιτισμού που όχι μόνο δεν τον περιέφερε ωσάν σπάνιο κτέρισμα (άλλος στη θέση του θα καμάρωνε μπρος στην μικροαστική μαυρίλα της Ελλάδας), αλλά αντιθέτως τον τοποθετούσε σ’ ένα μέτρο σκέψεων που τον βοήθησε αρκετά στην τέχνη του. Ο Βασιλικός κατανόησε πολύ νωρίς πως τα μεγάλα μυθιστορήματα γράφονται μόνο σε εποχές σπουδαίας ανόδου ή δραματικής καθόδου μιας κοινωνίας. Φευ, η ελληνική συναντήθηκε και με τα δύο άκρα.

Ήταν ο πρώτος που απαίτησε να αναγράφεται στην ταυτότητα του το «λογοτέχνης» ως επάγγελμα. Κάτι εντελώς αδιανόητο εκείνα τα χρόνια στη χώρα μας.

Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που γεύτηκαν τη ζωή με το κουτάλι. (φωτό: Konstantinos Tsakalidis / SOOC)

Ο Βασιλικός, έχοντας ποτιστεί ουσιαστικά με τα μεγάλα λογοτεχνικά ρεύματα του εξωτερικού, να κάτι που η Εσπερία του πρόσφερε άπλετα, θα ξεφύγει από τον στεγανοποιημένο εσωτερικό μονόλογο που ανθούσε στην ελληνική λογοτεχνία του ’60 και του ’70. Θα μπολιαστεί με τον μοντερνισμό, αλλά και ως δημοσιογράφος (ναι, έτριψε τα γόνατά του και σ’ αυτό το επάγγελμα) θα καταφέρει να συνδυάσει τον άμεσο λόγο των εφημερίδων με λογοτεχνική ματιά κοφτερή και διεισδυτική.

Το περίφημο «Ζ» που έκανε το γύρο του κόσμου, με την κινηματογραφική επίρρωση του Κώστα Γαβρά, είναι φτιαγμένο, θαρρείς, από χέρι αμερικανού συγγραφέα. Αυτό που έκανε ο Τρούμαν Καπότε στο «Εν ψυχρώ», ο Βασιλικός το είχε κάνει χρόνια πιο πριν. Ενα ντοκιμαντέρ με λέξεις που πάλλονταν. Το γνωστό faction. Μια ένωση των γεγονότων (facts) με τη μυθοπλασία (fiction).

Μπορεί να έγραψε πάρα πολλά βιβλία (πάνω από 100), μπορεί σε κάποια από αυτά να μην κατάφερε να πέσει σε μεγάλα βάθη, αλλά τα σπουδαία του βιβλία (το «Ζ», η Τριλογία του, ο «Γλαύκος Θρασάκης») είναι έργα μεγάλης πνοής που προκάλεσαν αναταράξεις την εποχή που γράφτηκαν και διαβάζονται ακόμη και σήμερα ως αναπόσπαστα μέρη του ελληνικού λογοτεχνικού «κανόνα».

Ο Βασίλης Βασιλικός κέρδισε το ιδιαίτερο «παράσημο» για έλληνα συγγραφέα να είναι γνωστός και αναγνωρίσιμος ακόμη κι από ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με τη λογοτεχνία. Ούτε καν με τα δικά του βιβλία. Ο ίδιος έλεγε χαριτολογώντας πως τον έκανε γνωστό η τηλεόραση (επί δύο δεκαετίες σχεδόν παρουσίαζε την εκπομπή Άξιον Εστί στην κρατική τηλεόραση) και τα καπέλα του. Φυσικά, η έμμεση και η άμεση εμπλοκή του με την πολιτική έπαιξε κι αυτή το ρόλο της.

Ο Βασιλικός δεν φοβήθηκε ποτέ την αναμέτρηση με τις παλιές ιδέες και τα στεγανά. Του άρεσε αυτή η γόνιμη αντιπαράθεση.

Το περίφημο «Ζ» που έκανε το γύρο του κόσμου, με την κινηματογραφική επίρρωση του Κώστα Γαβρά, είναι φτιαγμένο, θαρρείς, από χέρι αμερικανού συγγραφέα.

Τοποθετήθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας της εκλογικής συνεργασίας Πράσινοι – Δημοκρατική Αριστερά στις βουλευτικές εκλογές του 2015, καθώς και στις βουλευτικές εκλογές του 2019, με τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία όπου και εξελέγη. Ήταν βουλευτής Επικρατείας από τις 7 Ιουλίου 2019 μέχρι τις 21 Μαΐου 2023. Ποτέ δεν έκρυψε τα πολιτικά του φρονήματα. Ήταν, άλλωστε, αυτά που αποτέλεσαν τροχοπέδη ώστε να μείνει στην Ελλάδα την περίοδο της χούντας.

Υπήρξε μια μορφή που ξεπέρασε κατά πολύ τη λογοτεχνία, που, ας μην κρυβόμαστε, στη χώρα μας ποτέ δεν δημιούργησε ήρωες. Εμείς δεν είμαστε Γαλλία που έχει ακόμη και σήμερα τους συγγραφείς της περί πολλού. Ο Βασιλικός αποτέλεσε μια ξεχωριστή περίπτωση. Ήταν ο πρώτος που απαίτησε να αναγράφεται στην ταυτότητα του το «λογοτέχνης» ως επάγγελμα. Κάτι εντελώς αδιανόητο εκείνα τα χρόνια στη χώρα μας. Επέμεινε και το κατάφερε.

Γενικώς ήταν ένας άνθρωπος που δεν φοβήθηκε ποτέ την αναμέτρηση με τις παλιές ιδέες και τα στεγανά. Του άρεσε αυτή η γόνιμη αντιπαράθεση. Ηταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που έχουμε ως εικόνα για τον μέσο συγγραφέα. Δεν υπήρξε ποτέ αθέατος, κλεισμένος στο καβούκι του, χαμένος από τον κόσμο. Αντίθετα, μπόρεσε να συνδυάσει έναν εδραίο κοσμοπολιτισμό με μιαν ελληνικότητα που ξέφευγε από τον επαρχιωτισμό και τη μιζέρια.

Πάντα ταγμένος στην πλευρά των αδυνάτων, ο Βασιλικός διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO, ενώ βιβλία του όπως τα «Θύματα ειρήνης» έριχναν φως σε γεγονότα που η πολιτισμένη Ευρώπη δεν ενδιαφερόταν να δει.

Βραβεύτηκε, τιμήθηκε, αγαπήθηκε και σίγουρα θα μνημονεύεται για πολλά χρόνια, καθώς το πλούσιο έργο του, αλλά και η σπάνιας κοπής θωριά του δεν γίνεται να ξεχαστούν. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που γεύτηκαν τη ζωή με το κουτάλι. Δεν άφησε ούτε μια γεύση της που να μην δοκιμάσει. Ναι, έζησε μια ζωή μυθιστορηματική. Γι’ αυτό και τα βιβλία του είναι πηγαία και ανθρώπινα. Μυθιστορήματα που σφύζουν από ζωή. Πραγματική, όχι χάρτινη. Θα μας λείψει ως προσωπικότητα. Θα έχουμε, όμως, πάντα κοντά μας το έργο του. Έτσι τιμώνται, άλλωστε, οι σπουδαίοι άντρες.

 

Διαβάστε ακόμα: Ελληνική λογοτεχνία στο σινεμά. Τελικά το βιβλίο είναι καλύτερο; 

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top