Ποτέ και κανείς δεν ασχολήθηκε αν η εργογραφία του Αλέξη Δαμιανού ήταν μακροσκελής ή όχι. Όπως κανείς δεν ασχολήθηκε αν ο Χουάν Ρούλφο έγραψε πολλά βιβλία. Έφτανε το μυθιστόρημά του «Πέδρο Πάραμο» να τον τοποθετήσει στη χορεία των σημαντικών. Η πλησμονή ποτέ δεν προσέδωσε δέος από μόνη της.
Όλοι γνωρίζουμε πως ο Δαμιανός γύρισε μόλις τρεις ταινίες. Και οι τρεις, όμως, μνημονεύονται ως εμβληματικές: Μέχρι το πλοίο (1966), Ευδοκία (1971) και Ηνίοχος (1994). Η χρονική απόσταση της μιας από την άλλη (ειδικά αυτή του Ηνίοχου), δείχνει την απόφαση του Δαμιανού να «μιλήσει» μόνο όταν έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Δεν ακολούθησε τη λογική της προχειρογραφίας. Δεν αποζήτησε την εύκολη προβολή. Δεν αγχώθηκε να διατηρήσει τον μύθο του στον αφρό των ημερών.
Διαβάστε πόσο εύστοχα το είχε πει ο ίδιος στον ποιητή Σωτήρη Κακίση που είχε την τύχη να του πάρει την τελευταία συνέντευξη πριν πεθάνει (σαν σήμερα 4 Μαΐου 2006) και η οποία δημοσιεύτηκε στο vakxikon.gr: «Εγώ, τελικά, με τους επαγγελματίες καμία σχέση δεν πρέπει να ’χω. Δεν έχω, δεν είχα, και ποτέ δεν θα ’χω. Τι να ’χω; Εγώ είμαι καμιά φορά σαν εκείνον τον τρελό πάνω στ’ άλογο που γύρναγε και φώναζε, «¬Μετανοείτε για θα πάτε στην Κόλαση, και θα με βρείτε εκεί να σας κοροϊδεύω»! Γιατί εγώ ποτέ δεν θέλησα να γίνω τίποτα δι’ απλής μου δηλώσεως. Ποτέ.»
Αν υπάρχει μια λέξη που μπορεί να ιστορήσει τον βίο και την τέχνη του Δαμιανού είναι η λιτότητα: μέσων, σκοπών, στυλ. Υπήρξε ένας χθόνιος άνθρωπος, η τέχνη του είναι σωματοποιημένη και τα μηνύματά της δηλώνονται πρώτα από τα σώματα των ηθοποιών για να εξέλθουν από αυτά ως αυτόνομες συνάψεις. Ένα ακόμη εράνισμα από τη συγκεκριμένη συνέντευξη είναι ικανό να μας πείσει. Λέει ο Διαμανός: «Μα δεν αγάπησα στη ζωή μου τίποτα περισσότερο. Εννοώ από την μπαναλιτέ της λειτουργίας του ελληνικού λαού. Την ασύγκριτη καθημερινότητά μας. Προσοχή: όχι, κατηγορηματικά όχι, την μπαναλιτέ της ιθύνουσας τάξης. Την απλότητα του καθημερινού μας ανθρώπου. Που του φτάνει ένα κρασάκι για να ’ναι δικός του ο κόσμος όλος».
Οι τρεις ταινίες του Αλέξη Δαμιανού, έτσι απλωμένες στο χρόνο που γυρίστηκαν, είναι σαν να φέρουν κομμάτια της ραχοκοκαλιάς του νέου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας: Εμφύλιος, Δικτατορία, το χθες και το σήμερα, ο δύσκολος τόπος που ήταν πάντα η Ελλάδα. Σε όλα αυτά υπάρχει ένα αρχαιοελληνικό μέτρο. Σάρκα από τη σάρκα της αυθεντικής λαϊκότητας, αυτή που αναζητούσε με άλλο τρόπο και ο Χατζιδάκις, ο Δαμιανός δεν ακκίζεται με την κάμερά του, δεν αναζητεί τέλεια πλάνα, δεν φτιάχνει μύθους in vitro.
Εντέλει, δεν βολεύεται με την κατασκευή μιας ελληνικότητας που φέρνει έντονα το στοιχείο του φολκλόρ και της χύδην εξωτερίκευσης. Είναι βαθύτατα εσωτερικός ο κινηματογράφος του Δαμιανού. Εσωτερικός, αλλά όχι κρυπτικός. Απλώνει ένα φως εν μέσω σκότους.
Αν και η σκέψη του έχει μπολιαστεί με άπειρα διαβάσματα από την αρχαία γραμματεία και τη νέα ελληνική λογοτεχνία, στις συνεντεύξεις του υπήρξε πάντα απλός – ουδέποτε σπουδαιοφανής. Δεν έκρυψε την αληθινή καταγωγή του (κι ας γεννήθηκε στον Αθήνα το 1921) που ήταν η πέτρα, το χώμα, η ξερολιθιά που ορίζει τον πυρήνα της Ελλάδας. Είναι ο τόπος και η ιστορία του: μέσα από μίση, πάθη, ψεύδη, σκότος, αλλά και μιαν τραγικότητα διονυσιακή και απολλώνια.
Η αυθεντικότητα του στιλ του δεν μπορεί να προσμετρηθεί με το πουκάμισο, το παντελόνι ή το καπέλο που φορούσε. Το στιλ του είναι τα σκασμένα δάχτυλά του έτσι όπως κρατούν το τσιγάρο ωσάν να είναι ευχετικό κερί. Το στιλ του είναι η ματιά του στα πράγματα. Είναι αυτό ακριβώς το ποτήρι κρασί που ανέφερε στη συνέντευξη ως το μόνο αποδεκτό πλούτο που αξίζει να έχει ένας άνθρωπος για να πορευτεί στη ζωή του.
Η τέχνη του Δαμιανού ορίζει, όντως, ένα άλλο μέτρο ζωής. Στον «Ηνίοχο» ακούγεται η σπαραχτική φωνή του να βροντοφωνάζει: «Φύλακες, γρηγορείτε». Κόντρα στις ματαιώσεις, το θάμπωμα του χρόνου, τις αναδιπλώσεις της ιστορίας και της άγριες περιπέτειες αυτού του τόπου, ο Δαμιανός είναι σαν πολεμίστρα. Σαν τελευταίο οχυρό.
Η παρακαταθήκη του μέσα από τα λόγια του είναι αυτή κι όχι άλλη: «Θέλει ευθύτητα, ταπεινότητα κι ανύψωση των υπευθύνων στις σημερινές συνθήκες, γιατί αλλιώς, αντί να φυτέψουμε για την Αθανασία, θα σπέρνουμε τον Θάνατο και θα έχουμε την Ευθύνη για την κατάντια των παιδιών μας και του Μέλλοντος».
Ο Δαμιανός είναι ένας αυθεντικός Έλληνας. Η «Ευδοκία» θεωρείται μια από τις σημαντικότερες ταινίες που γύρισε ποτέ Έλληνας σκηνοθέτης (κατά πολλούς η καλύτερη). Μπορεί στο συλλογικό φαντασιακό να έχει μείνει το ζεϊμπέκικο του Λοϊζου, όμως, όλη η ταινία είναι μια τομή, ένας δείκτης της ελληνικής ιστορίας και των ανθρώπων που την δημιούργησαν. Δεν μένει, λοιπόν, κάτι άλλο: φύλακες, γρηγορείτε.
Διαβάστε ακόμα: Με τον Αλέξη Δαμιανό στον «Ηνίοχό» του.