Καλοκαίρι του 2020, ένα καλοκαίρι με τον φόβο να έχει το πάνω χέρι. Μέσα σε μερικούς μήνες όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα κατέρρευσαν, κινούμαστε στα συντρίμμια ενός πλανήτη που κατά κάποιον τρόπο έχει βομβαρδιστεί απ’ άκρη σε άκρη. Με όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα να έχουν ανατραπεί.
Ήταν τελικά πολύ εύκολο να γίνουμε όλοι μεταξύ μας ξένοι. Απομονωθήκαμε με την δική μας συγκατάθεση. Σταματήσαμε να επισκεπτόμαστε τους ηλικιωμένους γονείς μας στα σπίτια τους, στους οίκους ευγηρίας, σε περιπτώσεις δεν μπορέσαμε να πάμε ούτε καν στις κηδείες τους. Σταματήσαμε να συναντούμε τους φίλους μας. Μας απαγορεύτηκε να πηγαίνουμε να δούμε μια ταινία, μια θεατρική παράσταση.
Αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας έγιναν τα αντισηπτικά και όταν αυτά εξαφανίστηκαν από τα ράφια, ξαναθυμηθήκαμε την κολόνια από λεμόνι, όχι για τη μυρουδιά της αλλά για την ικανότητά της να εξουδετερώνει. Μάθαμε να πλένουμε τις συσκευασίες των προϊόντων του σούπερ μάρκετ πριν τα βάλουμε στο σπίτι.
Χτες, όπως κάθε χρόνο, αποχαιρέτησα μια καλή μου φίλη, που φεύγει για να επιστρέψει εκεί που είναι η μόνιμη βάση της, σε μια άλλη χώρα της Ευρώπης. Ήταν η πρώτη φορά που ο αποχαιρετισμός μας δεν συνοδεύτηκε από μια αγκαλιά κι ένα φιλί. Κοιταχτήκαμε στα μάτια από την απόσταση που μας έχουν πει, περιμένοντας ο ένας από τον άλλον να κάνει το πρώτο βήμα αλλά κανείς από τους δυο μας δεν το έκανε. Η τρυφερότητα της φιλίας μας έμεινε στα βλέμματα, αυτό δεν έχει μπει στη λίστα με τα απαγορευμένα ακόμη.
Πηγαίνοντας και επιστρέφοντας για διακοπές στο νησί, όσοι πήγαμε, είδαμε εικόνες που δεν είχαμε φανταστεί. Λιμενικούς, φροντιστές, λοστρόμους και ταξιδιώτες, όλοι μας με τα πρόσωπα κρυμμένα πίσω από μάσκες, σαν να έχουμε βγει από κάποια ταινία του Φεντερίκο Φελίνι, το «E la nave va», χωρίς όμως τη χαρά του ταξιδιού, με το καράβι να θυμίζει θάλαμο πλωτού χειρουργείου που ξέφυγε από τη θέση του για να μας ταξιδέψει σε μια άλλη διάσταση.
Όλα τα όνειρα, όλα τα σχέδια που κάνουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται σε διακοπές αυτή τη χρονιά δεν τα κάναμε, γιατί κανείς μας δεν γνώριζε ούτε ακόμα τον γνωρίζει, τι μας περιμένει. Είμαστε συνταξιδιώτες προς έναν τόπο που δεν υπάρχει στον χάρτη. Πηγαίνουμε όπου το καράβι μας πάει.
Μας άρεσε το καλοκαίρι
[Ένα ποίημα που γράφτηκε την περίοδο της καραντίνας]
Φυσάει δυνατός άνεμος
ξεσπάει καταιγίδα
κι όλες οι ψηφίδες
που σχηματίζουν τον ελεγχόμενο κόσμο
σκορπίζονται.
Έτσι γίνεται,
μέσα απ’ το απατηλό
αναδύεται η ελάχιστη λεπτομέρεια
για να μας υπενθυμίσει ότι
ο τελευταίος λόγος δεν μας ανήκει.
Ασθένεια σπάνια, ξυράφι.
Στην κοιλιά του κήτους
κυοφορούμαστε πλέον,
πίσω από σφραγισμένα στόρια
ονειρεύονται οι άνθρωποι.
Μας άρεσε το καλοκαίρι
αλλά δεν το είχαμε καταλάβει.
//Φωτογραφίες: Ανανίας Κωτσοβός
Διαβάστε ακόμα: Όταν ο Πέτρος ξανασυνάντησε τον Έημον – μια καρμική φιλία 40 ετών.