«Σε μένα έλαχεν ο κλήρος πρώτος να σε υμνήσω / Σε μένα τον Δημήτριο που είμαι απόγονος καραβοκυρέων – / Και μου ’δωσε ο Θεός μια σκούπα (θέλουν να τη λένε φαντασία) / Για να τινάξω τη σκόνη που την έριξαν οι κακοί άνθρωποι / Στο σαπφείρινο ονοματεπώνυμό σου Κωνσταντίνε Γεράκη…».

«Ο Κωνσταντίνος Γεράκης»

Ο Κωνσταντίνος Γεράκης ήταν το πρωτοπαλίκαρο της θάλασσας
Τα μάτια του ήταν δυο νησιά
Τα χέρια του δυο κλωνάρια ελιάς
Η φωνή του ακρωτήριο που άγγιζε τη γενναιότητα
Από μέσα του ήταν πλήρης ονείρων και ζακυνθινών κήπων
Όταν σιωπούσε στα μάτια του γέρναν απ’ τους ανέμους πορτοκαλιές
Πότε εδώ πότε εκεί χρυσές από τον σπάνιον ήλιο
Από πάνω του λαμπύριζε κόκκινο άστρο
Που ράγιζε αστραφτερό σα γινωμένο ρόδι
Όταν αναρωτιόταν για κάτι

Σε μένα έλαχεν ο κλήρος πρώτος να σε υμνήσω
Σε μένα τον Δημήτριο που είμαι απόγονος καραβοκυρέων –
Και μου ’δωσε ο Θεός μια σκούπα (θέλουν να τη λένε φαντασία)
Για να τινάξω τη σκόνη που την έριξαν οι κακοί άνθρωποι
Στο σαπφείρινο ονοματεπώνυμό σου Κωνσταντίνε Γεράκη
Στο φωτεινό σου δρόμο, στη σκέψη σου που ήταν ο Θερμαϊκός κόλπος
Στο μαλλιαρό στήθος σου που λησμονήθηκε πως ήταν πλώρη των Αργοναυτών
Και θέλησαν ορισμένοι να το κάνουν τσανάκι στα σιαμέζικα σκυλιά…
Αχ εκείνο το αφεντικό τους ο φραγκολεβαντίνος
Κι εκείνα τα δάση…
Αλλά συ ήσουν το χρυσό ποτήρι
Που μέσα του βασίλευεν ο ήλιος *
Συ ήσουν το άλογο, ο γυμνός ηνίοχος
Άρμα ουράνιο
Συ ήσουν το πιο θαυμάσιο ποίημα
Συ ήσουν που βρέθηκες ανάμεσά μας
Κρατώντας ένα περιστέρι στους ώμους σου
Στο αριστερό χέρι σου φύλλα δρυός
Στο δεξί σου μικρό άγαλμα της Μέμφιδος
Στητός πάνω στο κορφοβούνι του Ιβάν
Ήσουν και σου ταιριάζει ο φωνακλάς της ελευθερίας

Τα φρύδια σου ήταν οι Συμπληγάδες
Η γαλήνη σου αμμουδιά της Κέρκυρας
Το βλέμμα σου ταξίδι στην Τένεδο
Η κόμη σου ήταν η ζούγκλα του Σιάμ
Ήμουν εκεί όταν σε ανακάλυψαν οι Σιαμέζοι
Τα κύματα σού είχαν ξεσκίσει τα ρούχα
Οι καρχαρίες σού φάγαν τα παπούτσια
Πώς έκαιγεν η άμμος…

Και όταν γύρω σου άρχισαν ηρωικοί χοροί
Τα ταμ-ταμ ακούστηκαν στη Θεσσαλία και στα Μακεδονίτικα ποτάμια
Και τότε συνέβηκε το θαύμα: ανεπαίσθητα γέλασες
Ανεπαίσθητα σαν το φως της χαραυγής
Το γέλιο σου εκείνο ήτανε γέλιο Έλληνα
Γιατί μόνον όταν ο Έλληνας γελά
Τα θηρία αναστατώνουν την οικουμένη
Και σπέρνονται στις θάλασσες νησιά
Έτσι εξηγείται άλλωστε κι η ομοιότης
Του νοτιοδυτικού Ινδικού ωκεανού
Με το Αιγαίο και το Ιόνιο πέλαγος.

 

Σημείωση του ποιητή: Ευπατρίδης απ’ την Κεφαλλονιά (1647-1688). Ταξιδεύοντας προς τον Ινδικό Ωκεανό ναυάγησε το ιστιοφόρο του. Από το πλήρωμα και τους επιβάτες γλίτωσε μόνον ο Γεράκης, που βρέθηκε, φερμένος απ’ τα κύματα, στις ακτές του Σιάμ. Με την εξυπνάδα του κατόρθωσε να αναδειχτεί σε πρωθυπουργό και αντιβασιλιά της χώρας, διαδίδοντας τις προοδευτικές ιδέες του καιρού του, που καρποφορούσαν στην Ευρώπη. Οι Μανδαρίνοι, υποκινημένοι απ’ τους Ευρωπαίους της εποχής, παγίδεψαν μια νύχτα το φλογερό Έλληνα, τον διαμέλισαν και τον πέταξαν στα σκυλιά.

* Στησίχορος.

 

// Από τη συλλογή του Δ.Π. Παπαδίτσα «Εντός παρενθέσεως» (1945). Περιλήφθηκε αρχικά και στον –εξαντλημένο πια– συγκεντρωτικό τόμο «Δ.Π. Παπαδίτσας, Ποίηση 1», εκδ. Στιγμή, 1985 (από όπου και η αντιγραφή του στη στήλη). Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1997, περιλήφθηκε στον συγκεντρωτικό τόμο «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», εκδ. Μέγας Αστρολάβος/ Ευθύνη, επιμέλεια Κ.Ε. Τσιρόπουλος.

 

Διαβάστε ακόμα: Ελλήνων Ύφος – Λευκάδιος Χερν

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top