«Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, από εκεί που ήμουν ένα παιδί που πέρασε μια μοναχική εφηβεία, έγινα ο τύπος που όταν μαζευόμασταν έκανα αστεία και περνούσαν όλοι καλά».

Ο Γιώργος Καπουτζίδης γράφει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το πιο ωραίο, ευφυές, ποιοτικό χιούμορ στην Ελλάδα. Είναι ένας βαθιά και αληθινά ευγενής άνθρωπος – το επιβεβαίωσα από κοντά αλλά το αισθανόμουν από πριν. Διότι το χιούμορ μαρτυρά απροκάλυπτα το ποιος είσαι γιατί κινείται πάντα στο όριο της προσβολής. Ο Γιώργος ετοιμάζει για φέτος το πρώτο του θεατρικό έργο που ασφαλώς πραγματεύεται τις ανθρώπινες και ερωτικές σχέσεις. Η συνάντησή μας ήταν ένα ωραίο ταξίδι στη ζωή του. Μια ζωή που ζει με πολλά ταξίδια, πολλά μαθήματα και διακριτικότητα απέναντι σε όλους και σε όλα.

– Θυμάσαι την παιδική σου ηλικία;
Ναι, βέβαια, πώς δεν θυμάμαι! Μεγάλωσα στις Σέρρες και ήμουν ένα ζωηρό παιδί. Δεν έκανα ζημιές, αλλά ήμουν υπερδραστήριος. Έφευγα από το σπίτι και έλειπα πολλές ώρες, όλο με ψάχνανε. Nα φανταστείς ότι δύο φορές, 6 ετών μόλις, είχα πάει στο διπλανό χωριό, με τα πόδια. Γινόταν ένα show αγωνιστικών αυτοκινήτων, κάπου ανάμεσα στην Ασπροβάλτα και τον Σταυρό Θεσσαλονίκης. Εγώ είχα τρέλα τότε με τ’ αυτοκίνητα! Όταν οι γονείς μου μου είπαν ότι δεν μπορούμε να πάμε, γιατί είχαν δουλειές, κι έτσι εγώ ξεκίνησα μόνος μου.

– Στο σπίτι υπήρχε κάποια καλλιτεχνική φλέβα;
Όχι, ο μπαμπάς μου ήταν ιδιωτικός υπάλληλος και η μαμά μου δασκάλα. Η αδελφή μου, όμως, ως μαθήτρια του Δημοτικού, ήταν πάρα πολύ καλή ηθοποιός, ήταν πάντα πρωταγωνίστρια στις σχολικές παραστάσεις. Μπορεί από εκεί να πήρα κάτι.

«Είχα ωραία παιδική ηλικία. Αλλά όσο ανοιχτός ήμουν σαν παιδί στο Δημοτικό και δεν μαζευόμουν, τόσο πιο κλειστός άρχισα να γίνομαι στο Γυμνάσιο και κυρίως στο Λύκειο».

– Από πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να σε ελκύει αυτός ο χώρος;
Είχα παίξει σε μία παράσταση που την είχα γράψει και την είχα σκηνοθετήσει μόνος μου -στην ουσία ήταν ένα σκετσάκι μεγάλης διάρκειας- στην αποχαιρετιστήρια γιορτή της Γ’ Γυμνασίου. Ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ και είχα περάσει πολύ καλά. Γενικά μου άρεσαν όλα αυτά -να παρουσιάζω τη γιορτή του σχολείου, να λέμε ποιήματα, περίμενα τις εθνικές επετείους με ανυπομονησία. Δεν ντρεπόμουν καθόλου, σε αντίθεση με άλλα παιδιά που έτρεμαν να πουν το ποίημά τους.

– Ανετος με όλα δηλαδή; Δεν σε ενοχλούσε κάτι;
Ότι φορούσα γυαλιά – ήμουν ο πρώτος που έβαλα στην τάξη μου. Οτι δεν τα πήγαινα καλά στα αθλήματα. Δεν με άφηναν να παίξω μπάσκετ επειδή τότε ήμουν και πολύ κοντούλης. Τώρα όμως έχω ψηλώσει – να το γράψεις αυτό, γιατί όλοι νομίζουν ότι είμαι κοντός – με βλέπουν στον δρόμο και μου λένε «Α, στην τηλεόραση φαίνεστε πιο κοντός». Είμαι 1,83! Οσο κακός όμως ήμουν στο ποδόσφαιρο, τόσο καλός ήμουν στο τρέξιμο ή στο άλμα, στον στίβο δηλαδή, που μου αρέσει ακόμη πολύ. Γενικά είχα ωραία παιδική ηλικία. Αλλά όσο ανοιχτός ήμουν σαν παιδί στο Δημοτικό και δεν μαζευόμουν, τόσο πιο κλειστός άρχισα να γίνομαι στο Γυμνάσιο και κυρίως στο Λύκειο. Όταν γύριζα σπίτι, απομονωνόμουν.

«Νιώθω ότι οι άνθρωποι που έχουν καλό χιούμορ – και θέλω να πιστεύω ότι εγώ έχω καλό χιούμορ-, έχουν μία εσωστρέφεια τις περισσότερες φορές».

– Και από σπουδές;
Πέρασα στο Πανεπιστήμιο όπου ένιωσα πιο ελεύθερος, γιατί θα έφευγα από την πόλη μου κι αυτό μού φαινόταν πολύ εντυπωσιακό – δεν με φόβιζε. Σπούδασα στη Νομική Θεσσαλονίκης λοιπόν και ήμουν καλός φοιτητής, αν και είχα κλίση στη Φιλοσοφική, γιατί μου άρεσε πολύ να μεταφράζω αρχαία κείμενα. Έγραφα και καλές εκθέσεις, χιουμοριστικές. Μάλιστα μια καθηγήτριά μου στο Γυμνάσιο προσπαθούσε να με πείσει να γράφω λίγο πιο σοβαρά παρότι μου ομολογούσε ότι γελούσε!

«Η αδελφή μου, ως μαθήτρια του Δημοτικού, ήταν πάρα πολύ καλή ηθοποιός, ήταν πάντα πρωταγωνίστρια στις σχολικές παραστάσεις. Μπορεί από εκεί να πήρα κάτι».

– Είχε κάποιος ιδιαίτερο χιούμορ στην οικογένειά σου;
Ο παππούς μου, o μπαμπάς μου της μαμάς μου, τον οποίο μάλιστα δεν τον γνώρισα ποτέ. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι επρόκειτο για επική μορφή στη Νιγρίτα Σερρών. Δεν υπάρχει άνθρωπος στην περιοχή που να μην τον ήξερε ή να μην είχε ακούσει γι’ αυτόν. Ήταν φοβερά αγαπητός – όταν πέθανε, είχε πάει στην κηδεία του όλη η πόλη.

– Έχεις μία έντονη αντίθεση συστολής – εξωστρέφειας, που απ’ ό,τι μου λες, το είχες από μικρός.
Ναι, έτσι είναι, πάντα το είχα αυτό και πλέον το έχω αποδεχτεί.

– Νομίζω ότι οι άνθρωποι με χιούμορ έχουν μέσα τους και μια στενάχωρη πλευρά, δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται προς τα έξω. Ισχύει αυτό για σένα;
Νιώθω ότι οι άνθρωποι που έχουν καλό χιούμορ – και θέλω να πιστεύω ότι εγώ έχω καλό χιούμορ-, έχουν μία εσωστρέφεια τις περισσότερες φορές. Δεν μιλάω με απόλυτους όρους αλλά νομίζω ότι γενικά συμβαίνει αυτό, γιατί πολλές φορές το χιούμορ είναι και ένα όπλο. Ένα όπλο το οποίο μπορεί να κάνει καλό, μπορεί να κάνει και κακό. Πρέπει να υπάρχει ένα φιλτράρισμα στο τι λέμε και στο τι χιούμορ κάνουμε. Όταν λοιπόν έχεις ένα φίλτρο μέσα σου και λες «θέλω να κάνω τον άλλο να περάσει καλά» αλλά «δεν θέλω να στενοχωρήσω, να προσβάλω, να μειώσω, να χλευάσω» έχεις και μία συστολή, μία υπερευαισθησία παράλληλα.

»Και εκεί ξεχωρίζω και τον άνθρωπο που έχει καλό χιούμορ, ή μάλλον τον άνθρωπο με το οποίο μπορώ να επικοινωνήσω. Όταν βλέπω ανθρώπους που έχουν «χιούμορ» και κάνουν πολλές πλάκες αλλά καταλαβαίνω ότι την ώρα που το κάνουν όλο αυτό δεν λογαριάζουν αν προσβάλλουν εκατό ανθρώπους για να κάνουν εκατό πενήντα να γελάσουν, αυτούς δεν μπορώ ούτε να τους εκτιμήσω, ούτε να τους συναναστραφώ, ούτε καν να κάτσω να τους δω. Δεν το καταλαβαίνουν αυτό όλοι οι άνθρωποι. Τους χειροκροτούν και περνούν καλά – αλλά και στο Κολοσσαίο κάποιοι στις κερκίδες ωραία περνούσαν.

«Εγκατέλειψα το Πανεπιστήμιο έξι μαθήματα πριν το τέλος. Κατάλαβα ότι δεν είναι αυτό το οποίο θέλω να κάνω».

– Το χιούμορ βέβαια συνάδει με τον χαρακτήρα. Κάποιος που λέει συνεχώς ανέκδοτα, με άγχος, σε ένα τραπέζι, βλέπεις ότι είναι ένας χοντροκομμένος τύπος.
Μπορεί βέβαια να περάσεις από αυτή τη φάση και να είσαι ο τύπος ο οποίος λέει συνέχεια αστεία και ανέκδοτα, γιατί κάπως προσπαθείς να τοποθετήσεις τον εαυτό σου μέσα σε ένα περιβάλλον. Είχα συνηθίσει να είμαι κι εγώ λίγο αυτός ο τύπος. Βέβαια νιώθω ότι ακόμη και τότε, ό,τι κι αν έλεγα υπήρχε μία αγάπη κι ένας σεβασμός, νομίζω ότι και τότε είχα μία διακριτικότητα και μία ευγένεια στον τρόπο που έκανα χιούμορ. Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, από εκεί που ήμουν ένα παιδί που πέρασε μια μοναχική εφηβεία, έγινα ο τύπος που όταν μαζευόμασταν έκανα αστεία και περνούσαν όλοι καλά. Τότε μου είχε πει και ο αγαπημένος μου φίλος που είμαστε κολλητοί σχεδόν τριάντα χρόνια – ήμασταν συγκάτοικοι και στο Πανεπιστήμιο – «εσένα το ταλέντο σου είναι να μαζεύεις κόσμο και να τους λες ιστορίες να γελάνε. Τώρα πώς θα το κάνεις αυτό επάγγελμα, δεν ξέρω». Να που τελικά το έκανα.

«Το πρώτο έργο που είχα παίξει ήταν «Η Παρεξήγηση» του Καμί. Από κει και πέρα, δεν είχε δρόμο πίσω, κατάλαβα ότι αυτό ήθελα να ακολουθήσω».

– Τελειώνει λοιπόν και το Πανεπιστήμιο…
Κι όμως, δεν τελειώνει… το εγκατέλειψα έξι μαθήματα πριν το τέλος. Κατάλαβα ότι δεν είναι αυτό το οποίο θέλω να κάνω. Από νωρίς στη σχολή έβλεπα παιδιά στο αμφιθέατρο που χαίρονταν να βρίσκονται εκεί και χαιρόμουν κι εγώ γι’ αυτούς, που έρχονταν με ανυπομονησία για το μάθημα. Έβλεπα ότι είχαν βρει την κλίση τους, αλλά εγώ δεν ήμουν έτσι. Στο τρίτο έτος λοιπόν ο κολλητός μου, που σπούδαζε στο Φυσικό, έμαθε ότι το τμήμα του έφτιαχνε μια θεατρική ομάδα και με πήγε εκεί. Διάβασα λοιπόν έναν μονόλογο και με χειροκρότησαν όλοι, τους άρεσε πολύ. Από κει λοιπόν με πήραν μεταγραφή στη θεατρική ομάδα του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης, που είχε σκηνοθέτη τον Αιγυπτιώτη Γιώργο Ιορδανίδη, ο οποίος είχε συνεργαστεί με πολύ μεγάλους ηθοποιούς που έκαναν περιοδείες εκεί. Το πρώτο έργο που είχα παίξει ήταν «Η Παρεξήγηση» του Καμί. Από κει και πέρα, δεν είχε δρόμο πίσω, κατάλαβα ότι αυτό ήθελα να ακολουθήσω και είπα στους γονείς μου ότι θέλω να πάω στη Δραματική Σχολή. Ετσι στο τέταρτο έτος πια άφησα τη Νομική και κατέβηκα στην Αθήνα.

«Ο χώρος μας μπορεί πολλές φορές σε εσάς να φαίνεται ανταγωνιστικός ή με καβγάδες, αλλά παράλληλα είναι ένας χώρος που πιστεύει και πίστευε πάντα στην ελευθερία και την ομαδικότητα».

-Υπήρξαν σημαντικοί δάσκαλοι στη ζωή σου;
Στη σχολή, απ’ όλους τους δασκάλους πήρα κάτι, τους θυμάμαι όλους και είχαμε καλή σχέση. Θυμάμαι τον Τρύφωνα Καρατζά, που τον χάσαμε και πριν από λίγο καιρό, πόσο ευγενικός άνθρωπος ήταν. Θυμάμαι επίσης ότι στο πρώτο έτος είχα την κυρία Σούλα Αθανασιάδου, την κυρία Ερση Μαλικένζου, τον κ. Κοντογιάννη, που τώρα είναι διευθυντής της Σχολής Θεοδοσιάδη, τον κ. Χρήστο Πολίτη, τον κ. Ροζάκη στο τρίτο έτος και άλλους πολλούς. Απ’ όλους κάτι πήρα και πάνω απ’ όλα, ήταν ωραίοι άνθρωποι και μας νοιάζονταν. Αυτά μου δίδαξαν κυρίως, το νοιάξιμο, την ευγένεια, την προσπάθεια και με αυτό τον τρόπο προσπαθώ να υπάρχω κι εγώ στις δουλειές μου. Ο χώρος μας μπορεί πολλές φορές σε εσάς να φαίνεται ανταγωνιστικός ή με καβγάδες, αλλά παράλληλα είναι ένας χώρος που πιστεύει και πίστευε πάντα στην ελευθερία και την ομαδικότητα, γιατί στο τέλος όλοι πάνω σε μία σκηνή βρισκόμαστε και πρέπει όλοι μαζί να μοχθήσουμε για το καλύτερο αποτέλεσμα. Γιατί έτσι γίνονται οι καλές παραστάσεις.

– Θα ήθελα να μου μιλήσεις λίγο για το κομμάτι της γραφής ενός έργου. Είναι κάτι που το σκέφτεσαι όλο από την αρχή ή κάτι που εξελίσσεται σιγά σιγά;
Στη συγγραφή των τριών σειρών που έχω κάνει, ήξερα πάρα πολύ καλά την αφετηρία και το τέλος και από ‘κει και πέρα, έδωσα στον εαυτό μου την ελευθερία να κάνω κάποια πράγματα που προέκυπταν. Ήμουν όμως πολύ πιστός στο τέλος, δεν το άλλαξα σε καμία από τις τρεις δουλειές. Στη διάρκεια, σίγουρα δημιουργούνται πράγματα, οι ίδιοι οι ήρωες που «γεννάς» σου φωνάζουν «βάλε με να κάνω αυτό». Ο ήρωας πρέπει να έχει δική του ζωή, δεν μπορεί να είναι ολόκληρος ένα κομμάτι σου, αποφασίζει και σε πηγαίνει αυτός πιο κάτω. Ειδικά μάλιστα όταν έχεις να γράψεις τριάντα και σαράντα επεισόδια, ο ήρωας θα σε πάει πολλές βόλτες. Παρ’ όλα αυτά στο τέλος πάντα τα βρίσκουμε με τους ήρωές μου. Σε ό,τι έχει να κάνει με το τωρινό θεατρικό, μπορώ να πω ότι το τέλος το ανακαλύψαμε μαζί. Η ιστορία έχει ως εξής: είμαστε 16 ώρες πριν από ένα γάμο, ο οποίος πάει να διαλυθεί. Ξεσπάει η μία κρίση μετά την άλλη. Οπότε την ώρα που ανέκυπτε ένα πρόβλημα, μου ερχόταν στο μυαλό ότι θέλω να γίνει κι αυτό.

«Είμαι και συλλέκτης, είμαι και δημιουργός. Οταν γράφω, μπορεί κάποια πράγματα να τα έχω ακούσει και κάποια άλλα να γεννιούνται ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή».

– Νομίζω ότι αυτό το έχει κυρίως ο γαλλικός κινηματογράφος -ξεπηδάνε χαρακτήρες συνέχεια.
Ίσως λοιπόν να μην είναι τυχαίο που ήμουν στην ομάδα του Γαλλικού Ινστιτούτου…

– Είναι πιο εύκολο να γράψεις κάτι μικρό ή πιο δύσκολο;
Τελικά είναι πιο εύκολο, γιατί σαν όγκος δουλειάς είναι πολύ λιγότερος. Το δύσκολο όμως είναι ότι δεν έχεις απεριόριστο χρόνο, ή την ευκαιρία να γυρίσεις πίσω και να διορθώσεις κάτι, ή να είσαι λίγο φλύαρος για να βγει κάτι πιο εύκολα.

– Από πού σου προκύπτουν όλα αυτά τα αστεία που ακούμε στα έργα σου; -έχω αναρωτηθεί πολλές φορές…
Είμαι και συλλέκτης, είμαι και δημιουργός. Μπορεί κάποια πράγματα να τα έχω ακούσει και κάποια άλλα να γεννιούνται ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή. Μου ‘χει τύχει την ώρα που γράφω να σκεφτώ κάτι και να το βρω τόσο αστείο που ν’ αρχίσω μες στη νύχτα να γελάω μόνος μου.

«Κάποια πράγματα με κάνουν να αμφισβητώ και τον ίδιο τον σκοπό της δουλειάς μου».

– Πράγματα που συμβαίνουν στην κοινωνία μας μπορεί να σε επηρεάσουν ανασταλτικά σε σχέση με τη δουλειά σου; Ένα πολύ άσχημο παράδειγμα που μου έρχεται τώρα στο μυαλό είναι η υπόθεση Γιακουμάκη.
Πάρα πολύ – με ταράζουν και με αρρωσταίνουν, και με κάνουν να αμφισβητώ και τον ίδιο τον σκοπό της δουλειάς μου -ποιους να κάνω να γελάσουν, θέλω να τους κάνω να γελάσουν; Να σκεφτούν, θέλω, να δουν τι γίνεται παραέξω. Νιώθω ότι πολλοί άνθρωποι το κάνουν, αλλά τη στιγμή που ξεσπάνε όλα αυτά τα πράγματα, πέφτω κι εγώ σε μια μαύρη τρύπα και στενοχωριέμαι συνολικά για τους Έλληνες και για την Ελλάδα. Μετά όμως βγαίνω από αυτή τη μαύρη τρύπα και λέω, «όχι, δεν είμαστε όλοι έτσι». Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ελπίζουν, έχουν καλοσύνη, ευγένεια, ηθική, πιστεύουν στην εξέλιξη, σέβονται και εκτιμούν. Δεν είμαστε όλοι ούτε ρατσιστές ούτε δολοφόνοι.

– Τι γνώμη έχεις για τα social media; Πιστεύεις ότι έχουν συμβάλει στην αύξηση της βίας γύρω μας;
Πιστεύω ότι τα πράγματα πάντα έτσι ήταν, απλώς κάποτε είχες το περιβάλλον σου, τους φίλους σου, και μέχρι εκεί, δεν ερχόσουν σε επαφή με όλο αυτό. Τώρα έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους, με απόψεις και με γνώμες -ή έκφραση μίσους τις περισσότερες φορές-, χωρίς κανένα φιλτράρισμα. Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορεί να σε βρίσουν με τα χειρότερα λόγια και μετά να σου πουν «τι να κάνουμε, αυτή είναι η γνώμη μου». Οπότε νιώθω ότι στα social media έρχεσαι σε επαφή με κάτι το οποίο πάντοτε υπήρχε, απλώς δεν το ήξερες.

«Κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορεί να σε βρίσουν με τα χειρότερα λόγια και μετά να σου πουν ”τι να κάνουμε, αυτή είναι η γνώμη μου”».

-Ασχολείσαι με άλλα πράγματα γενικά ή δεν έχεις τον χρόνο, λόγω δουλειάς;
Μου αρέσει πάρα πολύ να ταξιδεύω και το κάνω με κάθε ευκαιρία. Έχω πάει σε 58 χώρες! Φέτος πήγα για πρώτη φορά στον Καναδά. Πέρυσι είχα πάει στη Νότια Αμερική και αγάπησα πολύ το Μπουένος Άιρες. Είναι μια πόλη στην οποία θα ήθελα να ζω. Είναι μεγαλοπρεπές, όπως το Παρίσι, αλλά παράλληλα πολύ πιο ανθρώπινο και χαλαρό. Έχει γειτονιές που είναι σαν το δικό μας Μοναστηράκι και έχει και γειτονιές πολύ grande. Επίσης μας ταιριάζουν και οι άνθρωποί του, είναι πολύ εξωστρεφείς. Η Ισλανδία είναι επίσης μια χώρα που μου αρέσει πάρα πολύ και θα ήθελα να ζήσω εκεί για ένα διάστημα. Έχω κάνει και πολλά ταξίδια για να δω στίβο, μου αρέσει πολύ. Νιώθω ότι ο στίβος είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να σπάσει τα όριά του κι αυτό με μαγεύει. Μου αρέσει όταν κάποιος προσπαθεί να γίνει καλύτερος, ακόμη και με διαφορά δύο εκατοστών.

«Μετά το ”Παραπέντε” είχα εξαντληθεί. Είπα λοιπόν ότι θα πάρω τον χρόνο μου, θα ξεκουραστώ και μετά θα προσπαθήσω να ξεπεράσω το προηγούμενο όριό μου -και νιώθω ότι το ξεπέρασα».

– Στη δική σου δουλειά, τι σημαίνει γίνομαι καλύτερος;
Στο γράψιμο, το «προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος» σημαίνει το να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου, δηλαδή να έχω απαιτήσεις. Θέλω αυτό που γράφω να είναι σωστό από όλες τις απόψεις -ως νόημα, ως σύνταξη, ως ρυθμός. Θέλω να έχει μια ουσία, δεν με αφορά να κάνω αστειάκια χωρίς κανένα νόημα. Θέλω να μένει κάτι στον άλλο που έρχεται σε μια παράσταση. Μια παράσταση πρέπει, για μένα, να έχει τρεις πράξεις. Οι δύο είναι αυτές που θα παιχτούν στο θέατρο, και η τρίτη είναι αυτή που θα παιχτεί όταν, φεύγοντας από εδώ, πας να πιεις ένα ποτό με τους φίλους σου και συζητάς αυτό που είδατε.

»Γι’ αυτό δεν επαναπαύομαι, προσπαθώ να πηγαίνει ένα σκαλί πιο πάνω – και πιστεύω ότι η «Εθνική Ελλάδος» ήταν ένα σκαλί παραπάνω. Μετά το «Παραπέντε» είχα εξαντληθεί. Είπα λοιπόν ότι θα πάρω τον χρόνο μου, θα ξεκουραστώ και μετά θα προσπαθήσω να ξεπεράσω το προηγούμενο όριό μου -και νιώθω ότι το ξεπέρασα. Την «Εθνική Ελλάδος» είχα αρχίσει να τη γράφω το 2012, το άφησα όμως στην άκρη γιατί τότε είχα και θέατρο και δεν προλάβαινα τίποτα. Όταν την ξανάπιασα να τη συνεχίσω, δύο χρόνια μετά, ένιωθα ότι ήμουν καλύτερος και άλλαξα και κάποια πράγματα που είχα ήδη γράψει.

«Στο γράψιμο, το ”προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος” σημαίνει το να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου».

– Σε κάνει η δουλειά σου να εξελίσσεσαι;
Βέβαια, ειδικά η «Πρισίλα» με βοήθησε πάρα πολύ στο να καταλάβω όλο αυτό με τις drag queens, τους τρανσέξουαλ, πράγματα τα οποία δεν τα ήξερα, ευαισθητοποιήθηκα, έγινα σοφότερος και καλύτερος.

– Νιώθεις ότι το θέατρο είναι κάτι σημαντικό για τον θεατή που το παρακολουθεί, έχεις καταλάβει κάτι τέτοιο από τις αντιδράσεις του κόσμου;
Πιστεύω ότι αυτό, αν είναι, θα το νιώσω από φέτος, που το φθινόπωρο θα ανεβάσω το πρώτο μου θεατρικό έργο. Μέχρι τώρα, ό,τι εισέπραττα ήταν από την τηλεόραση. Ο κόσμος πάντως εξακολουθεί να έρχεται να μου λέει για κάτι που είδε στο «Παραπέντε» ή στην «Εθνική Ελλάδος» και νιώθω ότι έχω τεράστια ευθύνη γι’ αυτό το οποίο λέμε δημοσίως. Η παράσταση λοιπόν που θα ανεβάσω τώρα πιστεύω ότι θα σας κάνει να γελάσετε πολύ, αλλά θα σας κάνει και να σκεφτείτε και να εξομολογηθείτε γι’ αυτό το οποίο αισθανθήκατε.

– Πιστεύεις ότι για να γράψει κάποιος ένα έργο που πραγματεύεται δύσκολα θέματα, ψυχικά, πρέπει και να τα έχει ζήσει;
Εγώ έχω γράψει για αρκετά τέτοια θέματα, τα οποία δεν τα έχω ζήσει, αλλά μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ πώς είναι να το ζεις. Τι πόνο, πόση προσπάθεια, τι δυσκολία μπορεί να κρύβει το καθετί. Στην «Εθνική Ελλάδος» για παράδειγμα έβαλα δύο ανθρώπους σε αναπηρικό καρότσι. Δεν έχω στην οικογένειά μου κάποια τέτοια κατάσταση. Όταν όμως είδα στις διακοπές μου μια οικογένεια όπου ο άντρας ήταν σε καροτσάκι, έκατσα και σκέφτηκα πώς μπορεί να είναι αυτό. Τους έβλεπες όμως, που ήταν χαρούμενοι, έπιναν την μπίρα τους, έκαναν διακοπές. Και βλέπεις κι άλλα ζευγάρια, που ζουν μαζί κι έχουν τέσσερα πόδια και δεν χωνεύει ο ένας τον άλλο και τσακώνονται όλη μέρα. Οπότε δεν χρειάζεται να τα ζούμε όλα, για να μπορέσουμε να τα εκφράσουμε, χρειάζεται να προσπαθούμε να μπαίνουμε στη θέση του άλλου και να την κατανοούμε.

«Δεν χρειάζεται να τα ζούμε όλα, για να μπορέσουμε να τα εκφράσουμε, χρειάζεται να προσπαθούμε να μπαίνουμε στη θέση του άλλου και να την κατανοούμε».

Έχεις «σκοτεινές» φάσεις στη ζωή σου;
«Σκοτεινές» για μένα χαρακτηρίζω τις φάσεις που αισθάνομαι λίγο νωθρός. Να περάσω δηλαδή τρεις ώρες στον καναπέ και να μην κάνω τίποτα. Αυτό για μένα μπορεί να είναι ένα «μαύρο» τρίωρο, μια «μαύρη» μέρα, η ακόμη και μια «μαύρη» βδομάδα.

– Όταν σου μιλάνε οι άνθρωποι στον δρόμο ανταποκρίνεσαι;
Δεν μπορείς να βρεις ισορροπία σ’ αυτό, ούτε εγώ, ούτε ο κόσμος. Σε βλέπει κάποιος και θέλει να σου μιλήσει και είναι πολύ χαρούμενος που σε πέτυχε. Την καταλαβαίνω απολύτως αυτή τη χαρά. Αυτό που δεν ξέρει αυτός ο άνθρωπος είναι ότι εκείνη τη στιγμή, εγώ μπορεί να έχω σταματήσει να μιλήσω άλλες δεκαπέντε φορές πριν απ’ αυτόν κι άλλες δεκαπέντε φορές μετά. Έτσι κάποιες φορές θα με δει να είμαι αρκετά βιαστικός. Απλώς πλέον αναγνωρίζω και τις δύο πλευρές.

– Έχεις σκεφτεί ποτέ να δουλέψεις στο εξωτερικό;
Όχι, δεν έχω σκεφτεί να δουλέψω στο εξωτερικό, έχω σκεφτεί να ζήσω στο εξωτερικό. Μου αρέσει γιατί έχω μία διαφορετική ηρεμία και ησυχία, να περνάω απαρατήρητος και μπορώ να περιπλανηθώ όπου θέλω.

 

//Ιnfo: «Οποιος θέλει να χωρίσει… να σηκώσει το χέρι του»
Θέατρο Ηβη, Σαρρή 27, Αθήνα, τηλ.: 21 0321 6382

 

//Ο Γιώργος Καπουτζίδης φόρεσε:
Παντελόνι chino κοραλί – North Sales
Mπεζ παντελόνι – Pepe Jeans
Peyton πουκάμισο-Pepe Jeans
Λευκό πουκάμισο – Hackett
Mπλε σακάκι- Hackett
Mπεζ σακάκι – Antony Morato

Κεντρική διάθεση Shop&Trade

* Eυχαριστούμε πολύ το bar Noel (Κολοκοτρώνη 59Β, Αθήνα) για τη φιλοξενία. 

 

Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Λιγνάδης: «Ο Τσίπρας είναι η συνισταμένη ενός λαού, η εικόνα του».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top