«Το στρες που ζήσαμε κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν πολύ έντονο και για πολύ μεγάλη διάρκεια ώστε να μας αφήσει ανεπηρέαστους».

Δύο οπτικές του ιδίου ζητήματος. Η πρώτη: το ελληνικό κράτος είναι σαν ένα καράβι που έχει μάθει από ξέρες ή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επειδή ακριβώς δεν δύναται να ακολουθήσει τη σωστή πορεία, πάντα καταλήγει σ’ αυτές. Η δεύτερη: μια μικρή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετατράπηκε συν τω χρόνω σε σύγχρονο κράτος. Καίτοι μοιάζουν σαν αντίρροπες δυνάμεις, προσπαθώντας να εξηγήσουν την εξέλιξή μας από την Ελληνική Επανάσταση έως σήμερα, στην ουσία υπάρχει συνάντηση σε έναν κοινό τόπο.

Ούτε τα έχουμε κάνει όλα λάθος μήτε φέρουμε -κατ’ αποκλειστικότητα- τον χαρακτήρα του τίμιου έθνους που πληγώνεται ανεπανόρθωτα από τις ξένες δυνάμεις. Ο Κώστας Κωστής, καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κάτοχος παλαιότερα της έδρας σπουδών για τη Νεότερη και Σύγχρονη Ελλάδα στην παρισινή EHESS, με το βιβλίο του «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» (εκδ. Πατάκη) χαρτογραφεί με τρόπο συστηματικό την τεθλασμένη πορεία του ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας.

Το βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 2013 έχει γνωρίζει σημαντική επιτυχία, έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και πρόσφατα εκδόθηκε σε νέα συμπληρωμένη μορφή, στην οποία έχουν ενσωματωθεί και τα λεγόμενα «χρόνια της κρίσης». Μιλώντας στο Andro δίνει τη δική του οπτική για το πώς φτάσαμε ως εδώ, τι φταίει, αλλά τι πήγε καλά. Δεν διστάζει δε να μιλήσει και για τρέχοντα ζητήματα του δημόσιου διαλόγου όπως το Μακεδονικό, την έκρηξη της βίας, αλλά και τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.

– Κύριε Κωστή, υπάρχει μια φαινομενική αντίφαση στην ιστορική προσέγγιση. Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τα γεγονότα τόσο πιο κοντινά γίνονται. Εμείς παίζουμε κρυφτό με την Ιστορία ή εκείνη με εμάς;

Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να σας δηλώσω ότι δεν είμαι οπαδός μιας ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο. Η ιστορία, όπως τουλάχιστον εγώ την καταλαβαίνω, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία διανοητική άσκηση πάνω στη διαφορετικότητα και μας μιλάει για το παρελθόν με έναν τρόπο ατελή, ατελέστερο εκείνου που χρησιμοποιεί το μυθιστόρημα. Επομένως, δεν νομίζω ότι τίθεται θέμα κρυφτού, αλλά μάλλον μιας ανάγκης να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας, να οργανώσουμε την ύπαρξή μας.

«Όλοι οι άνθρωποι, όλες οι κοινωνικές ομάδες και όλα τα έθνη προτιμούν να ζουν σε συνθήκες εφησυχασμού και εξωραϊσμού των συνθηκών ύπαρξής τους».

– Μιλώντας για την Ιστορία, την επικαλούμαστε πολύ συχνά εμείς οι Έλληνες. Αν και δεν την γνωρίζουμε, την αποζητάμε. Γιατί πιστεύετε;

Σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αναφέρονται σε ότι θεωρούν ως πιο αξιομνημόνευτο στην ύπαρξή τους. Εμείς έχοντας ένα τόσο βαρύ παρελθόν, εννοώ εδώ την αρχαιότητα, που προσδιορίζει απολύτως την ταυτότητά μας, είναι λογικό να το επικαλούμαστε συνεχώς. Και φυσικά αυτό έχει να κάνει με το ότι δεν έχουμε σε μεγάλη εκτίμηση τα πρόσφατα επιτεύγματά μας, ή μάλλον ότι αισθανόμαστε πως αυτό το παρελθόν συνθλίβει το παρόν. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν σημαίνει ότι επικαλούμαστε την ιστορία ως «επιστήμη», αλλά τα ιστορικά στερεότυπα με τα οποία έχουμε μπολιαστεί. Και η διαφορά είναι τεράστια.

– Αν κοιτάξει κανείς τα εκδοτικά πράγματα των τελευταίων ετών στην Ελλάδα εκδίδονται πολλά ιστορικά βιβλία. Αρκετά από αυτά γίνονται ευπώλητα. Δείχνει κάτι αυτή η ζέση του αναγνωστικού κοινού;

Νομίζω ότι η απάντηση στο ερώτημά σας έχει δύο σκέλη. Πρώτα απ’ όλα ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού ενδιαφέρεται να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην χώρα και γιατί υφίσταται ό,τι υφίσταται. Πιστεύει λοιπόν ότι η ιστορία θα του δώσει τις απαντήσεις. Ως ένα βαθμό κάτι τέτοιο δεν είναι λάθος. Το δεύτερο σκέλος αφορά το ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί από τους αναγνώστες για εργασίες που προσπαθούν να μιλήσουν με ένα διαφορετικό τρόπο για την ιστορία, επομένως να δώσουν και μία διαφορετική προοπτική στο παρόν. Ορισμένες εργασίες που γνωρίζουν εκδοτική επιτυχία δεν είναι καινούργιες αλλά στη σημερινή συγκυρία εκδηλώθηκε ένα ενδιαφέρον για αυτές, άλλες πάλι βρήκαν ευκαιρία μέσα στο περιβάλλον της κρίσης να μιλήσουν για θέματα που στο παρελθόν θεωρούσαμε δεδομένο πως θα τα κατανοήσουμε με έναν διαφορετικό τρόπο. Και στις δύο περιπτώσεις η κρίση προκάλεσε την κινητοποίηση μιας μερίδας ανθρώπων να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την πραγματικότητά τους αναζητώντας ερεθίσματα από το παρελθόν, ξεφεύγοντας από το διανοητικό βόλεμα που μας χαρακτήριζε. Και αυτό είναι σημαντικό.

– Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εποχής. Τη στιγμή που η συνήθης «κατηγορία» των πολιτών είναι ότι οι πνευματικοί άνθρωποι δεν αρθρώνουν λόγο, αρκετοί πανεπιστημιακοί – όπως εσείς – κάνετε το ακριβώς αντίθετο. Μιλάτε δια της γραφής και της αναλυτικής σκέψης.

Καταλαβαίνω τι εννοείτε, αλλά δεν θα συμφωνούσα απολύτως μαζί σας. Σε αντίθεση με το παρελθόν, πάρα πολλοί πανεπιστημιακοί διατυπώνουν τις απόψεις τους – ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή αν διαφωνούμε μαζί τους. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, ο αριθμός είναι μεγάλος, ο «θόρυβος» που προκαλείται ισχυρός και τα social media επιδεινώνουν την κατάσταση.

– Φοβόμαστε (σσ. οι Έλληνες) τις αλήθειες που μας συγκροτούν; Μήπως επιζητούμε συχνά ένα βολικό ψέμα;

Όλοι οι άνθρωποι, όλες οι κοινωνικές ομάδες και όλα τα έθνη προτιμούν να ζουν σε συνθήκες εφησυχασμού και εξωραϊσμού των συνθηκών ύπαρξής τους παρά να αντιμετωπίσουν μια πραγματικότητα που συχνά μπορεί να είναι οδυνηρή. Εκείνοι που υποδεικνύουν ότι τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά, οδηγούν σε ένα διανοητικό ξεβόλεμα και γίνονται ενοχλητικοί και αντιπαθείς. Ο Σωκράτης δεν ήταν μία μεμονωμένη περίπτωση.

– Η Εσπερία μας έχει βαφτίσει καλομαθημένους, ενώ εμείς ρέπουμε προς τη θυματοποίηση. Τελικά, ποιος μας ξέρει καλύτερα; Εμείς ή άλλοι;

Κανείς από τους δύο. Ή μάλλον και οι δύο επικεντρώνονται σε στοιχεία τα οποία μπορούν να ευνοήσουν τις εκάστοτε επιλογές τους, επομένως η οπτική παραμένει πάντοτε μερική και μεροληπτική.

– Ως κράτος αναγκαζόμαστε να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας αενάως. Από την πρώτη συγκρότηση του ελληνικού κράτους έως σήμερα αναζητούμε πάντα μία νέα αρχή που ποτέ δεν ολοκληρώνεται.

Δεν νομίζω ότι κάνουμε κάτι διαφορετικό από ότι κάνουν όλα τα κράτη, όλες οι κοινωνίες. Επιδιώκουμε να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα κάθε εποχής, επομένως δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να αφομοιώνουμε ή να αποβάλλουμε στοιχεία που νομίζουμε ότι μας χαρακτηρίζουν, δηλαδή όπως το είπατε να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας.

«Φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν θαύματα, αν και στην κατάσταση που βρισκόμαστε μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει και θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε μία πιο δίκαιη κοινωνία».

– Φταίει η Τουρκοκρατία για όλα τα δεινά μας; Την επικαλούμαστε κι αυτήν. Φταίει που δεν ζήσαμε Αναγέννηση και Διαφωτισμό;

Εξαρτάται τι εννοείτε λέγοντας για όλα τα δεινά μας. Προσωπικά βλέπω στο παρελθόν της χώρας μία επιτυχημένη προσπάθεια να γίνει ένα ευρωπαϊκό κράτος, με όλες τις δυσκολίες που μπορεί να υπάρξουν σε μία μακρόχρονη ιστορική πορεία ή τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να έχει κάθε εθνική περίπτωση. Αν πάλι εννοείτε αυτό που μας συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, τότε το πρόβλημα σίγουρα δεν βρίσκεται στην Τουρκοκρατία, την Αναγέννηση ή τον Διαφωτισμό. Επιτρέψτε μου μόνο να προσθέσω ότι τόσο η Αναγέννηση όσο και ο Διαφωτισμός πήραν διαφορετικά χρώματα σε κάθε εθνική ή τοπική περίπτωση και κάποιοι ιστορικοί θα υποστήριζαν ότι ζήσαμε και την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Όσον αφορά δε τον τελευταίο στην ελληνική περίπτωση δεν ήταν τίποτε περισσότερο ή τίποτε λιγότερο από μία μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο πλαίσιο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.

– Ποιος είναι ο συνεκτικός ιστός της φυλής μας. Είναι τα αρχαία κλέη; Είναι η Ορθοδοξία; Πώς ορίζει το γενικό φαντασιακό την υπόστασή μας;

Φαντάζομαι ότι εννοείτε το έθνος χρησιμοποιώντας τον όρο φυλή. Αν ναι τότε τα συστατικά είναι όλα όσα αναφέρετε, ελπίζω δε κάποτε να επιστρέψουμε – στο πλαίσιο των αναδιαπραγματεύσεων της ταυτότητας μας – στο Ισοκράτειο «Έλληνες εισίν οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες».

– Η κρίση μάς άλλαξε; Βοήθησε, έστω και με σκληρό τρόπο, να κάνουμε την αυτοκριτική μας;

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αλλάξαμε. Το στρες που ζήσαμε ήταν πολύ έντονο και για πολύ μεγάλη διάρκεια ώστε να μας αφήσει ανεπηρέαστους. Νομίζω ότι ο ατομικισμός μας – που έτσι και αλλιώς ήταν πάντα έντονος – έχει πάρει ακραίες μορφές σε κάθε τομέα και αντιστρόφως τα ελάχιστα στοιχεία κοινωνικής πειθαρχίας που είχαμε έχουν εξαφανιστεί. Όσον αφορά δεν την αυτοκριτική, φοβάμαι ότι δεν είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες, πολύ δε περισσότερο την ελληνική.

– Τι πήγε στραβά; Τι κάναμε λάθος τα προηγούμενα χρόνια; Υπήρξαμε δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα;

Αυτό που πήγε στραβά ήταν ότι πιστέψαμε πως μόνοι εμείς θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την πορεία μας ατιμωρητί αγνοώντας το τι συμβαίνει γύρω μας και το τι κάνουν οι άλλοι. Κι φυσικά δεν είναι οι ευθύνες ίδιες για όλους.

«Ο Πλούτος της Ελλάδας, όπως και κάθε χώρας είναι οι άνθρωποί της. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα είναι μία φτωχή από άποψη φυσικών πόρων χώρα».

– Για να συνεχίσω «Βαρναλικά» πρέπει να προσμένουμε κάποιο θαύμα;

Φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν θαύματα, αν και στην κατάσταση που βρισκόμαστε μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει και θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε μία πιο δίκαιη κοινωνία και μία χώρα στην οποία οι κάτοικοί της έχουν την αίσθηση ότι είναι πολίτες με υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από αυτό το πρότυπο και φοβάμαι ότι απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο.

– Τι σημαίνει «βγαίνουμε από την κρίση» (αν βγαίνουμε). Ποια είναι η έννοια της κανονικότητας σε ένα σύγχρονο κράτος;

Έχει γίνει μία φοβερή κατάχρηση του όρου κρίση και στην Ελλάδα και εκτός αυτής. Αν με τον όρο αυτό εννοούμε ότι σταθεροποιήθηκε η οικονομία της χώρας, ναι όντως συνέβη κάτι τέτοιο, αν και η σταθεροποίηση αυτή στηρίζεται σε πολύ ισχνά ποδάρια. Τώρα η έννοια της κανονικότητας σε ένα σύγχρονο κράτος έχει να κάνει με την ικανότητα του κράτους αυτού να προσφέρει στους πολίτες του, όποτε το χρειαστούν, τις απαραίτητες υπηρεσίες, σε θέματα ασφάλειας, απασχόλησης, υγείας, παιδείας, δικαιοσύνης κλπ. χωρίς να τους εξοντώνει φορολογικά. Πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

– Έχουμε το πολιτικό προσωπικό που μας ταιριάζει ή ασκούμαστε στο «άθλημα» της επίκρισης χωρίς να παραδεχόμαστε ότι εμείς τους εκλέξαμε;

Γιατί θα πρέπει να πιστέψει κανείς ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από το περιβάλλον μέσα στο οποίο δρα. Το ίδιο ισχύει σε κάθε τομέα από την εκπαίδευση μέχρι το ποδόσφαιρο… Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες και για το λόγο αυτό πιστοποιούν τον κανόνα.

– Με ενδιαφέρει πολύ το θέμα του υπό έκδοση βιβλίου σας «Ο Πλούτος της Ελλάδας: η ελληνική οικονομία από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι σήμερα». Υφέρπει πάντα η άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι πλούσια, αλλά δεν την άφησαν.

Ο Πλούτος της Ελλάδας, όπως και κάθε χώρας είναι οι άνθρωποί της. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα είναι μία φτωχή από άποψη φυσικών πόρων χώρα και υπό την έννοια αυτή αυξάνεται η σημασία των όσων πέτυχε μέχρι σήμερα. Τώρα η άποψη ότι δεν την άφησαν να γίνει όσο πλούσια μπορούσε, είναι μία τυπική άποψη που διατυπώνεται από τους δημαγωγούς [αριστεράς και δεξιάς προέλευσης] όλων των χωρών. Καλλιεργώντας τη φοβία απέναντι σε τρίτους μπορείς να ελπίζεις ότι θα κερδίσεις την υποστήριξη εκείνων που υποφέρουν ή έστω βρίσκονται σε δύσκολη θέση.

Το βιβλίο του Κώστα Κωστή, σε νέα συμπληρωμένη έκδοση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

– Οι ακραιφνείς των «εθνικών» λύσεων ζητούν ακόμη και σήμερα να φύγουμε από το ευρώ, να διαχειριστούμε τα του οίκου μας μόνοι μας. Λένε δε, πως έχουμε πετρέλαιο και φυσικό αέριο που μας το «κρύβουν».

Νομίζω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με πολύ ακραίες απόψεις, οι οποίες, τουλάχιστον προς το παρόν, έχουν αποδυναμωθεί. Η ευρωπαϊκή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ είναι επαρκής απόδειξη αυτής της άποψης. Δύσκολα μια χώρα σαν την Ελλάδα θα μπορούσε να επιβιώσει εκτός ενός μεγάλου οικονομικού και πολιτικού συνόλου, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα μπορούσε να πει κανείς πολλά, αλλά αυτό που δεν θα πρέπει να λησμονούμε είναι ότι οδεύουμε προς το τέλος της χρήσης των ορυκτών καυσίμων, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο και ότι ακόμη δεν έχουμε εξακριβώσει τι έχουμε και με τι κόστος μπορούμε να το αξιοποιήσουμε. Πάντως η Βενεζουέλα που είναι μεγάλος παραγωγός πετρελαίου δεν έγινε πλούσια.

– Η οικονομία έχει με τη σειρά της δαιμονοποιηθεί στη χώρα μας. Θεωρείται ένα πεδίο «βολής» των ισχυρών έναντι των ανίσχυρων. Ποια είναι η εργαλειακή σημασία της; 

Δεν νομίζω ότι έχει δαιμονοποιηθεί η οικονομία στο σύνολό της. Μόνο κάποιοι τομείς, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες. Αυτό μάλλον είναι φυσιολογικά, στο βαθμό που μια χώρα έχει τόσο μεγάλα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων και η οποία μόλις πριν από δύο γενιές ξέφυγε από την αγροτική πραγματικότητα, είναι λογικό να αντιμετωπίζει τις μεγάλες επιχειρήσεις με δυσπιστία, πολύ περισσότερο αν είναι ταυτοχρόνως και ξένης ιδιοκτησίας.

– Είναι το Δημόσιο η μεγάλη κακοδαιμονία της οικονομίας ή είναι ακόμη ένας αστικός μύθος.

Αν με την ερώτησή σας εννοείτε κατά πόσον η πρόσφατη κρίση οφείλεται στο ελληνικό κράτος, η απάντηση είναι ναι, εφόσον ήταν μία κρίση δημοσίου χρέους. Σε μία όμως μακρόχρονη προοπτική θα ήταν λάθος να υποστηρίξουμε ότι το πρόβλημα ήταν πάντοτε το κράτος. Αντιθέτως το ελληνικό κράτος πολύ συχνά στην ιστορία μας ανέλαβε όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, πρωτοβουλίες που δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας. Αν δε αναλογιστεί κανείς από πού ξεκίνησε και που έφτασε η Ελλάδα τότε θα ήμουν διστακτικός να μεμφθώ το ελληνικό κράτος. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει κακό κράτος και καλός ιδιωτικός τομέας ή το αντίστροφο. Πρόκειται για τις δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος.

– Κεφάλαιο «λαϊκισμός». Ταιριάζει άραγε στο θυμικό του Έλληνα; Μας αρέσουν οι εύκολες, αναίμακτες λύσεις; Φαντασιωνόμαστε ένα ηγέτη που θα λύσει όλα τα προβλήματά μας αυτοστιγμεί;

Νομίζω ότι η απάντηση είναι αυτονόητη. Η παγκόσμια εμπειρία δείχνει ότι δεν υπάρχει λαός στον κόσμο που να μην είναι ευάλωτος στο λαϊκισμό. Εξάλλου, η ελληνική εμπειρία των τελευταίων δέκα χρόνων ήταν ενδεικτική ως προς το πόσο προφανής είναι η απάντηση: Οι Έλληνες υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι εξίσου ευάλωτοι στο λαϊκισμό όπως και οι Αμερικάνοι, οι Άγγλοι, οι Ούγγροι και όλοι οι υπόλοιποι λαοί.

– Σας προβληματίζει η λεκτική και φυσική βία που εισβάλει στον δημόσιο χώρο; Η Χρυσή Αυγή είναι ένας προφανής πυρήνας βίας, ενδέχεται να μην είναι ο μοναδικός. 

Φοβάμαι πως το πρόβλημα είναι ευρύτερο και η περίπτωση της Χρυσής Αυγής αλλά και ομάδων που κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε αντιεξουσιαστές είναι ακραίες εκδηλώσεις μιας κοινωνικής διχοτόμησης που έχει διαμορφωθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες. Δυστυχώς ο έλεγχος της βίας και της αντιπαράθεσης που είναι άμεση συνέπεια αυτής της πόλωσης δεν φαίνεται να μπορεί να ελεγχθεί με βάση την εσωτερίκευση και τη διαχείριση των αντιθέσεων μέσω διαφόρων μορφών συμβολικής επένδυσης, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

«Το Μακεδονικό πολύ σύντομα θα το έχουμε ξεχάσει. Δεν είναι η νέα ”Μεγάλη Ιδέα” της χώρας».

– Η Αριστερά ήρθε πρώτη φορά στην εξουσία. Ποια αίσθηση αποκομίζετε από τον τρόπο που κυβερνάει;

Δεν θα έχω κάτι πρωτότυπο να απαντήσω, απλώς απέδειξαν ότι είναι ταυτόσημοι με όλο το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό, διαθέτοντας όμως πολύ λιγότερες ικανότητες, γνώσεις και ενδιαφέρον να δημιουργήσουν καινούργια πράγματα. Αντ’ αυτού διαθέτουν περισσή αυταρχικότητα, κυνισμό και θράσος. Πρόκειται για γερασμένους ανθρώπους με αφυδατωμένα μυαλά.

– Η νέα «Μεγάλη Ιδέα» έγινε το Μακεδονικό. Κοντεύουμε να πέσουμε πάλι σε φαύλο κύκλο;

Ασφαλώς όχι. Πολύ σύντομα θα το έχουμε ξεχάσει.

– Έχετε διαπιστώσει (ορθώς) ότι η Επανάσταση του 21 προήλθε από μία ελίτ. Βλέπετε να υπάρχει μία αντίστοιχη ελίτ σήμερα που να μη χρειάζεται να κάνει επανάσταση, αλλά να χρειάζεται να βοηθήσει τη χώρα να ακολουθήσει τον ορθό δρόμο της ανάπτυξης;

Αυτό το οποίο υποστηρίζω για την Επανάσταση είναι ότι προήλθε από αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται «περιθωριακές ελίτ», δηλαδή ελίτ που έχουν χάσει το παιγνίδι της εξουσίας (οικονομικής, πολιτικής ή κοινωνικής) και προσπαθούν να ξαναμπούν σε αυτό. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, οι ελίτ είναι ενσωματωμένες στο παιγνίδι της εξουσίας και δεν βλέπω πως θα μπορούσαν να υπάρξουν οι ομάδες εκείνες που θα μπορούσαν να ηγηθούν μιας ανατροπής στον τρόπο που σκεφτόμαστε και επομένως δρούμε. Γιατί φυσικά, αυτό είναι σε τελική ανάλυση το πρόβλημα.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, «μόνον η Αρχαία Μακεδονία είναι μια και ελληνική, τα άλλα είναι βλακείες».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top