Η Έλενα Κελεσίδου ήταν μια ιδανική Ελίνα Μακρόπουλου. Στον μονόλογο της Γ΄ πράξης ήταν συγκινητική σαν την Τραβιάτα ή την Μιμή (Μποέμ).

Την Κυριακή 20 Μαΐου 2018 η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) παρουσίασε στο ΚΠΙΣΝ την τελευταία πρεμιέρα της χειμερινής περιόδου, την «Υπόθεση Μακρόπουλου» του Λέος Γιάνατσεκ. Το έργο αφορά στην ιστορία της Ελίνας Μακρόπουλου, η οποία χάρη στη μυστική συνταγή ενός ελιξιρίου έχει ζήσει πάνω από τριακόσια χρόνια αλλάζοντας ονόματα, με τελευταίο το Εμίλια Μάρτυ, πρωταγωνίστρια όπερας. Για κακή της τύχη, η δράση του ελιξιρίου έχει αρχίσει να φθίνει, και πρέπει να ανακτήσει τη συνταγή, η οποία είναι καταγεγραμμένη στο «Έγγραφο Μακρόπουλος» (όπως μπορεί να μεταφραστεί εναλλακτικά ο τίτλος). Αναγκάζεται έτσι να μπλεχτεί σε μια κληρονομική διαμάχη, αποκαλύπτοντας το μυστικό της. Στο τέλος όμως θα προτιμήσει να αφεθεί στον θάνατο, καθώς έχει διαπιστώσει πως το τέλος είναι αυτό που δίνει στην ζωή την αξία της.

Με μόλις δέκα μέρες να υπολείπονται για την έναρξη των θερινών παραστάσεων στο Ηρώδειο, η «Υπόθεση Μακρόπουλου» αποδείχτηκε πρακτική επιλογή, καθώς η όπερα ανέβηκε χωρίς την χορωδία, λογικά απασχολημένη στις φεστιβαλικές πρόβες. Κανονικά προβλέπεται μια σύντομη συμμετοχή της ανδρικής χορωδίας στην Γ΄ πράξη, όπου τραγουδά αφανής από την τάφρο της ορχήστρας, δημιουργώντας μια απόκοσμη εντύπωση. Στην παράσταση την χορωδία υποκατέστησαν οι άνδρες της διανομής, δηλαδή έξι-επτά άτομα, επάνω στη σκηνή, επιτρέποντας έτσι στη μουσική μεν να ακουστεί, αλλά με τρόπο που είναι λίγο διαφορετικός από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σε μια πιο εύπορη παραγωγή θα μπορούσε να είχε προσληφθεί ειδική χορωδία, αλλά αν αναλογιστούμε ότι πρόσφατα παρακολουθήσαμε τον «Κουρέα της Σεβίλλης» χωρίς χορωδία και με περικοπές στην Κοπεγχάγη της πλούσιας Δανίας, αντιλαμβάνεται κανείς το είδος των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η όπερα διεθνώς.

Ο Σλοβάκος αρχιμουσικός Οντρέι Όλος καθοδήγησε με ασφάλεια όλους του συντελεστές σε μια παράσταση με μουσική επάρκεια.

Γνώρισμα της εποχής λοιπόν, που ευτυχώς όμως δεν εμπόδισε τη παράσταση να αποδειχθεί κατά τα άλλα επαρκής σε μουσικό επίπεδο. Οι δύο παράγοντες-κλειδιά της επιτυχίας ήταν η λαμπερή ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Έλενας Κελεσίδου, και η άρτια μουσική διεύθυνση του Οντρέι Όλος. Ο Σλοβάκος αρχιμουσικός, βραβευμένος με το βραβείο Γιάνατσεκ το 2006 -και… συμπατριώτης του Τσέχου συνθέτη για όσο διάστημα υπήρξε η Τσεχοσλοβακία- εξασφάλισε ότι η πρώτη γνωριμία της ΕΛΣ με το έργο υπήρξε καλή. Εκμαίευσε έναν ωραίο ήχο από τους μουσικούς, χωρίς ουσιαστικά τονικά σφάλματα, και οδήγησε με ασφάλεια ορχήστρα και μονωδούς στους περίπλοκους ρυθμούς που μιμούνται την ομιλία, διατηρώντας ευελιξία μέσα στην ακρίβεια. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, πρέπει και να στήριξε καλά τους τραγουδιστές, που φάνηκαν να αποδίδουν τους ρόλους τους χωρίς πίεση.

Ειδικά μάλιστα η σοπράνο Έλενα Κελεσίδου έμοιαζε γεννημένη για τον ρόλο της λυρικής τραγουδίστριας Εμίλια Μάρτυ, αλλιώς Ελίνα Μακρόπουλου, το κεντρικό πρόσωπο του έργου. Σε μια όπερα που δεν έχει παραδοσιακές μελωδίες και πλησιάζει πολύ το μουσικό θέατρο, η ικανότητά της να αποδίδει τις μουσικές φράσεις με απόλυτη φυσικότητα, με εκφραστική θέρμη και συναισθηματική ένταση, την έκαναν ιδανική ερμηνεύτρια. Σε όλη τη διάρκεια του έργου ήταν η απόλυτη ενσάρκωση της ντίβας, ενώ ο τελικός της μονόλογος, δραματικά εξαιρετικά σύνθετος, συγκινησιακά στεκόταν πλάι στον θάνατο της Τραβιάτα και της Μιμή (Μποέμ).

Σημάδι των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η όπερα διεθνώς, η παράσταση δόθηκε χωρίς της απαιτούμενη χορωδία.

Καλές ερμηνείες προσέφεραν και οι υπόλοιποι συντελεστές, κυρίως οι Γιάννης Γιαννίσης (Πρους), Νίκος Στεφάνου (Βίτεκ), Χρήστος Κεχρής (Γιάνεκ), αλλά και οι Βαγγέλης Μανιάτης (Δρ Κόλενατυ), Δημήτρης Σιγαλός (Χάουκ), και στους μικρότερους ρόλους ο Αρκάδιος Ρακόπουλος (Τεχνικός σκηνής) και η Μιράντα Μακρυνιώτη (Καθαρίστρια και Καμαριέρα). Ο Δημήτρης Πακσόγλου (Άλμπερτ Γκρέγκορ) είχε μερικές φορές κάπως ακατέργαστο ήχο, ενώ η εξαιρετικά ακμαία φωνητικά Άρτεμις Μπόγρη (Κριστίνα) ερμηνευτικά ήταν αρκετά μονοδιάστατη: ειδικά στο τέλος, όταν παίρνει την κρίσιμη απόφαση να κάψει το έγγραφο με το ελιξίριο της μακροζωίας, θα μπορούσε να είχε προσδώσει περισσότερη υπόσταση στον ρόλο της.

Ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι αυτός που δίνει αξία στη ζωή, ενώ η αιωνιότητα οδηγεί, όπως παραδέχεται η πρωταγωνίστρια, σε αναισθησία.

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο οποίος επεξέτεινε την ερμηνεία του πέραν από το μουσικό κείμενο. Έτσι, πριν αρχίσει η μουσική, βλέπουμε την πλάτη μιας πολυθρόνας και ένα τραπέζι. Καθήμενος στην πολυθρόνα δειπνεί ένας ηλικιωμένος άνδρας με ρόμπα, μέχρι που σηκώνεται παραπατώντας και σύντομα η μουσική ξεκινάει. Είναι μια προφανής αναφορά στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Οδύσσεια του Διαστήματος 2001» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, η οποία εξετάζει ακριβώς τα μυστήρια του χρόνου και του εαυτού. Ο υπέργηρος αυτός άνδρας είναι ο γιατρός, βωβός ρόλος που κάνει μια σύντομη εμφάνιση στη Γ΄ πράξη, εδώ όμως έχει συνεχή παρουσία. Σε συμβολικό επίπεδο, ο γιατρός ερμηνεύτηκε από πολλούς ως ο θάνατος· θα μπορούσε όμως, κάπως ευφάνταστα, να τον ταυτίσει κανείς με έναν άλλο γιατρό, τον Ιερώνυμο Μακρόπουλο, εφευρέτη του ελιξιρίου της αιωνιότητας και πηγή της όλης ιστορίας, τον οποίο ο αυτοκράτορας Ροδόλφος Β΄ είχε στείλει να σαπίσει στον πύργο της Πράγας, αλλά τώρα θα πρέπει να υποθέσουμε ότι κάπως επιβίωσε. Συμπτωματικά, τον υποδύεται επίσης ένας Ιερώνυμος (Καλετσάνος, ηθοποιός – η κίνησή του είναι ομολογουμένως υποδειγματική).

Το σκηνικό είναι μια τεράστια αίθουσα αναμονής (ένας σταθμός τρένου, ένα λόμπι ξενοδοχείου, ένα υπουργείο ή μια τράπεζα), μάλλον στην κεντρική Ευρώπη, μάλλον τη δεκαετία του 1950, και ίσως ανατολικό μπλοκ. Γύρω ολόγυρα ένας συνεχόμενος καναπές, και στον κεντρικό τοίχο του σκηνικού, ένα γυάλινο παράθυρο με φυτά, και από πάνω ένα ρολόι. Ο σκηνοθέτης το ονομάζει «σπίτι του χρόνου», στο οποίο όλοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι. Προς επίταση του ισχυρισμού, η παράσταση δίνεται όλη με το ίδιο σκηνικό και χωρίς διάλειμμα. Στην Γ΄ πράξη, λίγο πριν το τέλος, η μουσική θα διακοπεί, το παράθυρο θα ανοίξει και θα επανεμφανιστεί το τραπέζι με την πολυθρόνα που είδαμε στην αρχή, και μαζί η μορφή της Ελίνας Μακρόπουλου, η οποία, καθ’ υπόδειξιν του γιατρού, παρακολουθεί από την σκηνή τον άλλο εαυτό της.

 

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς δεν παρέλειψε να τονίσει το στοιχείο της ερωτικής επιθυμίας.

Ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι αυτός που δίνει αξία στη ζωή, ενώ η αιωνιότητα οδηγεί, όπως παραδέχεται η πρωταγωνίστρια, σε αναισθησία. Αντίθετα φαίνεται να μην τον απασχολεί η κωμική διάσταση του έργου, που δεν είναι αμελητέα. Το αρχικό θεατρικό έργο του συγγραφέα Κάρελ Τσάπεκ ήταν ουσιαστικά μια πολιτική σάτιρα, στην οποία το κοινό της εποχής μπορούσε εύκολα να ταυτίσει την πρωταγωνίστρια με την αψβουργική μοναρχία, που είχε πρόσφατα διαλυθεί για να παραχωρήσει τη θέση της σε νέα κράτη, όπως η Τσεχοσλοβακία, που προσπαθούσαν να ατενίσουν το μέλλον με αισιοδοξία. Ήταν ο Γιάνατσεκ που με την συγκινητική μουσική της Γ΄ πράξης έδωσε μια νέα βαθύτερη διάσταση στην πρωταγωνίστριά του, δημιουργώντας ένα έργο που κινείται προοδευτικά από το ευτράπελο στο βαθύτατα συγκινητικό.

Αντιστικά προς τον θάνατο ο σκηνοθέτης τόνισε μόνο ένα άλλο στοιχείο, εκείνο της ερωτικής επιθυμίας. Στο τέλος της Β΄ πράξης οι μεγαλειώδεις συγχορδίες που εκφράζουν την έξαψη για την επικείμενη ερωτική συνεύρεση μεταξύ Ελίνας Μακρόπουλου και Πρους, χρησιμεύουν εδώ ως μουσική εικονογράφηση της ίδιας της πράξης, που δεν υπονοείται, αλλά γίνεται επί σκηνής, αν και μεταξύ ντυμένων. Στην Α΄ πράξη, η νεαρή Κριστίνα, σε φάση εφηβικών αναζητήσεων, με ένα καλά υπολογισμένο βαθύ κάθισμα προσκαλεί τα βλέμματα της πλατείας στο κιλοτάκι της.

Εκτός από το φιλοσοφικό υπόβαθρο, η όπερα είχε βέβαια και μια συγκεκριμένη δράση. Αυτή δεν ήταν πάντοτε ξεκάθαρη, αφενός γιατί το σκηνικό ποτέ δεν προσαρμόστηκε σε αυτήν, αφετέρου επειδή οι συντελεστές ήταν σχεδόν όλοι συνεχώς στη σκηνή, μπερδεύοντας την κατάσταση: άλλοι τραγουδούν, άλλοι πηγαινοέρχονται, άλλοι φέρνουν αναψυκτικά, άλλοι χορεύουν, άλλοι ξαπλώνουν στους καναπέδες και άλλοι τους καλύπτουν με κουβερτούλες να μην κρυώσουν, άλλοι ψάχνουν με ειδικά μηχανήματα για κοριούς κρυμμένους στους τοίχους, κ.α. Στο τέλος, ακόμα και οι καλά διαβασμένοι ακροατές παραιτούνται.

 

Διαβάστε ακόμα: Στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει ένα ρετιρέ με τη σημαντικότερη συλλογή κλασικής μουσικής

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top