Ο Διονύσης Σαββόπουλος με τον «Μπάλλο» έκανε τομή στο ελληνικό τραγούδι (η φωτογραφία από το αρχείο του Λάκη Παπαστάθη).

Πολύ πριν ο Διονύσης Σαββόπουλος αποκτήσει την αριστοκρατική ικανοποίηση να γίνεται δυσάρεστος και να βλέπει να σέρνεται -συχνά πυκνά- ένας δημόσιος χορός γύρω από τα λεγόμενα και τις πράξεις του, υπήρξε, πρώτα και κύρια, ένας μουσικός φανός. Ας το σκεφτούμε λίγο: πριν από αυτόν δεν είχε καταχωρηθεί στη μουσική καθομιλουμένη η έννοια του τραγουδοποιού.

Ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε το «είδος» και, κάπως έτσι, απ’ αυτή τη μήτρα ξεπήδησαν ακόμη και στις μέρες μας πλείστοι όσοι δημιουργοί που με «όχημα» ένα πάκο στίχους και μια κιθάρα, όρισαν τη δική τους θέση στην ελληνική μουσική. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Νιόνιος ήταν γέννημα της εποχής, αν σε κάποιες φάσεις της βγήκε πιο μπροστά. Τω όντι, προηγήθηκε.

Είναι η στιγμή που ο ζουρνάς της Μακεδονίας συναντάει τα ακόρντα του Μπομπ Ντίλαν.

Αν το «Φορτηγό» ήταν μια καίρια πρώτη δήλωση προθέσεων (είμαι εδώ, υπάρχω, θα τα πω) και το «Περιβόλι του Τρελλού» μια πρώιμη ροκ συναστρία, ο «Μπάλλος» υπήρξε ένα καλλιτεχνικό αφιόνι και ξεπέρασε το πνιγηρό zeitgeist (o σκοτεινός αχός της χούντας έσκιαζε και φοβέριζε τους πάντες, δεν πρέπει να το ξεχνάμε)

Ήταν 30 Μαρτίου 1971 όταν ο Σαββόπουλος βγαίνει στις ρούγες της πόλης με τούτον τον δίσκο που κουβαλούσε ό,τι πιο ροκ και παραδοσιακό συνάμα μπορούσε κανείς να ακούσει εκείνα τα χρόνια. Είναι η στιγμή που ο ζουρνάς της Μακεδονίας συναντάει τα ακόρντα του Μπομπ Ντίλαν. Είναι η στιγμή που η εγγύς Ανατολή, τα Βαλκάνια και η Δύση παντρεύονται σε μουσικούς δρόμους που μόνο ο ευφυής Νιόνιος μπορούσε να συνταιριάξει.

Θα πρέπει να δούμε το πλαίσιο της εποχής για να καταλάβουμε πώς κατέληξε στον «Μπάλλο». Ηδη, από το τέλος της δεκαετίας του ’60, οι νεολαίοι της χώρας αρχίζουν δειλά δειλά να ομνύουν στους ήχους του Γούντστοκ. Είναι μια πρώτη αντίδραση στο φοβικό καθεστώς της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η ψυχεδέλεια είναι ένας τόπος που μπορούν να ακουμπήσουν, τη στιγμή που το δημοτικό τραγούδι στιγματίζεται (φευ, δίχως να φταίει) από τον τρόπο που το χρησιμοποίησαν οι δικτάτορες στις διάφορες παρακμιακές εκδηλώσεις τους.

Ακόμη και το εξώφυλλο του δίσκου ήταν ξεχωριστό.

Ο Σαββόπουλος θα εξηγήσει τις προθέσεις του ως εξής: «Υπήρχε μια επείγουσα ανάγκη να αποσυνδέσουμε το δημοτικό τραγούδι από την στρατιωτική προπαγάνδα και να αναδείξουμε την ουσία του: ότι είναι μία υψηλού επιπέδου και μια μεγάλη μουσική που βγαίνει από τα εσώτερα του ελληνικού λαού».

Ως κλασικός contra torrentem, ο Σαββόπουλος θα εγκαθιδρύσει το λεγόμενο «βαλκανικό ροκ». Ενας εμψυχωτικός νεολογισμός που φιλοδοξούσε να παντρέψει δύο αστείρευτες πηγές που, όμως, εκβάλλουν από διαφορετικά σημεία. Πώς να βάλεις το κλαρίνο να συνομιλήσει με την ηλεκτρική κιθάρα; Αν στις μέρες μας αυτού του είδους τα τζαμαρίσματα είναι κοινός τόπος, τότε ήταν ένα βήμα στο άγνωστο.

Πρώτη κίνηση: φτιάχνει τα «Μπουρμπούλια» που με την ασφάλεια που μας παρέχει ο χρόνος μπορούμε να πούμε πως υπήρξε η πρώτη ροκ-φολκ μπάντα στην Ελλάδα. Ο Ούγγρος  János Lambizi, ο Βασίλης Ντάλας, ο Σπύρος Καζιάνης και ο Νίκος Τσιλογιάννης ήταν τα μέλη αυτής της απίθανης γκρούπας που μπορούσε να παίζει από Χέντριξ έως μοιρολόγια. Και… μπάλλους, φυσικά.

Ο 17λεπτος «Μπάλλος», το τραγούδι που συμπαρασύρει όλο τον δίσκο, είναι από μόνος του ένα έπος.

Ο Διονύσης εμπιστεύεται το ταλέντο και τη ματιά τους και την μπολιάζει με τον δικό του δημιουργικό οίστρο. Το αποτέλεσμα ήταν να μπουν μαζί στο στούντιο και να ηχογραφήσουν τον «Μπάλλο».

Υπάρχουν καινοτομίες στην ιστορία της μουσικής, τις οποίες βρίσκεις πάντα μπροστά σου. Το «Dark Side of the Moon» ήταν μια τέτοια, το «Blonde on Blonde» επίσης, το «Εlectric Ladyland». Ναι, Pink Floyd, Bob Dylan και Hendrix. Και κάμποσοι άλλοι που θα μας πάρει χρόνος να τους απαριθμήσουμε. Στα δικά μας, τίποτα δεν θα ήταν ίδιο δίχως τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μάνου Χατζιδάκι και το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη. Ανάμεσα στους δύο κολοσσούς, ο Σαββόπουλος (σαφώς πιο χατζιδακικός) θα αφήσει τη δική του σήμανση μέλλοντος με όρους  εύκρατου παρελθόντος.

Ο 17λεπτος «Μπάλλος», το τραγούδι που συμπαρασύρει όλο τον δίσκο, είναι από μόνος του ένα έπος. Θρυμματίζει τον κανόνα των τρίλεπτων τραγουδιών συναισθηματικού χαρακτήρα που κατέκλυζαν την ελληνική δισκογραφία εκείνη την περίοδο και δημιουργεί μια ακουστική fabula. Έναν αρχέγονο μύθο που εκτυλίσσεται με τη βοήθεια των μουσικών οργάνων.

Ο Νιόνιος και τα Μπουρμπούλια.

Ακόμη και η φωνή του Σαββόπουλου ακούγεται ορισμένες στιγμές σαν να είναι άχρονη, να έρχεται από το βάθος της ιστορίας, από μια σπηλιά βγαλμένη. Μπορεί ο Lambizi  να κατηγόρησε τον Σαββόπουλο ότι ο σκοπός ήταν δάνειο από έναν κλασικό ουγγρικό τραγούδι, εντούτοις δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι αληθινοί δημιουργοί κλέβουν για να φτιάξουν κάτι άλλο. Στον Μπάλλο, υπό την κηδεμονία της ευφυούς ιδέας του Σαββόπουλου, αναμιγνύονται οι τζαζ-ροκ ενορχηστρώσεις με τη χθόνια μουσική της Μακεδονίας.

Ο «Μπάλλος» είναι το Εγγονοπουλικό (sic) «Εδώ είναι Βαλκάνια/δεν είναι παίξε γέλασε».

Ο Σαββόπουλος θα πει ένα μεγάλο «όχι» στην εύλαλη μουσική του Αιγαίου και θα περπατήσει σε πιο σκοτεινούς δρόμους. Ακολουθεί το κυκλικό στιλ που όρισαν οι Βlood Sweat &  Τears και δημιουργεί μια μουσική φόρμα που αναδεικνύει την αληθινή πλευρά της παράδοσης σε μια σύγχρονη δομή που μοιάζει με ψυχεδελικό τριπάρισμα.

Ο «Μπάλλος» είναι το Εγγονοπουλικό (sic) «Εδώ είναι Βαλκάνια/δεν είναι παίξε γέλασε», αλλά σαν το τραγουδάει ένας νεανίας στις λάσπες του Γούντστοκ συνοδεία ηλεκτρικών οργάνων (ου μην και καταιγίδων). Ο «Μπάλλος» είναι το δικό μας «Hot Rats» του Zappa. Mε την έννοια πως διέτρεξε τα είδη, αποτέλεσε ολιστική πρόταση και έφερε όλα τα στοιχεία του κλασικού.

Όταν ο Διονύσης «συνάντησε» τον Μπομπ Ντίλαν.

Τη στιγμή που οι νότες αποκτούν κάτι το ολότελα διονυσιακό, ο Νιόνιος τραγουδάει στίχους που άλλοτε μοιάζουν να είναι βγαλμένοι από μύθους, άλλοτε από αινίγματα κι άλλοτε από το εργαστήρι ενός ποιητή που ασκείται επιδέξια στους συμβολισμούς. Αίφνης, ακούγεται σαν να ψέλνει ένας Σαμάνος, σαν ο Διόνυσος θα πήρε σάρκα, οστά και φωνή. Οι ηλεκτρικές κιθάρες τον εξακοντίζουν, οι γκάιντες τον στέλνουν σε μια παρθένα χέρσα γη. Τα νταούλια δίνουν την αίσθηση ενός λαϊκού πανηγυριού και το μπάσο διατυμπανίζει ότι εδώ γίνεται ένας υπόκωφος σεισμός.

Ήταν ένας θρίαμβος του τι σημαίνει βαθύτατα ελληνικό.

Προφανώς δεν γίνεται να λησμονηθούν τα άλλα τραγούδια του δίσκου: το «Κιλελέρ» με τις ιστορικές και πολιτικές σημάνσεις του, «Ο παλιάτσος και ο ληστής» με τον Σαββόπουλο να τείνει το χέρι του στον αρχιμάστορα Ντίλαν, το γλυκό «Ερχεται βροχή, έρχεται μπόρα», το πάντα επίκαιρο «Σημαία από νάυλον», το ορχηστρικό «Διάλλειμα» και το δηκτικό «Σ’ ευχαριστώ ω! εταιρία».

Όπου έπαιξε ζωντανά τον «Μπάλλο» ο Σαββόπουλος έγραψε ιστορία. Ο κόσμος αγκάλιασε το δημιούργημα. Στις συναυλίες μετείχε η Δόμνα Σαμίου, ο Τάσος Χαλκιάς και κάποιες φορές ακόμη και ο Ευγένιος Σπαθάρης με τον Καραγκιόζη του. Ήταν ένας θρίαμβος του τι σημαίνει βαθύτατα ελληνικό. Όχι με τη στεγνή και στενή έννοια της παρελθοντολαγνείας, αλλά της ουσιαστικής συνομιλίας με το πιο δικό μας εαυτό που δεν ξεχνάει την Ανατολή, αλλά δεν γυρνάει και την πλάτη στη Δύση.

 

Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Τσιτσάνης: ο άνθρωπος που έπλασε το λαϊκό τραγούδι.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top