«Είναι πραγματικά το ελληνικό μου ντεμπούτο ως αρχιμουσικός, γεγονός που με κάνει πολύ χαρούμενο και αποτελεί τιμή για εμένα» (Φωτογραφία: Julianne Naumann).

Προτού ακόμα κλείσει τα σαράντα, ο Γερμανός αρχιμουσικός Nikolas Nägele έχει ήδη στο ενεργητικό του μια θητεία ως Kapellmeister στην Deutsche Oper Berlin και εμφανίσεις στο Teatro Regio του Torino, το Teatro Municipale της Piacenza, το Teatro Comunale της Μπολόνια, την Όπερα της Ζυρίχης, συμφωνικές συναυλίες στο Teatro Petruzzeli στο Bari, στο Μέγαρο Τεχνών της Βουδαπέστης και στο Teatro Filharmonico di Verona, Gala στο Rossini Opera Festival στο Pesaro, και ως βοηθός αρχιμουσικός  του Christian Thielemann στο Πασχαλινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και στο Φεστιβάλ του Bayreuth, ενώ έχει επίσης κερδίσει τα βραβεία “James Conlon Conducting Prize” το 2012 και “Aspen Festival Conducting Prize” το 2013, όπου εργάστηκε και ως βοηθός αρχιμουσικός κοντά στον μέντορά του Robert Spano.

Μια ημέρα προτού διευθύνει το Gala όπερας Amore στο Θέατρο Ολύμπια (Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022) συναντηθήκαμε για μια συζήτηση με θέα τον Παρθενώνα, τον οποίο θα επισκεφτεί  μετά τη συνάντησή μας. Ως γιος αρχιτέκτονα, έρχεται κατατοπισμένος. Όμως η συζήτησή μας αφορά τη μουσική.

«Ως αρχιμουσικός είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με Έλληνες καλλιτέχνες».

Ως πρώην κάτοικος του Βερολίνου και συχνός θεατής της Deutsche Oper Berlin (Γερμανική Όπερα του Βερολίνου), ανυπομονώ για την εμφάνισή σας στο Θέατρο Ολύμπια. Πρόκειται για την πρώτη σας εμφάνιση στην Ελλάδα;

Είναι πραγματικά το ελληνικό μου ντεμπούτο ως αρχιμουσικός, γεγονός που με κάνει πολύ χαρούμενο και αποτελεί τιμή για εμένα. Ως αρχιμουσικός είναι επίσης η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με Έλληνες καλλιτέχνες, ωστόσο όταν ήμουν 17 ετών, έπαιξα στην Κωνσταντία το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ με αρχιμουσικό τον Βασίλη Χριστόπουλο και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, την ορχήστρα της περιοχής της Γερμανίας όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.

– Θα μπορούσατε δηλαδή να είχατε κάνει μια διεθνή σταδιοδρομία ως σολίστ στο πιάνο, αλλά προτιμήσατε να γίνετε αρχιμουσικός.

Δεν ξέρω αν θα έκανα διεθνή σταδιοδρομία ως σολίστ, αλλά ήμουν καλός πιανίστας, ξεκίνησα από 6 ετών και μελετούσα πολύ, και υπήρχε αυτός ο διαγωνισμός για νέους μουσικούς το 2005. Και στη συνέχεια σπούδασα παράλληλα διεύθυνση ορχήστρας και πιάνο ως κύρια μαθήματα· στο Μόναχο δασκάλα μου στο πιάνο ήταν η Elisso Virsalatze. Αλλά από τα εφηβικά μου χρόνια είχα πάντα αυτό το πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα όταν άκουγα τον ήχο της ορχήστρας: δεν μπορούσα να τον ξεχάσω, ήταν κάτι που έμενε μέσα μου. Και για αυτό ήθελα να σπουδάσω διεύθυνση ορχήστρας. Αλλά και το πιάνο δεν το εγκατέλειψα ποτέ, γιατί είναι πάντα μαζί μου. Παράλληλα με τη διεύθυνση ορχήστρας, ήθελα να σπουδάσω και ένα απτό όργανο.

– Οπότε μπορώ να υποθέσω ότι είστε και vocal coach.

Αυτή είναι, ή τουλάχιστον ήταν, η τυπική πορεία προς τη διεύθυνση ορχήστρας στη Γερμανία. Πρέπει να δουλέψεις με τραγουδιστές σε μια όπερα και εκεί να δημιουργήσεις τη βάση για να διευθύνεις. Συνοδεύοντας στο πιάνο μαθαίνεις να ακούς, να αισθάνεσαι πότε αναπνέει ένας τραγουδιστής, και έτσι μαθαίνεις να τον υποστηρίζεις. Έπειτα κάποια στιγμή σου δίνεται η ευκαιρία να διευθύνεις, και αν πάει καλά, τότε συνεχίζεις. Αυτό ήταν και το δικό μου το πολύ παραδοσιακό ξεκίνημα.

– Πλέον έχετε καθιερωθεί ως αρχιμουσικός όπερας, και το βιογραφικό σας το τονίζει επίσης. Προτιμάτε την όπερα από το συμφωνικό ρεπερτόριο;  

Για μένα δεν έχει καμία διαφορά στο πάθος για τη μουσική αν πρόκειται για όπερα ή συμφωνική μουσική. Αισθάνομαι εξίσου άνετα και στα δύο πεδία. Αλλά αφού ακολούθησα τον παραδοσιακό τρόπο στη Γερμανία μπαίνοντας σε ένα θέατρο, συνοδεύοντας τραγουδιστές στο πιάνο και παίρνοντας μια ιδέα για το τι σημαίνει να κάνεις όπερα, ένιωσα ότι θέλω να πάω πιο βαθιά και γι’ αυτό πήγα στην Ιταλία για να μάθω πραγματικά τη γλώσσα και το ύφος. Εργάστηκα στο Maggio Musicale Fiorentino στη Φλωρεντία και όντας ανάμεσα σε Ιταλούς τραγουδιστές μπόρεσα να διευρύνω την άποψή μου για την όπερα. Ίσως γι’ αυτό έγινε ο κύριος τομέας εργασίας μου, ωστόσο ασχολούμαι επίσης με τη συμφωνική μουσική και διευθύνω το γερμανικό και επίσης το ρωσικό ρεπερτόριο.

«Θα παίξουμε πολύ δημοφιλή κομμάτια που ο κόσμος γνωρίζει, και είμαι σίγουρος ότι θα είναι μια πραγματική απόλαυση».

– Εμείς θα σας γνωρίσουμε σε ρεπερτόριο όπερας, και μάλιστα σε ένα Gala με θέμα τον Έρωτα. Μπορείτε να μας μιλήσετε για το πρόγραμμα;

Ο Olivier Descotes, ο καλλιτεχνικός διευθυντής, δημιούργησε ένα πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα που αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στον Μότσαρτ, με κομμάτια από τις όπερες Idomeno, Cosi fan tutte, Don Giovanni και Le nozze di Figaro. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην εποχή του belcanto και του verismo της ιταλικής όπερας, με αποσπάσματα από συνθέτες όπως ο Verdi , ο Puccini και ο Giordano.

«Το συγκεκριμένο Γκαλά δεν είναι κάτι σαν ”ανάμεικτη σαλάτα”, αλλά έχει δύο καλά δομημένα μέρη» (Φωτογραφία: Julianne Naumann).

– Το κοινό λατρεύει τα Gala επειδή μπορεί να ακούσει εξαιρετικούς τραγουδιστές να ερμηνεύουν αγαπημένα κομμάτια. Οι καλλιτέχνες τα λατρεύουν επίσης γιατί είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για φωνητική επίδειξη. Ποια είναι όμως η εγγενής καλλιτεχνική τους αξία, όταν τα διάφορα κομμάτια αφαιρούνται από το δραματικό τους πλαίσιο;

Νομίζω ότι η καλλιτεχνική αξία χωρίς καμία αμφιβολία παραμένει η ίδια όπως όταν παρουσιάζουμε ολόκληρη την όπερα, με τη διαφορά ότι για τους ακροατές που ενδεχομένως δεν γνωρίζουν ολόκληρη την όπερα, παρουσιάζουμε αμέσως το “κερασάκι στην τούρτα”, πράγμα που όμως δεν κάνει το “κερασάκι” λιγότερο ενδιαφέρον.

– Ως προς το ρεπερτόριο; 

Ως προς το ρεπερτόριο, όντως θα παίξουμε πολύ δημοφιλή κομμάτια που ο κόσμος γνωρίζει, και είμαι σίγουρος ότι θα είναι μια πραγματική απόλαυση να ακούσει τους φανταστικούς τραγουδιστές μας, τη Μυρτώ Παπαθανασίου, τον Δημήτρη Τηλιακό και τον Κωνσταντίνο Κληρονόμο, και μαζί την υπέροχη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων σε εισαγωγές και άριες που όλοι γνωρίζουμε ότι ανήκουν στα πιο σημαντικά κομμάτια του οπερατικού ρεπερτορίου. Επιπλέον, το συγκεκριμένο Γκαλά δεν είναι κάτι σαν “ανάμεικτη σαλάτα”, αλλά έχει δύο καλά δομημένα μέρη, με ένα ορισμένο ύφος στο πρώτο μέρος, με έργα Μότσαρτ, και στο δεύτερο μέρος ένα μεγάλο απόσπασμα από την Τραβιάτα του Βέρντι, και μετά έργα του βερισμού. Οπότε, έχουμε ένα πρόγραμμα ιταλικής όπερας, αν σκεφτούμε ότι οι Ιταλοί θεωρούν επίσης τον Μότσαρτ ως Ιταλό συνθέτη σε ό,τι αφορά στις ιταλικές όπερές του!

– Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ της διεύθυνσης όπερας και της συμφωνικής μουσικής;

Στην όπερα θέλω να νιώσω την εσωτερική ψυχολογική κατάσταση του “personaggio” όπως διαμορφώνεται στο λιμπρέτο και μετά βλέπω τι μου λέει η παρτιτούρα, αν είναι συνεπής ή πώς διαφέρει. Όλα τα βασικά ερωτήματα προέρχονται από το δράμα, το οποίο το καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρον γιατί κατά κάποιο τρόπο δίνει στη μουσική μια άλλη διάσταση. Αλλά και η συμφωνική μουσική το έχει αυτό, απλά με διαφορετικό τρόπο. Ίσως είναι λίγο πιο περίπλοκο να το αντιμετωπίσεις, αλλά γι’ αυτό ίσως και πολύ οικείο: αναφέρομαι στον τρόπο που αναπτύσεεατι η ένταση. Στα ελληνικά υπάρχει ο θεατρικός όρος κάθαρσις, που είναι ίσως ο πυρήνας τόσο της όπερας όσο και της συμφωνικής τέχνης.

«Πιστεύω ότι το τραγούδι είναι ο φυσικός τρόπος να κάνεις μουσική».

– Ένα παράδειγμα όπου υπάρχει μια τέτοια αντίφαση λιμπρέτου και μουσικής;

Πολλές φορές στον Rossini διαβάζεις το λιμπρέτο και βρίσκεις στιγμές όπου ο συνθέτης γράφει μουσική που δεν αντικατοπτρίζει αυτό που μόλις διάβασες. Τότε συνειδητοποιείς ότι εκεί είναι η γνώμη του συνθέτη και απολαμβάνεις αυτή την ειρωνεία, κοιτάζεις τα πρόσωπα του δράματος και δεν τα παίρνεις στα σοβαρά. Στη Cenerentola που μόλις διηύθυνα, όταν ο Δον Ραμίρο μιλάει για τις δύο κόρες, εκ των οποίων τη μία θα πρέπει να παντρευτεί, στην ορχήστρα βάζει κάποιους ενοχλητικούς ήχους. Ως ακροατές δεν ξέρουμε ακόμα τι συμβαίνει, αλλά στη μουσική είναι ήδη εκεί! Αργότερα στο ντουέτο ανάμεσα στον Ραμίρο και την Σταχτοπούτα, ο Ροσσίνι γράφει την πιο απλή συνοδεία, αλλά η αρχή είναι ντροπαλή και οικεία ταυτόχορνα, νιώθεις ήδη ότι αυτό οι δύο θα είναι μαζί.

– Είχατε ποτέ πρόβλημα με τη σκηνοθεσία, με την έννοια ότι η μουσική θα έλεγε κάτι και ο σκηνοθέτης κάτι άλλο;

Σίγουρα… όμως στην όπερα δεν έχουμε μόνο μια λύση, ο σκηνοθέτης μπορεί να έχει μια συγκεκριμένη άποψη που μπορεί να αλλάξει και την δική μου αντίληψή. Εξαρτάται από το πώς διαβάζεις το λιμπρέτο και αν βγάζει νόημα. Το σημαντικό είναι να έχουμε μια ισχυρή ιδέα με μια συναισθηματική ποιότητα, και στη συνέχεια μπορεί να βρούμε νέες προοπτικές. Θα μπορούσαμε άραγε να έχουμε ακόμα τον Βάγκνερ με κράνη και ζωγραφισμένα σκηνικά;

«Ένας αρχιμουσικό όπερας πρέπει να τραγουδήσει τη μουσική ο ίδιος για να βρει τι είναι άνετο για τον τραγουδιστή».

– Σε μια συμφωνική συναυλία όμως ό αρχιμουσικός είναι ελεύθερος να εφαρμόσει το όραμά σου, στην όπερα πρέπει να συνεργαστεί με τους τραγουδιστές και ίσως να συμβιβαστεί.

Πιστεύω ότι το τραγούδι είναι ο φυσικός τρόπος να κάνεις μουσική. Δίνει πολλές  ενδείξεις σχετικά με τα τέμπι, τις φράσεις, τα ηχοχρώματα. Ένας αρχιμουσικό όπερας πρέπει να τραγουδήσει τη μουσική ο ίδιος για να βρει τι είναι άνετο για τον τραγουδιστή. Στο τραγούδι υπάρχει μια σωματική λογική, και μέσα από αυτή θα δημιουργήσεις και μια σχέση με τον τραγουδιστή.  Έτσι δεν τους συνοδεύεις απλά,  αλλά δημιουργείς μια βάση που να έχει νόημα γι’ αυτούς, και τότε όλα αποκτούν συνοχή. Από τεχνικής άποψης, στην όπερα υπάρχει ένα μόνο άτομο που κρατάει όλα τα μέρη μαζί και στο οποίο μπορούν να ανατρέχουν όλοι: οι τραγουδιστές στη σκηνή, η ορχήστρα στην τάφρο, η χορωδία.  Αυτό είναι πάντοτε μια πρόκληση για τον αρχιμουσικό που διευθύνει όπερα.

– Είστε επίσης κλαρινετίστας: αλλάζει αυτό την άποψή σας για τον ήχο της ορχήστρας σε σύγκριση με συναδέλφους σας;

Δεν μπορώ να πω τι πραγματικά αισθάνονται οι συνάδελφοί μου και πώς αυτό αντιστοιχεί στο όργανό τους, καθώς είναι πολύ ατομικό, αλλά σίγουρα πρέπει κανείς να αισθάνεται ότι ένας ήχος συνδέεται με την αναπνοή. Η αναπνοή μας κάνει τον ήχο σε κάθε όργανο και επομένως το παίξιμο του κλαρινέτου βοηθάει.

«Η Αθήνα είναι τυχερή που έχει πολλές ορχήστρες».

– Έχετε συνεργαστεί με τον Robert Spano και με τον Christian Thielemann, έναν διάσημο και έναν υπερδιάσημο αρχιμουσικό. Τι έχετε κρατήσει από τις διδασκαλίες τους;

Ο Spano ήταν ένας θαυμάσιος δάσκαλος για μένα και ίσως η πιο σημαντική επιρροή. Είναι ένας παιδαγωγός που προσπαθεί πραγματικά να βρει τρόπους να σε κάνει να ανακαλύψεις αυτό που ήδη έχεις. Για να το ξεκαθαρίσω- έχει έναν τρόπο να σε διδάσκει να βρίσκεις απαντήσεις μέσα σου τόσο με μουσικούς όσο και με τεχνικούς όρους. Εκτός από το μουσικό επίπεδο, ο Spano μου έδειξε επίσης να βλέπω ένα μεγαλύτερο φιλοσοφικό πλαίσιο στη μουσική.

– Ο Thielemann πώς είναι; 

Ο Thielemann είναι πραγματικά δάσκαλος στη “γλυπτική” ή “πλαστική του ήχου”. Το να είμαι βοηθός του ήταν επίσης μια κρίσιμη περίοδος μάθησης για μένα, με έκανε να κατανοήσω ότι ο ήχος είναι κάτι που εμείς ως αρχιμουσικοί πρέπει πραγματικά να σμιλεύουμε και ο χαρακτήρας του ήχου στο σωστό πλαίσιο είναι κάτι που παίρνει κανείς στα χέρια του. Ξεκινάει από την ιδέα. Η ιδέα του είναι ισχυρή και σαφής. Αυτό μπορούσα πάντα να το βλέπω στον τρόπο που κάνει μουσική. Είναι μια ισχυρή ιδέα ή ας πούμε μια ικανότητα να ακούς με τη φαντασία σου τον ήχο που κυριαρχεί και δημιουργεί το αποτέλεσμα.

– Αυτό πώς λειτουργεί πρακτικά;

Έχεις την παρτιτούρα, τη μελετάς, έχεις μια ιδέα ήχου και στη συνέχεια τη συγκρίνεις με αυτό που  ακούς στην πράξη. Όλη η παρτιτούρα είναι γεμάτη νότες και όταν την παίξει η ορχήστρα μπορεί να υπάρχει κάτι που δεν μπορείς να το ακούσεις. Αυτό πρέπει να το ξεκαθαρίσεις και να το κάνεις να ακουστεί. Αν ακούσετε τις ερμηνείες του Thielemann σε Βάγκνερ ή Ρίχαρντ Στράους θα ακόυσετε αυτή την καταπληκτική διαφάνεια και λεπτομέρειες που αναδεικνύονται και δεν τα έχεις ακούσει ποτέ πριν, και τότε καταλαβαίνεις γιατί γίνεται τόσο ενδιαφέρον.

– Ήσασταν Kapelmeister στην Deutsche Oper Berlin (Γερμανική Όπερα του Βερολίνου), ένα από τα τρία θέατρα όπερας της πόλης. Τώρα που η Αθήνα προσπαθεί να δημιουργήσει και δεύτερη όπερα, ποια είναι τα υπέρ και τα κατά του να υπάρχουν περισσότερες από μία όπερες σε μία πόλη; Πώς λειτουργεί καλύτερα, ανταγωνιστικά ή με συντονισμό;

Κάθε όπερα και κάθε ορχήστρα έχει φυσιολογικά τη δική της δυναμική και ατμόσφαιρα. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι είναι υπέροχο το γεγονός ότι στην Αθήνα μπορεί να υπάρχει μια δεύτερη όπερα. Είμαι βέβαιος ότι αυτό θα φέρει ποικιλία και διαφορετικές απόψεις για τις όπερες, κάτι που ήδη αποτελεί ανταγωνισμό. Όχι με την έννοια του να είναι κάποιος καλύτερος από τον άλλον, αλλά να είναι ο πιο βαθύς και αυθεντικός σε αυτό που θεωρεί ότι είναι το καλλιτεχνικό μήνυμα της όπερας.

Από την πρόσφατη παράσταση της Σταχτοπούτας του Ροσσίνι στην Μπολόνια.

– Με την ορχήστρα τι ισχύει; 

Το ίδιο ισχύει και για την ορχήστρα. Η ορχήστρα εδώ την οποία διευθύνω έχει έναν υπέροχο ζεστό ήχο που αποτελεί μέρος της ιδιαίτερης προσωπικότητάς της. Φυσικά έχει διαφορετικό ήχο από ό,τι για παράδειγμα μια άλλη ορχήστρα στην πόλη, αλλά μια μεγάλη μητρόπολη τεσσάρων εκατομμυρίων όπως η Αθήνα είναι τυχερή που έχει πολλές ορχήστρες.  Είναι αυτό που δίνει στο κοινό τη δυνατότητα να ακούει αυτές τις διαφορετικές ορχηστρικές προσωπικότητες.

 

Διαβάστε ακόμα: Bάσια Ζαχαροπούλου. «Η σκηνή χρειάζεται αντοχή».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top