«Είναι υπέροχο να βλέπεις τον κόσμο να διασκεδάζει και τους συνεργάτες του φεστιβάλ να είναι δικαίως περήφανοι« (Credits: Ηλίας Χατζάκης).

Η ζωή του είναι γεμάτη σινεμά και ταξίδια, ενδιαφέροντες ανθρώπους και projects που σημειώνουν τρομερή επιτυχία. Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης δεν είναι απλώς ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου-έχει υπάρξει διευθυντής του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, είναι ένας από τους συνδιοργανωτές από τις περίφημες αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας.

Μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας και μετά την λήξη του Φεστιβάλ 2019, το οποίο πέτυχε και συζητήθηκε πολύ, ο διευθυντής του, που πιο πολύ αποτελεί την ψυχή του, μίλησε στο Andro για την δύναμη των ταινιών, για ανθρώπους χωρίς τους οποίους δεν θα ήταν ο ίδιος σήμερα, για τα χρόνια στο Παρίσι, για την επιλογή του να παραμένει στην χώρα του.

– Το 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τελείωσε πριν από ένα μήνα. Τι σηματοδοτεί για σένα το τέλος ενός φεστιβάλ;
Υπάρχει χαρά και θλίψη, άγχος και περηφάνια. Φέτος ακούσαμε και διαβάσαμε πολύ όμορφα λόγια, είδαμε θεατές να χαίρονται και δημιουργούς να κάνουν χρήσιμες δουλειές, να γνωρίζουν συναδέλφους τους από όλο τον κόσμο, να βρίσκουν χρήματα για τις επόμενες ταινίες τους.

Είναι υπέροχο να βλέπεις τον κόσμο να διασκεδάζει και τους συνεργάτες του φεστιβάλ να είναι δικαίως περήφανοι. Όταν τελειώνει ένα φεστιβάλ ωστόσο εγώ βλέπω πρωτίστως τα λάθη, ψάχνω τις ατέλειες, κοιτάζω τις μικρές ή μεγάλες αποτυχίες. Δεν είναι σωστό να επαναπαύεσαι στα χειροκροτήματα. Αφενός διαρκούν ελάχιστα και αφετέρου, πολλές φορές είναι ψεύτικα. Πρέπει να βελτιώνεσαι διαρκώς, να αλλάζεις, να δέχεσαι νέες ιδέες, να ακούς τις ανάγκες της εποχής. Και κυρίως να μην κρύβεις τα λάθη σου, να μην φοβάσαι να μιλάς γι αυτά και να τα διορθώνεις.

Οι συνεργάτες μου με κατηγορούν ότι δεν μπορώ να απολαύσω την επιτυχία. Μάλλον έχουν δίκιο. Έτσι κάθε χρόνο τους υπόσχομαι ότι θα αλλάξω, όμως δεν αλλάζω και τα λάθη που βλέπω μεγεθύνονται και με καταδιώκουν στον ύπνο μου (γελάει).

Φαντάζομαι όμως ότι έχετε ήδη αρχίσει να ετοιμάζετε και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που θα γίνει τον ερχόμενο Μάρτιο. Τι σου αρέσει να βλέπεις περισσότερο: ταινίες με υπόθεση ή ντοκιμαντέρ;
Αν μου στερήσεις το ένα από τα δύο νομίζω θα με κάνεις δυστυχισμένο. Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι, τα τελευταία χρόνια, απολαμβάνω λίγο περισσότερο τα ντοκιμαντέρ επειδή κρύβουν περισσότερες εκπλήξεις. Στις ταινίες με υπόθεση οι εκπλήξεις είναι πια σπάνιες. Πόσα χρόνια έχουμε να δούμε ένα εντυπωσιακό νέο ρεύμα, ή κάτι πραγματικά ρηξικέλευθο;

Το ντοκιμαντέρ αντίθετα κάνει άλματα, ενώ οι δημιουργοί πειραματίζονται συνεχώς. Σίγουρα έχει παίξει ρόλο και η συνεχής βελτίωση της ψηφιακής τεχνολογίας η οποία χαμηλώνει το κόστος και ωθεί τους ντοκιμαντερίστες να δοκιμάζουν νέους τρόπους έκφρασης. Έχουμε καινούργια υπο-είδη του ντοκιμαντέρ κάθε χρόνο, έχουμε ντοκιμαντέρ με κινούμενα σχέδια, ντοκιμαντέρ θρίλερ, ντοκιμαντέρ έρευνας και πειραματισμού, ντοκιμαντέρ που συνομιλούν με τα εικαστικά και ανακαλύπτουν νέους δρόμους που ούτε καν φανταζόσουν ότι υπήρχαν.

«Οφείλεις να βρίσκεις συνεχώς τρόπους υλοποίησης των οραμάτων σου μέσα απόν ένα συνεχή διάλογο με όσους διαφωνούν με αυτά».

– Είσαι ήδη τρία χρόνια Διευθυντής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και η θητεία σου ανανεώθηκε για άλλα τρία χρόνια. Τι έμαθες αυτά τα τρία χρόνια και τί ελπίζεις για τα επόμενα τρία;
Έμαθα τι ακριβώς σημαίνει να δουλεύεις για ένα Δημόσιο Οργανισμό. Έμαθα δηλαδή ότι το “εγώ” σου πρέπει να υποτάσσεται στο κοινό συμφέρον κι ότι το προσωπικό σου όραμα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του Δήμου. Διότι ο αποκλειστικός σκοπός ενός Δημόσιου Οργανισμού είναι να υπηρετεί, τον Δήμο, τον Δημότη και κατ’ επέκταση την Δημοκρατία. Και το πιο σημαντικό στη Δημοκρατία είναι ο διάλογος με όσους έχουν αντίθετη άποψη με εσένα. Άρα οφείλεις να βρίσκεις συνεχώς τρόπους υλοποίησης των οραμάτων σου μέσα απόν ένα συνεχή διάλογο με όσους διαφωνούν με αυτά. Αυτό έμαθα και αυτό ελπίζω ότι θα συνεχίζω να το μαθαίνω ακόμη καλύτερα τα επόμενα χρόνια.

Στην Πρεμιέρα του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (Konstantinos Tsakalidis / SOOC).

Πώς εξελίσσεται ο Θεσμός του Φεστιβάλ και ποιον ρόλο πιστεύεις πως έχεις παίξει προσωπικά ως διευθυντής του;
Πιστεύω ελάχιστα σε αυτό που ονομάζεις “προσωπικό ρόλο” του διευθυντή σε ένα οργανισμό με 70 εργαζόμενους και 60 χρόνια ιστορία. Πιστεύω ελάχιστα -και εμπιστεύομαι ελάχιστα- τους διευθυντές που χρησιμοποιούν το πρώτο ενικό πρόσωπο, όταν μιλούν για τον οργανισμό που διευθύνουν, στον βαθμό που αυτός μοιάζει με ορχήστρα. Αν οι μουσικοί δεν είναι κορυφαίοι το αποτέλεσμα θα είναι μέτριο, όσο εμπνευσμένος κι αν είναι ο μαέστρος. Η Φιλαρμονική της Βιένης είναι μεγάλη ορχήστρα όχι επειδή έχει διάσημους μαέστρους, αλλά επειδή έχει τους καλύτερους μουσικούς. Ο αρχιμουσικός απλώς δίνει τον τόνο και το ιδιαίτερο χρώμα, εμπνέει τους μουσικούς του να ζωντανέψουν τις νότες και να τις ερμηνεύσουν με ένα ευφάνταστο τρόπο και κυρίως τους εμπνέει να λειτουργήσουν ως ένα ιδανικό σύνολο.

Η ομάδα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης λοιπόν (η Γενική Διευθύντρια Ελίζ Ζαλαντό, ο Διοικητικό Συμβούλιο, οι υπεύθυνοι των τμημάτων, οι εργαζόμενοι) κατάφερε κάποια πράγματα τα τελευταία τρία χρόνια, ακριβώς επειδή λειτούργησε ως ιδανικό σύνολο.

Δεν θα σου πω όμως τι καταφέραμε (ας το πει ο κόσμος, οι επαγγελματίες και οι δημοσιογράφοι) αλλά τι δεν καταφέραμε και τι οφείλουμε να καταφέρουμε τα επόμενα χρόνια. Οφείλουμε λοιπόν να ενισχύσουμε τον ρόλο του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στον διεθνή κινηματογραφικό χάρτη. Να κερδίσουμε δηλαδή το έδαφος που χάσαμε την τελευταία δεκαετία της κρίσης.

Οι δραματικές περικοπές που υποχρεώθηκε να κάνει το φεστιβάλ (όπως και δεκάδες άλλοι ελληνικοί οργανισμοί) του στέρησαν ένα μέρος της δύναμης που είχε στην Ευρώπη. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ανακτήσουμε αυτή την δύναμη, αλλά το παλεύουμε. Προς το παρόν δεν το έχουμε καταφέρει, αλλά οφείλουμε να το κάνουμε -όχι για λόγους πρεστίζ και ματαιοδοξίας, αλλά για να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δύναμη για την προώθηση των Ελλήνων δημιουργών και την ενίσχυση της ελληνικής κινηματογραφίας. Διότι ότι ο βασικός σκοπός ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ είναι να υποστηρίζει την παραγωγή της χώρας του και να βοηθάει τους δημιουργούς, τους παραγωγούς, τους διανομείς, τους τεχνικούς, να βρουν μια επαφή με τον διεθνή χώρο.

Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ωστόσο δεν είναι μόνο τα δυο Φεστιβάλ, αλλά και δεκάδες άλλες εκδηλώσεις και προβολές όλη την διάρκεια της χρονιάς.
Θέλουμε να ενισχύσουμε τον παρεμβατικό ρόλο του Οργανισμού μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης του καθ’  όλη την διάρκεια της χρονιάς. Έχουμε τέσσερις αίθουσες που παίζουν όλο τον χρόνο ποιοτικές ταινίες από την κανονική διανομή, μια ταινιοθήκη με αφιερώματα και ένα Μουσείο Κινηματογράφου με εξαίσια εκπαιδευτικά προγράμματα. Κι ακόμη συνεργαζόμαστε με όλους τους φορείς της πόλης, διοργανώνουμε ειδικές εκδηλώσεις, καλοκαιρινές προβολές, συμμετέχουμε ενεργά στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Μπαίνεις στις αίθουσές μας και βλέπεις μια συνεχή δραστηριότητα: ειδικές προβολές με διάσημους καλεσμένους, μεγάλες πρεμιέρες, ζωντανές συζητήσεις με τους θεατές, πρωτότυπα happening με μουσική, παιδικές εκδηλώσεις.

«Προσπαθούμε να βρούμε ταινίες που θέτουν πρωτότυπα ερωτήματα (με τα θέματα και την αισθητική τους) και δίνουν αναπάντεχες απαντήσεις».

Αλήθεια, πώς διαλέγετε τις ταινίες στο Φεστιβάλ; Με τι κριτήρια;

Η θέσπιση υπερβολικών κριτηρίων μου θυμίζει ολοκληρωτισμό ή το κρεβάτι του Προκρούστη: ό,τι δεν χωράει στα κριτήριά μας του κόβουμε το κεφάλι για να χωρέσει. Σε γενικές γραμμές πάντως θα έλεγα ότι προσπαθούμε να βρούμε ταινίες που θέτουν πρωτότυπα ερωτήματα (με τα θέματα και την αισθητική τους) και δίνουν αναπάντεχες απαντήσεις. Στα Διαγωνιστικά μας τμήματα επίσης (και στο φεστιβάλ του Νοεμβρίου και στο φεστιβάλ του Μαρτίου) βάζουμε κάθε φορά ένα χαλαρό θέμα -που το δανειζόμαστε από μια άλλη τέχνη- και το χρησιμοποιούμε ως πυξίδα για την επιλογή μας και ως ευκαιρία αναστοχασμού.

Αν όμως μια ταινία αρέσει σε όλους τους συνεργάτες, αλλά όχι σε σένα, τότε τι γίνεται;
Υποχωρώ και την κλείνουμε. Η αλήθεια είναι ότι προηγούνται τρομεροί καυγάδες, αλλά είναι ελάχιστες φορές που δεν υποχωρώ. Κυρίως αν η ταινία αυτή αρέσει στον επικεφαλής προγράμματος Γιώργο Κρασσακόπουλο, τον μόνο άνθρωπο το γούστο του οποίου στο σινεμά το εμπιστεύομαι περισσότερο από ότι εμπιστεύομαι το δικό μου γούστο.

Και με το ελληνικό σινεμά τι γίνεται;
Ξέρω ότι πολλοί δυσανασχετούν με τις ελληνικές ταινίες, βρίσκουν συνέχεια ελαττώματα, γκρινιάζουν για τα λίγα εισιτήρια που κάνουν στις αίθουσες. Ναι εντάξει υπάρχουν και αυτά. Εγώ όμως βλέπω τα προτερήματα. Βλέπω μια νέα γενιά με εξαιρετικό ταλέντο. Βλέπω το πάθος και το μεράκι δημιουργών οι οποίοι κάνουν υπέροχες ταινίες με το τίποτα. Και τους βλέπω επίσης να συμμετέχουν σε όλα τα διεθνή φεστιβάλ.

Σε αυτή τη γενιά ανήκε και ο Γιώργος Λάνθιμος και η Αθηνά Τσαγκάρη οι οποίοι τώρα ζουν και δουλεύουν στο εξωτερικό. Θα μου πεις ότι δεν κάνουν ελληνικές ταινίες πια; Οκ. Έλληνες είναι όμως. Επίσης οι βασικοί συνεργάτες του Λάνθιμου (ο σεναριογράφος Ευθύμης Φιλίππου, ο διευθυντής φωτογραφίας Θύμιος Μπακατάκης, ο μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης ο οποίος μάλιστα ήταν φέτος υποψήφιος για το Όσκαρ μοντάζ) διαπρέπουν στο παγκόσμιο σινεμά.

Πιστεύω ότι ο Λάνθιμος είναι κολοσσιαίος σκηνοθέτης. Έχει φτιάξει μια καθαρά δική του γλώσσα, ένα προσωπικό κινηματογραφικό σύμπαν μοντέρνο, πρωτότυπο και τολμηρό. Μπορεί λοιπόν το ποτήρι του ελληνικού σινεμά να μην είναι εντελώς γεμάτο, είναι όμως μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Αμάν πια με την γκρίνια!

«Βλέπω μια νέα γενιά Ελλήνων σκηνοθετών με εξαιρετικό ταλέντο. Βλέπω το πάθος και το μεράκι δημιουργών οι οποίοι κάνουν υπέροχες ταινίες με το τίποτα» ( Konstantinos Tsakalidis / SOOC).

Εκτός προβολές ταινιών υπάρχουν στο Φεστιβάλ πολλές εικαστικές εκθέσεις. Ήσουν και ο επιμελητής του ελληνικού περιπτέρου στην Μπιενάλε της Βενετίας του 2017. Τι είναι πιο ιντριγκαδόρικο για σένα; Οι ταινίες ή τα εικαστικά;
Σαφώς τα εικαστικά. Παράξενο ε; Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά με τα εικαστικά αισθάνομαι πιο ελεύθερος και πιο ανεξάρτητος. Πως να σου το πω: μπροστά σε ένα πίνακα ή σε μια εικαστική εγκατάσταση κάνω περισσότερα όνειρα από όσα κάνω μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Προσπαθώ να τα συνδυάζω όμως. Και από αυτό τον συνδυασμό προέκυψε και η συνεργασία με τον Γιώργο Δρίβα στην Μπιενάλε. Το έργο που παρουσιάσαμε, το “Εργαστήριο Διλημμάτων” ήταν μια αφηγηματική βιντεο-εγκατάσταση, ένα είδος περιπατητικού εικαστικού κινηματογράφου. Ανάλογος συνδυασμός είναι και η έκθεση που κάνουμε κάθε χρόνο στην Θεσσαλονίκη: αναθέτουμε σε νέους Έλληνες εικαστικούς να φιλοτεχνήσουν έργα εμπνευσμένα από τις ταινίες του διαγωνιστικού μας τμήματος.

«Οι επενδύσεις κατευθύνονται πια στις σειρές και τα μπλοκμπάστερ τύπου Marvel και ελάχιστα στις ανεξάρτητες ποιοτικές ταινίες-κυρίως από την Ευρώπη και τις μικρότερες χώρες».

Τι πιστεύεις για τις πλατφόρμες τύπου Netflix, οι οποίες, ενδεχομένως, αποδυναμώνουν την παρακολούθηση μιας ταινίας ως ομαδική εμπειρία;
Πρόσφατα οι New York Times ισχυρίστηκαν ότι ζούμε μια επανάσταση που επαναπροσδιορίζει την έννοια του κινηματογράφου. Το ίδιο είχε γίνει βέβαια με την εμφάνιση της τηλεόρασης και αργότερα με το VHS και το DVD. Η σημερινή επανάσταση όμως είναι σαρωτική, διότι δίνει στον θεατή τρομερή ευκινησία και άπειρες δυνατότητες επιλογής. Μπορείς να δεις όποια ταινία ή σειρά θέλεις, ακόμη και στο τάμπλετ ή το κινητό σου τηλέφωνο και μάλιστα σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή.

Αυτό όμως είναι και λίγο αυταπάτη. Οι επενδύσεις κατευθύνονται πια στις σειρές και τα μπλοκμπάστερ τύπου Marvel και ελάχιστα στις ανεξάρτητες ποιοτικές ταινίες-κυρίως από την Ευρώπη και τις μικρότερες χώρες-  και έτσι οι πλατφόρμες γεμίζουν με ένα πολτό που καταναλώνεται εύκολα και ανώδυνα.

Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις: Εκπληκτικές σειρές υψηλής τέχνης και πρωτοτυπίας και  μεγάλοι δημιουργοί που εκμεταλλεύονται τις πλατφόρμες και γυρίζουν τις ταινίες ακριβώς όπως θέλουν. Όπως το “Ρόμα” του Αλφόνσο Κουαρόν και φέτος με το “Ιστορία Γάμου” του Νόα Μπάουμπακ (τις οποίες προβάλλαμε και στο δικό μας φεστιβάλ) ή ο “Ιρλανδός” του Σκορσέζε που το θεωρώ μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας.

Ήσουν στην ιδρυτική ομάδα του φεστιβάλ της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας». Πώς αντιμετωπίζεις τώρα τον θεσμό; Ανταγωνιστικά ή σου λείπει;
Ανταγωνιστικά με τίποτα! Είναι παλιοί συνεργάτες, έχουμε δουλέψει μαζί επί χρόνια, ξέρουν τα χούγια και τα μυστικά μου, όπως ξέρω και εγώ τα δικά τους. Ο Λουκάς Κατσίκας, που είναι τώρα διευθυντής, ήταν το δεξί μου χέρι, έχουμε ξενυχτίσει αμέτρητες νύχτες στήνοντας το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ και φτιάχνοντας το  πρόγραμμα του φεστιβάλ. Τον εκτιμώ και τον αγαπάω. Αυτά δεν αλλάζουν. Τελεία και παύλα.

Τώρα αν μου λείπουν οι Νύχτες Πρεμιέρας, δεν είμαι σίγουρος. Μου λείπει όμως η εποχή της νεότητας, της ανεμελιάς, της αυθαιρεσίας και της άγνοιας κινδύνου.

Όταν ξεκινήσαμε τις Νύχτες Πρεμιέρας το 1995, με τον Γιώργο Τζιώτζιο, τον Γιώργο Καλογερόπουλο και τον Γιώργο Κρασσακόπουλο, δεν ξέραμε ακριβώς τι πάμε να κάνουμε. Πιστεύαμε ότι όλα είναι πιθανά, όλα είναι εφικτά. Πολλές φορές φάγαμε τα μούτρα μας, κάναμε λάθη, είχαμε μεγάλες αποτυχίες. Μετά από πέντε έξι χρόνια όμως, όλο αυτό το πράγμα, άρχισε να “δένει” και ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε στα χέρια μας ένα κανονικό φεστιβάλ και ένα φανατικό κοινό.

«Πάντα υπήρχαν τα εικαστικά στη ζωή μου. Έμαθα απ´ έξω όλα τα μουσεία του Παρισιού» (Credits: Ηλίας Χατζάκης).

Πόσο δύσκολο ήταν τα δημιουργηθεί ένα φεστιβάλ από το μηδέν, με ελάχιστα χρήματα και χωρίς κρατική υποστήριξη;
Πάρα πολύ δύσκολο. Έπρεπε να εφεύρουμε τα πάντα από την αρχή. Η φυσιογνωμία των Νυχτών όμως δημιουργήθηκε σιγά σιγά με τα χρόνια. Πολλοί άνθρωποι συνέβαλαν σε αυτό. Ο Χρήστος Μήτσης κατ αρχάς που ήταν διευθυντής από το 1999 μέχρι το 2007 που ανέλαβα εγώ, ο Λευτέρης Αδαμίδης, η Λήδα Γαλανού, η Πόλυ Λυκούργου, ο Θανάσης Πατσαβός, η Φαίδρα Βόκαλη, η Νίκη Ξένου η Τατιάνα Παππά, ο Πέτρος Αντωνιάδης και βέβαια η Μαρία Μπόμπολα, όπως και πολλοί άλλοι που άρχισαν την καριέρα τους εκεί και τώρα είναι σκηνοθέτες, παραγωγοί, διανομείς, δημοσιογράφοι.

Στην αρχή ήμασταν κάπως διστακτικοί. Στη συνέχεια φτιάξαμε διαγωνιστικά τμήματα, θεσμοθετήσαμε την Χρυσή Αθηνά, δημιουργήσαμε βραβεία για ταινίες μικρού μήκους και πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς ελληνικών ταινιών, βρήκαμε σοβαρούς χορηγούς, καλέσαμε διάσημους δημιουργούς, ενισχύσαμε τις συνέργειες με άλλους οργανισμούς, υλοποιήσαμε δύσκολες εικαστικές ενέργειες και εκθέσεις.

Επίσης το 2011 ιδρύσαμε και ένα δεύτερο φεστιβάλ, το Athens Open Air Film Festival, με δωρεάν προβολές σε ανοιχτούς χώρους της Αθήνας, σε πάρκα, σε δρόμους, σε προαύλια μουσείων. Ήταν μια καλοκαιρινή κινηματογραφική γιορτή και συνεχίζεται με επιτυχία μέχρι σήμερα.

Έζησες αρκετά χρόνια στο Παρίσι και στη Γενεύη, παρακολούθησες μαθήματα τέχνης και κινηματογράφου, δούλεψες σε ταινίες. Ποιο ήταν το κέρδος από όλα αυτά;
Είναι ακριβώς όπως το είπες: παρακολούθησα μαθήματα, πτυχία όμως δεν πήρα. Στην πραγματικότητα έμπαινα και έβγαινα σε διάφορα μαθήματα, έβλεπα αμέτρητες ταινίες στην γαλλική ταινιοθήκη και πήγαινα στα μουσεία. Μόλις είχα τελειώσει την Σχολή Σταυράκου και, σχεδόν τυχαία, βρέθηκα στο Παρίσι. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω. Μου άρεσε ο κινηματογράφος βέβαια, αλλά δεν ήθελα να κάνω ταινίες. Έτσι άρχισα να ψάχνω. Στη Γενεύη πήγα πολύ αργότερα.

Το κέρδος από όλη αυτή την περίοδο ήταν κάτι ολοήμερες και ολονύχτιες συζητήσεις με μερικούς πραγματικά φωτισμένους ανθρώπους: καθηγητές, θεωρητικούς, σκηνοθέτες, καλλιτέχνες, μουσικούς, ζωγράφους. Βλέπαμε ταινίες ή πηγαίναμε σε εκθέσεις και συναυλίες και μετά αρχίζαμε κάτι ατελείωτες συζητήσεις.

Μετά υπήρχε μια περίοδος που σχεδόν ζούσα μέσα στην βιβλιοθήκη του Μπομπούρ. Έμπαινα πρώτος το πρωί, μόλις άνοιγε, και έφευγα στις 10 το βράδυ που έκλεινε. Αφού τώρα όταν πάω στο Μπομπούρ και περνάω από την βιβλιοθήκη με πιάνει τρόμος. (γελάει) Τελικά όμως όλα αυτά έχουν καταχωρηθεί σε κάποιες γωνιές του μυαλού μου και ξαφνικά πετάγονται μόνα τους την κατάλληλη στιγμή, πριν ακόμη τα ζητήσω.

Ταινίες δεν γύρισες;
Και βέβαια γύρισα ταινίες. Κατ αρχάς την πτυχιακή μικρού μήκους. Ήταν ένα τρέιλερ μιας φανταστικής, ανύπαρκτης, ταινίας, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Την είχαν πάρει και στο φεστιβάλ του Μονάχου. Αργότερα, στο Παρίσι, γύρισα μαζί με μια Γερμανίδα φοιτήτρια, ένα απερίγραπτα υπερφίαλο πειραματικό φιλμ για τον Καθολικό Ναό τον Σαν Εστάς, το οποίο το ονομάσαμε “Video Cathedral”. Τρομερό φιάσκο ήταν, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, απλώς διότι έπληττα στα γυρίσματα.

Όταν έφτασα στο Παρίσι όμως μπήκα σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το γύρισμα μιας ταινίας και, συνειδητοποίησα ότι για να κρίνω σωστά μια ταινία θα έπρεπε να μάθω πως γίνεται, στην πράξη, στην καθημερινή δουλειά- από τη φωτογραφία και το μοντάζ, μέχρι την σκηνογραφία και το μακιγιάζ. Έπεσα με τα μούτρα λοιπόν. Μέχρι και κομπάρσος δούλεψα -στην σειρά “Navaro” μια εξαιρετικά δημοφιλή αστυνομική σειρά με τον Ροζέ Ανάν.

«Από την μια το μετάνιωσα που επέστρεψα στην Ελλάδα και από την άλλη αισθάνομαι τυχερός».

Είχες την ευκαιρία να γνωρίσεις διάσημους δημιουργούς εκείνη την εποχή;
Ναι, εντελώς τυχαία, από γύρισμα σε γύρισμα, έπεσα πάνω στον Κλοντ Σαμπρόλ. Νόμιζα ότι μου είχαν χαρίσει τον κόσμο ολόκληρο. Εκείνη την περίοδο ετοίμαζε τις “Μάσκες” και την “Κραυγή της Κουκουβάγιας”, εγώ ωστόσο είχα δει μόνο τρεις ταινίες του, ενώ είχε γυρίσει ήδη πάνω από 35! Ούτε βίντεο είχα ούτε βιντεοκασέτες μπορούσα να βρω το 1986! Έτσι άρχισα να διαβάζω τα πάντα και να ρωτάω κάτι ψωνισμένους Γάλλους φοιτητές οι οποίοι με αντιμετώπιζαν σαν μύγα που παρενοχλεί τον απογευματινό καφέ τους. Όταν τον συναντούσα όμως μπλόφαρα και κάλυπτα τα κενά με αφελείς ερωτήσεις. Και αυτός απαντούσε με απόλυτη φυσικότητα. Τρομερά μαθήματα πήρα από αυτόν.

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1997, συνάντησα τον Σαμπρόλ στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όταν πρωτοδούλεψα στην παρουσίαση των συνεντεύξεων τύπου και γέλασε με την ψυχή του όταν του αποκάλυψα την αλήθεια. Φυσικά είχα πια δει όλες τις ταινίες του. Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος και υπέροχος δάσκαλος.

«Πρόσφατα μου πρότειναν να αναλάβω την διεύθυνση του φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Σέφιλντ της Αγγλίας» (Menelaos Myrillas / SOOC).

Μόνο σινεμά υπήρχε τότε στη ζωή σου; Τα εικαστικά πώς προέκυψαν;
Πάντα υπήρχαν τα εικαστικά. Έμαθα απ´ έξω όλα τα μουσεία του Παρισιού. Και όταν σου λέω όλα, εννοώ όλα! Κάθε λεπτομέρεια, κάθε πίνακα, κάθε γλυπτό. Παρακολουθούσα και μαθήματα βέβαια, αλλά μας έλεγαν βαρύγδουπες κοινοτοπίες και εγώ προσπαθούσα να βρω κάτι άλλο, πιο ουσιαστικό. Και τότε γνώρισα τον Τζόν Μπέρτζερ. Για την ακρίβεια πρώτα γνώρισα την κόρη του, την Κάτια, την οποία ερωτεύτηκα και παντρεύτηκα, οπότε τον γνώρισα ως πεθερό μου. Ήταν όμως η γνωριμία που μου άλλαξε την ζωή.

Ο Μπέρτζερ μου έμαθε πως να ξεκλειδώσω το βλέμμα μου και να ανακαλύψω ένα ολόκληρο καινούργιο κόσμο. Πήγαμε μαζί σε εκθέσεις, στο Παρίσι, στην Βενετία, στην Γενεύη, μου έδειξε ζωγράφους, φωτογράφους και γλύπτες που ούτε καν τους ήξερα και μου έμαθε να βλέπω το μη ορατό. Μου έμαθε να ρωτάω τους πίνακες και να παίρνω απρόσμενες απαντήσεις. Μου έμαθε να βλέπω τις ιστορίες που έβλεπε ο ζωγράφος όταν ζωγράφιζε και να φτιάχνω δικές μου ιστορίες. Δεν ήταν μόνο ο πεθερός μου, αλλά ο δεύτερος πατέρας μου, ο δάσκαλός μου, ο μέντοράς μου, ο καθοδηγητής μου. Με δυο λόγια: αυτός μου έμαθε όσα ξέρω και σε αυτόν οφείλω όσα έκανα στην επαγγελματική του καριέρα.

Στην καθημερινή του ζωή πώς ήταν αυτός ο τόσο σημαντικός συγγραφέας και θεωρητικός της Τέχνης;
Δεν άφηνε ποτέ να φανεί το πόσο σημαντικός ήταν- το ότι είχε κερδίσει το βραβείο Μπούκερ, το ότι είχε επηρεάσει εκατοντάδες καλλιτέχνες και θεωρητικούς σε όλο τον κόσμο. Ήταν απίστευτα απλός και ταπεινός. Πηγαίναμε στο σπίτι του στο Κανσί -ένα ασήμαντο χωριουδάκι στις γαλλικές Άλπεις- καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας και αυτός μας έδειχνε πως καθαρίζουν τα μήλα και πως ανοίγουν τα στρείδια, μας μιλούσε για τις αγελάδες του φίλου του Λουί και ανάμεσα σε αυτά για τον Τιτσιάνο και τον Καραβάτζο, για τον Σεμπαστιάνο Σαλγάδο και τον Χουάν Μουνιόθ. Ήταν ένας γνήσιος παραμυθάς με την πρωταρχική έννοια του όρου -story teller όπως έλεγε ο ίδιος. Δεν το έπαιζε δάσκαλος όμως. Σε άφηνε να μιλήσεις, σε ρωτούσε για σένα, ρωτούσε τη γνώμη σου και ξαφνικά συνειδητοποιούσες ότι σε οδηγούσε για να ανακαλύψεις μόνος σου έναν καινούριο δρόμο. Από το 1989 που τον γνώρισα μέχρι το 2017 που πέθανε με καθοδηγούσε σε κάθε μου βήμα.

– Αλήθεια, γιατί επέστρεψες στην Ελλάδα;
Κυρίως διότι η, πρώην σύζυγός μου, η Κάτια ήταν έγκυος και έπρεπε να έχω μια σταθερή δουλειά με ασφάλεια και ένσημα. Έτσι η Χλόη γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1992. Από την μια το μετάνιωσα και από την άλλη αισθάνομαι τυχερός. Μου αρέσουν αυτές οι χώρες, θέλω να πηγαίνω συχνά και να γεμίζω τις μπαταρίες μου, έχω φίλους που τους αγαπώ, αλλά σιχαίνομαι τον τρόπο που διαχειρίζονται την καθημερινότητά τους. Καλά είναι και τα μουσεία και οι πανέμορφες πόλεις και οι μοντέρνες ιδέες που ηλεκτρίζουν τον αέρα. Στο τέλος της ημέρας όμως θες την θαλπωρή της μητρικής σου γλώσσας – αυτή την σχεδόν θρησκευτική οικειότητα της μνήμης.

– Δεν θα ήθελες δηλαδή να ζήσεις και να δουλέψεις στην Ευρώπη; Σου έχουν δοθεί ευκαιρίες;
Ναι η αλήθεια είναι ότι μου έχουν δοθεί δυο τρεις ευκαιρίες. Η πιο πρόσφατη ήταν την περασμένη άνοιξη όταν μου πρότειναν να αναλάβω την διεύθυνση του φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Σέφιλντ της Αγγλίας. Το παίδεψα μερικές εβδομάδες, προβληματίστηκα, αμφιταλαντεύτηκα. Μίλησα με την Γενική Διευθύντρια του δικού μας φεστιβάλ και με το Διοικητικό Συμβούλιο και τελικά το απέρριψα. Το Σέφιλντ είναι ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ του κόσμου, ο μισθός θα ήταν τετραπλάσιος από τον μισθό που παίρνω τώρα και οι ευκαιρίες πάρα πολλές. Όμως ένιωθα βαρίδια στα πόδια μου. Σκεφτόμουν ότι θα ασχολούμουν μόνο με το ντοκιμαντέρ. Εντάξει μου αρέσει ίσως περισσότερο, μην μου κόψεις όμως και τις φιξιόν! Σκεφτόμουν ότι θα ζω σε μια πόλη που βρέχει συνέχεια, χωρίς φίλους, χωρίς τον έρωτά μου, μακριά από αυτή την οικειότητα της μνήμης που σου είπα. Επίσης το λατρεύω το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης- πώς να την αφήσω αυτήν την λατρεία!

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Νούσης – «Ακόμα η ελληνική κοινωνία επιβραβεύει τον γιατρό και τον δικηγόρο».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top