Ο Π. μού λέει ότι είμαι ομορφότερη γυμνή από ό, τι ντυμένη και ότι συνήθως δεν συμβαίνει αυτό με τις γυναίκες. Το επόμενο πρωινό ακυρώνω τρεις υποχρεώσεις, με περιεργάζομαι στον καθρέφτη, προσπαθώ να καταλάβω τι εννοεί. (Εικονογράφηση: Milo Manara)

Η γυμνότητα. Η γύμνια. Η απογύμνωση. Το γδύσιμο. Το νιούντιτι. Ελαφρώς παραλλαγμένη η χρωματική τους παλέτα. Άλλο να λες «είμαι γυμνός», άλλο «απογυμνώθηκα». Η γυμνότητα των αγαλμάτων μάς μαγεύει, αλλά ένα γυμνό σώμα στο απέναντι μπαλκόνι μπορεί να μας σοκάρει, να μας αηδιάσει ή να μας ερεθίσει ωραία και καλά, εκεί που καθόμασταν αμέριμνοι καπνίζοντας ή ποτίζοντας τον φίκο μπέντζαμίν μας.

Ας ξεκινήσουμε με το δικό μας γυμνό σώμα, το οποίο χτιζόταν στωικά για μήνες εννέα στο πρώτο μας σπίτι το ζεστό, το σκοτεινοκόκκινο κι ύστερα, έτοιμο για μεγάλες συμφορές και χαρές, ξεβράστηκε στον κόσμο γεμάτο τρέμουλο και οργή για την διακοπή του όμορφου κολυμπιού μας στον ολόδικό μας πλανήτη. Ας ξεκινήσω με την δική μου γύμνια, την ασήμαντη, την για μένα και για κάποιους, κάποτε, τώρα, αύριο, σημαντική.

Έχω θητεύσει στο κορμί μου, το έχω αγγίξει, το έχω πλάσει, το έχω σφίξει, το έχω χαλαρώσει, το έχω νικήσει. Και όταν καμιά φορά το αφήνω να νομίσει πως με κυριεύει, γελώ από μέσα μου απολύτως ευτυχισμένη.

Λίστα, λοιπόν, από αλησμόνητες γύμνιες της ζωής μου. Κάντε κι εσείς μία με τις δικές σας γύμνιες, αν αγαπάτε.

– Σεισμός 1999. Με ένα σορτσάκι μόνο κάτω στην οδό Φλέμιγκ. Οι ασχημάτιστες θηλές οι απαλές ολόγυμνες. Αίσθηση αταξίας, ξεγνοιασιάς. Ο σεισμός μού άρεσε και ντρεπόμουν. Από μικρή με ηδονίζουν οι συμφορές που αναστατώνουν τις ρουτίνες.

– Ιούλιος 2008, Σίφνος. Όλη η επικράτεια του δέρματός μου ενωμένη με την δική του. Για πρώτη φορά μες στο σώμα μου άλλο σώμα που σε άλλο σώμα πριν από το δικό μου δεν είχε ξαναμπεί.

– Ίος 2009, καλοκαίρι πάλι. Τόπλες χαράματα μετά από ξενύχτι στον Μυλοπότα. Μπρούμυτα κοιμάμαι κάτω από ένα αρμυρίκι κι όταν ξυπνώ είναι μεσημέρι κι η παραλία τίγκα στον κόσμο. Σηκώνομαι και βουτάω αμέσως. Τα βυζιά μου ανήκουν μόνο σε μένα, δεν με νοιάζει κανένα βλέμμα.

– Κάπου ανάμεσα στο 2017 και το 2018. Κυριλέ παρτουζοπάρτυ. Ημίγυμνη πίνω βότκες και κάνω σεξ με άλλα ημίγυμνα, ξένα σώματα λαμβάνοντας προφυλάξεις. Το προφυλακτικό είναι αναγκαίο και σωτήριο, αλλά καταργεί την απόλυτη λάβα της παντελούς γυμνότητας.

– Νάξος 2022, Αύγουστος. Ο πρώτος μου οφίσιαλ γυμνισμός. Ερωτευμένη. Αλώβητη. Κολυμπώ στα κρύα νερά δίπλα του. Κοιταζόμαστε. Με ντύνει, με ζεσταίνει με την παρουσία του εκείνος. Δεν γίνομαι φαν του γυμνισμού. Δεν αντέχω την απογύμνωση πλάι στα βότσαλα και τις άμμους. Αισθάνομαι την ανάγκη να δω τα μουνιά των άλλων γυναικών. Να δω αν είναι ομορφότερα από το δικό μου και να τα μαντέψω καυλωμένα. Αποσπώμαι. Ζήτω τα μαγιό που βγαίνουν υποβρύχια για λίγο, νευρικά, λαχανιασμένα, να γλιστρήσει ένα χέρι, ένας πούτσος, να ξαναμπούν όπως-όπως για την ηλιοθεραπεία εκεί έξω, δημόσια, ηλιόλουστα.

– Εξάρχεια, νιότη, μια νύχτα. Ο Π. μού λέει ότι είμαι ομορφότερη γυμνή από ό, τι ντυμένη και ότι συνήθως δεν συμβαίνει αυτό με τις γυναίκες. Το επόμενο πρωινό ακυρώνω τρεις υποχρεώσεις, με περιεργάζομαι στον καθρέφτη, προσπαθώ να καταλάβω τι εννοεί. Πιθανά, αυνανίζομαι στην σκέψη ότι με πηδάει και μου μιλάει ταυτόχρονα για μένα και το αγαπημένο του σώμα μου. (Η ανασφάλειά μου ότι η ομορφιά μου πηγάζει από το σώμα μου και όχι από το πρόσωπό μου. Η έντονη μύτη μου για την οποία ακούω θετικά σχόλια και νιώθω όπως υποθέτω ότι νιώθουν οι κοπέλες με έντονη κυτταρίτιδα και πολλά κιλά όταν τις αποκαλούν μεσογειακές θεές με καμπύλες. Αυτολογοκρίνομαι. Βλέπω πορνό με ζουμερές, είναι πράγματι θεές, απλώς δεν τους πάνε το ίδιο τα μικρά μαύρα φορέματα στα καλντερίμια των Κυκλάδων και τα στριγνκ μαγιώ. Τελεία. Κι οι μυτούδες έχουν τύπο και γοητεία, απλώς τις λένε ‘’γοητευτικές’’ και ‘’Κάλλας’’, όχι ‘’καλλονές’’ και ‘’πανέμορφες΄’’. Γνώμη μου, αίσθησή μου. Γύμνια μου και γύμνια τους. Όχι άλλη φίμωση στον ρου των σκέψεών μου.)

Νιώθω άνετα γυμνή, ξυπόλητη. Δεν έμαθα να αισχύνομαι. Μέχρι τεσσάρων χρονών έβγαζα το βρακί μου, ο παππούς κι η γιαγιά με μάλωναν.

Ο πρώτος μου οφίσιαλ γυμνισμός. Ερωτευμένη. Αλώβητη. Κολυμπώ στα κρύα νερά δίπλα του. Κοιταζόμαστε. Με ντύνει, με ζεσταίνει με την παρουσία του εκείνος. Δεν γίνομαι φαν του γυμνισμού. (Εικονογράφηση: Milo Manara)

Θυμάμαι το στήθος της γιαγιάς μου, το πιο ωραίο στήθος του κόσμου. Θυμάμαι το στήθος της μαμάς μου, το πιο πλούσιο στήθος του κόσμου. Συγκρίνω το άτριχο στέρνο του μπαμπά μου με των άλλων μπαμπάδων στην παραλία. Κάποιοι μπαμπάδες έχουν τρίχες στους ώμους και στην πλάτη. Μου αρέσει αυτό. Περιεργάζομαι τους ροζ πρωκτούς φιλενάδων μου στην κατασκήνωση. Και της Α. στο πατρικό της στο Μοσχάτο. Είμαστε εννιά δέκα χρονών. Στεκόμαστε στα τέσσερα, σαν τα σκυλιά, και κοιτάζουμε τις κωλοτρυπίδες μας. Τις μυρίζουμε. Ίχνος σεξουαλικότητας. Απλώς περιέργεια για ό, τι μοιραζόμαστε κοινό.

Νιώθω άνετα γυμνή, ξυπόλητη. Δεν έμαθα να αισχύνομαι. Μέχρι τεσσάρων χρονών έβγαζα το βρακί μου, ο παππούς κι η γιαγιά με μάλωναν. Μέχρι σήμερα, αποφεύγω να φορώ εσώρουχο στην καλοκαιρία. Παρατηρώ το σώμα μου. Το στήθος μου που έχει χαμηλώσει ελαφρώς στο στέρνο, κάποτε ολόρθο, θρασύτατο. Τριανταδύο Ιούληδες, κούκλα, τι νόμιζες; Παίρνω κιλά, χάνω κιλά, έχω γίνει ενήλικη γυναίκα με δίαιτες και διατροφές, με αηδιάζω. Απλώνω λάδια, κρέμες και βούτυρα. Μαυρίζω, ασπρίζω. Αφήνω τις καστανές χνούδινες τρίχες στα χέρια μου απείραχτες. Δεκατριών ετών ξυρίζω τις τρίχες στα πόδια μου και γεμίζει αίματα η μπανιέρα. Δεν φοβάμαι. Θέλω να μοιάσω γυναίκα. Θέλω να μην σκεφτεί ποτέ κάποιο αγόρι πως μοιάζω με αγόρι. Να’ μουνα, θεούλη μου, ξανθιά, κοντή, γαλανομάτα, με παχιά βυζιά και άτριχα, κατάλευκα πόδια! Έτσι βιώνω το θηλυκό αρχέτυπο μέσα μου. Οι αγαπημένες μου γυναίκες στον κόσμο, με εξαίρεση τη Μαλβίνα και τη Φρίντα, είναι λευκές, κρυσταλλένιες και οι περισσότερες έχουν μπούστο που σκοτώνει. Και χρωματιστά μάτια. Fuck. Αυτές καμαρώνουν εμένα, το μελανούρι το μεσογειακό. Καθεμιά με τον πόνο της. Οι άντρες χέστηκαν. Δεν ασχολούνται με το χρώμα των μαλλιών μας και τη μάρκα του αρώματός μας. Την αίσθηση που τους αφήνουμε λατρεύουν, την μυρωδιά που αφήνουμε στο σώμα τους όταν μας συναντούν ντυμένες ή γυμνές. Να’ μαστε χίμαιρες, να’ μαστε παραδομένες, αυθεντικές, γενναία αδύναμες, παντοδύναμες με τρόπο σπλαχνικό να μη νιώσουν τ’ αρχίδια τους να κόβονται. Κορίτσια-μητέρες και φιλενάδες τους, ν’ αφεθούν στα μπούτια μας ως κατακτητές κι ως βρέφη εναλλασσόμενα. Να τους θαυμάσουμε και να τους τσιγκλίσουμε να πάνε παρακάτω. Να τους επιθυμούμε, όχι απλώς να τους χρειαζόμαστε.

Το σώμα μου επανιδρύεται κάτω από τις παλάμες Τους. Νιώθω την πλάτη μου, ξέρω ποια στροφή της μέσης μου παίρνει μυαλά και τα πετά στο κύμα, μαντεύω ποιο άνοιγμα ποδιών και πότε λειτουργεί, παρασύρομαι από την λαγνεία μου για τα δικά Τους σώματα. Οι άντρες (μου) κι εγώ. Κάποτε, δεν θέλω να διασχίσουν καθόλου το μέσα μου. Να ασχοληθούν μόνο με το περίβλημα, να το υμνήσουν, να μην έχουν ιδέα για τα παρανοϊκά μου γραψίματα και ξεσπάσματα να μην ξέρουν αν έχω σπουδάσει, τι, αν έχω πάρει βραβεία, πόσα, αν έχω πέντε ευρώ ή μισό εκατομμύριο. Άλλοτε, υγραίνομαι άρρωστα όταν τους νιώθω να εγκαθίστανται με αντίσκηνο στο μυαλό μου, όταν αφήνουν την μυρωδιά τους σε μια μου πετσέτα κι ένα μικρό σημείωμα στην κουζίνα πως έφυγαν να πάρουν καφέ και πως με αγαπούν και πως θα επιστρέψουν μέχρι να πω κύμινο κι εγώ λέω κύμινο και δεν επιστρέφουν και κάτι σφαδάζει μέσα μου. Με μεθάει ο έρωτάς τους για μένα, με παίρνει και με σηκώνει. Η χθεσινοβραδινή Μέδουσα μεταμορφώνεται σε μικρή ακρίδα, θέλω να εκτοξευθώ και να σταθώ πάνω στο στέρνο Τους να τους κοιτώ μες στα μάτια, να είμαι ασήμαντη, μία έτσι να μπορούν να μου κάνουν και να χάσω το φως από τα μάτια μου για πάντα. Φθόνος για τις μικρόσωμες γυναίκες, ανοικονόμητα τα άκρα μου και τους τυλίγουν πνιγηρά. Φθόνος για τους ανδρικούς πισινούς, τους αψεγάδιαστους. Φθόνος θα πει έρωτας, αν είσαι καλός άνθρωπος και αν χύνεις πού και πού. Δεν ανησύχησα ποτέ μου. Ψιθυρίζω στον Φ.: «Είμαι πάνω από όλους και κάτω από σένα». Κλεμμένο, αλλά είναι σα να το πρωτοσκέφτηκα εγώ, συγγνώμη Μαλβινάρα μου Υδροχόα.

Είμαι αμαρτωλή, βλέπω τους εραστές μου μετά τη νίκη τους επί του σώματός μου, να κουρνιάζουν σαν μπέμπηδες, να είναι μη-άντρες, να είναι τρυφερά ζωάκια, άκακα, ανήμπορα, βελουδένια.

Έχω θητεύσει στο κορμί μου, το έχω αγγίξει, το έχω πλάσει, το έχω σφίξει, το έχω χαλαρώσει, το έχω νικήσει. (Εικονογράφηση: Milo Manara)

Το σώμα μου καταργείται μερικές στιγμές, είναι αφορμή, μικρή αφορμή συνάντησης, πώς αλλιώς, όπως πάμε Πειραιά για να μπούμε στο καράβι κι όπως μπαίνουμε στο καράβι για να πάμε στο νησί κι όπως πάμε στο νησί για να λυτρωθούμε κι όπως λυτρωνόμαστε για να αντέξουμε, τελικά, την ζωή μέχρι να σωθούμε στο τέλος. Ο μέσα ανεξερεύνητος κόσμος μου καθρεφτίζεται κάποιες φορές στα μάτια εκείνου που αγκομαχάει θολωμένος από πάνω μου, δεν χρειάζεται να μάθει τίποτα άλλο από μένα ή να ακούσει από το στόμα μου, με αλώνει, με μαθαίνει, βλέπει την ψυχή μου καθώς το σπέρμα του σιγοβράζει και ετοιμάζεται να μου χαριστεί. Η καθηλωτική λειτουργία του έρωτα που νομίζουμε πως καταργεί τον χρόνο, αλλά, στην πραγματικότητα, καταργεί τον τόπο και μετακινεί το σώμα σε μια ιδέα, ενώ ανάγει την ψυχή σε σώμα, στο πραγματικό σώμα, στο Μόνο Σώμα που Αξίζει τον Κόπο να Γαμήσεις.

Γράφει στο ποίημά του «Αργά μιλούσες» ο Γιώργος Σεφέρης: «(…)κι είναι σκοτάδι… Πού είναι ο τόπος/κι η γύμνια σου ώς τη μέση/θεέ μου, κι η πιο ακριβή μου θέση/και της ψυχής σου ο τρόπος!».

Είμαι αμαρτωλή, βλέπω τα μωρά και μαντεύω τα μελλοντικά τους παραναλώματα, τα μάτια τους δακρυσμένα, την πλάτη τους γεμάτη ιμερικές γρατσουνιές, τα κλάματα που θα διαδεχθούν τα επικά χυσίματα στης ζωής τους, όλη η ζωή ένα ποτάμι και κομμάτια του, πικρές στάμνες, ξεχύνονται από κάθε πιθανή οπή, νερά, νερά να βαπτίζουμε το Τίποτα, να το ονομάζουμε Κάτι ή Τα Πάντα κι ύστερα πάλι το Κάτι αυτό να το επαναβαπτίζουμε σε Τίποτα κι έτσι να κυλάμε μέχρι την θάλασσα που θα μας χωρέσει όλες και όλους γυμνούς και που θα μας συγχωρέσει για όλα.

Είμαι γυμνή κι όταν ντύνομαι. Έχω νιώσει περισσότερο ντυμένη σε συγκεκριμένες γυμνότητες και περισσότερο γυμνή σε συγκεκριμένες περιβολές. Ξέρω τι ρούχο θα φορέσω για να με γδύσει το βλέμμα που επιθυμώ.

Είμαι αμαρτωλή, βλέπω τους εραστές μου μετά τη νίκη τους επί του σώματός μου, να κουρνιάζουν σαν μπέμπηδες, τους σκέφτομαι μωρά, στης μάνας τους τον κόρφο, χωρίς να θέλουν να γαμήσουν κανένα μουνί και κανέναν κώλο, μόνο να γυρεύουν την Μυρωδιά, το Γάλα, τον Ύπνο, να είναι μη-άντρες, να είναι τρυφερά ζωάκια, άκακα, ανήμπορα, βελουδένια. Κάτω από τις πυκνές τους τρίχες στα πόδια, θυμάμαι αυθαίρετα το άτριχο αλλοτινό τους δερματάκι και μες στο σίγουρο βλέμμα τους καθώς με βρίζουν και μου τραβάνε τα μαλλιά, βλέπω την αγωνία τους την εφηβική με τις ονειρώξεις και τις τσόντες στα κρυφά, τις στρεσαρισμένες μαλακίες που τραβούσαν και αντιμετώπιζαν για εκείνες τις πρώτες φορές όλον αυτόν τον οχετό σπέρματος και ντρέπονταν και απορούσαν. Τους αγκαλιάζω με αγάπη, τους φιλώ την πλάτη με μάτια κλειστά, γουργουρίζω πλάι τους, με όλα μου τα μαχαίρια και τ’ ακόντια αφημένα για λίγο στο πάτωμα κι εγώ άοπλη, αφημένη.

Είμαι γυμνή κι όταν ντύνομαι. Έχω νιώσει περισσότερο ντυμένη σε συγκεκριμένες γυμνότητες και περισσότερο γυμνή σε συγκεκριμένες περιβολές. Ξέρω τι ρούχο θα φορέσω για να με γδύσει το βλέμμα που επιθυμώ. Ξέρω ποιο εσώρουχο είναι ικανό να με σφίγγει όλη τη νύχτα για να ηδονιστώ τριπλά όταν θα αφαιρεθεί. Αγαπώ τους αστραγάλους μου, τις κλείδες μου, τα μικρά δαχτυλάκια των ποδιών μου και την αίσθηση των μαλλιών μου όταν ακουμπούν την πλάτη. Έχω θητεύσει στο κορμί μου, το έχω αγγίξει, το έχω πλάσει, το έχω σφίξει, το έχω χαλαρώσει, το έχω νικήσει. Και όταν καμιά φορά το αφήνω να νομίσει πως με κυριεύει, γελώ από μέσα μου απολύτως ευτυχισμένη.

Γνωρίζω ανθρώπους με τρομερούς εγκεφάλους και καλές καρδιές που δεν έχουν ιδέα τι φέρουν μες στο σώβρακο, τι δυνατότητες έχει το χιλιομετρικό τους δέρμα. Γνωρίζω ανθρώπους με τρομερή σωματικότητα, σπιρτάδα και ζηλευτή ετοιμότητα δοσίματος και καύλας που δεν έχουν ιδέα τι κουβαλούν μες στο κεφάλι τους, αυτό το κινούμενο κρουαζιερόπλοιο με θέα στο άπειρο, αρκεί να το θελήσουν-μα το έχουν αγκυροβολημένο κι έχουν τραβήξει τις κουρτίνες και χάνουν τα ωραία της τέχνης, της επιστήμης, της σκέψης και της φιλοσοφίας.

Θέλω και επιθυμώ με θράσος το Όλον. Θέλω θρεμμένο μέσα και θρεμμένο έξω. Θέλω δυνατό νου και απόλυτη κορμάρα. Θέλω να με γαμούν τα ποιήματα, τα νόστιμα φαγητά, τα καλά κρασιά, οι ωραίες παραλίες, οι ωραίοι άντρες, ο δικός μου άντρας, αυτός, ναι, τώρα, αυτός, θέλω να γαμιέμαι με ό, τι κινείται, όλα είναι σεξ, όλα είναι γαμήσι, όλα είναι ηδονή, με έναν όρο ιερό, απαραβίαστο, ακαταπάτητο, δυσκολοκατάκτητο: να μένουμε πάντοτε γυμνοί, μες στο δικό μας το μυαλό γυμνοί, ακόμα και ένα παγωμένο απόγευμα σε πόλη του Βορρά τυλιγμένοι σε βαρύ παλτό και με δάχτυλα μουδιασμένα και μπλε από το κρύο.

//Στο δεύτερο μέρος, γουστάρω να σας εξομολογηθώ μερικά πράγματα για τα ανδρικά κορμιά και να προσπαθήσω να καταγράψω τι θεωρώ πως όλες οι γυναίκες προσέχουμε και πάραυτα αγαπάμε ή μισούμε σε ένα γυμνό, αρσενικό κορμί, γιατί λίγες από εμάς αφηνόμαστε σε ένα καλό πήδημα με όλα τα φώτα ανοιχτά, αλλά και γιατί το να στέλνετε dick picks σε άγνωστες είναι ό, τι πιο ντεκαυλέ και ασεξουαλικό. Η γύμνια έχει ομορφιά, αλλά και πολλές παγίδες. Κάτι ξέραμε και ντυθήκαμε κάποια στιγμή τα ανθρωπάκια. Δεν φταίει μόνο η θρησκεία. Η πουτάνα η μόδα είναι μεγάλη σοφία. Το ολόγυμνο παραπέμπει στην Γέννα που προηγήθηκε πριν από μερικές στιγμές ή δεκαετίες, το επιμελώς ντυμένο στο Γδύσιμο που θα ακολουθήσει μετά από μερικές στιγμές ή εβδομάδες-αληθώς ή στην σφαίρα της φαντασίας. Περισσότερα στο επόμενο κείμενο της στήλης, στο κεφάλαιο δεύτερο. Συγχωρήστε μου την σφοδρότητα στην γραφή του εν λόγω θέματος, είμαι κατειλημμένη από άγρια έμπνευση αυτή την εποχή, μετά από καιρό, και σας θέλω συμμάχους μου. Σας φιλώ στο στόμα.

 

Διαβάστε ακόμα: Πέντε παραμελημένα σημεία του κορμιού για καυτό σεξουαλικό προσκύνημα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top