Η Κυριακή Γονή είναι μια ξεχωριστή περίπτωση καλλιτέχνιδας, με το έργο της οποίας ήρθα σε επαφή πριν περίπου δυο χρόνια. Ήταν το Not Allowed for Algorithmic Audiences, ένας ποιητικός στοχασμός για τη σχέση των ανθρώπων και των μηχανών. Από τότε παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον τις διεθνείς εκθέσεις που συμμετέχει και ανατρέχω σε προηγούμενα έργα της που μελετούν την επίδραση της τεχνολογίας στο άτομο και το σώμα.
Σπούδασε κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πραγματοποίησε μεταπτυχιακό στην πολιτισμική ανθρωπολογία στο Leiden της Ολλανδίας, εργάστηκε σε διάφορα πεδία, ώσπου το 2010 μπήκε στην Καλών Τεχνών της Αθήνας, στο προπτυχιακό των εικαστικών, αλλά και στο μεταπτυχιακό των ψηφιακών μορφών τέχνης. Στις εγκαταστάσεις της συνδυάζει διαφορετικά μέσα, ψηφιακά και μη, με επίκεντρο πάντα ιστορίες και κόσμους που φέρουν ψήγματα πραγματικότητας και φαντασίας. Ας τη γνωρίσουμε καλύτερα, μέσα από τα δικά της λόγια:
Ήδη από περίπου το 2010 είχα ξεκινήσει να ερευνώ τη σχέση μας με την τεχνολογία. Με τον προγραμματισμό και κυρίως με open-source εργαλεία, αλλά και με τη συζήτηση για την τεχνολογία, ασχολήθηκα πιο εντατικά μετά τη σχολή. Thank God, there is internet με κοινότητες, συζητήσεις και πληροφορίες για όλα αυτά.
Όλο αυτό ξεκίνησε από μια επιθυμία, μια προσωπική αναζήτηση να αντιληφθώ, για παράδειγμα πως με διαμορφώνει το διαδίκτυο όταν το χρησιμοποιώ καθημερινά; Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει το γεγονός, οι τεχνολογίες και πλατφόρμες που χρησιμοποιούμε να τις κατέχουν 5 εταιρείες σε όλο τον κόσμο; Τι σημαίνει όλη μου η γνώση να διαμεσολαβείται από το search engine της Google, ή τα συναισθήματά μου και οι απόψεις να συνδιαμορφώνονται μέσα στα echo chamber του facebook ή του twitter;
Τότε, πριν δέκα, δώδεκα χρόνια στην Ελλάδα, δε συζητούσαμε πολύ για αυτά τα θέματα. Οι προσλαμβάνουσες που είχαμε σε ότι αφορά την τεχνολογία και τα δυνητικά μέλλοντα, ήταν εξαιρετικά λίγες. Στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα δεν είχα βρει ιδιαίτερη ανταπόκριση στην έρευνά μου αυτή, υπήρχε ένα συντηρητισμός ή μια αμηχανία, όχι ότι αυτό αποτέλεσε εμπόδιο για μένα στις αναζητήσεις μου, κάθε άλλο θα έλεγα!
Το 2013 έκανα τη διαδραστική εγκατάσταση Deletion Process. Only you can see my history, ένα μέρος της οποίας παρουσίασα ως διπλωματική εργασία στη σχολή. Στην εγκατάσταση παρουσιάζω οτιδήποτε αναζήτησα την περίοδο 2008-2013 στη μηχανή αναζήτησης της google -ό,τι είχα ψάξει χωρίς να παραλείψω τίποτα- προσκαλώντας το κοινό να κρυφοκοιτάξει μέσα στο αρχείο αυτό και να συμμετέχει σε μια τελετουργία διαγραφής του. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αρχείο του εαυτού που στοιχειοθετείται κάπως χωρίς να το συνειδητοποιούμε καθώς μέσα στην επίφαση της «ιδιωτικότητας της οθόνης» αναζητάμε στη μηχανή από τα πιο κοινότοπα και καθημερινά μέχρι τα πιο προσωπικά και μύχια.
Το έργο παρουσιάζει αυτό το ψηφιακό αρχείο του εαυτού και συγχρόνως μέσω της συλλογικής τελετουργίας διαγραφής προσεγγίζει ζητήματα της καταγραφής, της διαγραφής, της αυτοδιάθεσης, της μνήμης, της ιδιωτικότητας, της επιτήρησης στον ψηφιακό χώρο. Οι όροι και οι εικόνες του ιστορικού αναζήτησης, τα οποία το κοινό επιλέγει να διαγράψει εκτυπώνονται σε ένα συνεχόμενο ρολό χαρτιού. Αυτή η υλικότητα του χάρτινου ρολού αντικατοπτρίζει κάπως την αποσιωπημένη υλικότητα των ψηφιακών μας δεδομένων, το αποτύπωμα που αφήνουν είτε σε επίπεδο υποδομών και ενέργειας, είτε μνήμης.
Αυτές οι θεματικές με συντροφεύουν έκτοτε σε επόμενα έργα. Εκείνη την περίοδο, καθώς δούλευα την εγκατάσταση, παράλληλα έγραφα για τη διαδικασία. Το γεγονός αυτό με βοήθησε στην αρκετά ιδιαίτερη συνθήκη της δημοσίευσης του προσωπικού ιστορικού αναζήτησης, μια και πήρα έναν ρόλο παρατηρητή της διαδικασίας. Τελικά, αυτό το γραπτό έγινε ένα paper που δημοσιεύτηκε στο Leonardo Journal του MIT το 2016, το ίδιο το έργο παρουσιάστηκε σε κάποια φεστιβάλ τέχνης και τεχνολογίας και κάπως έτσι ξεκίνησα να συνομιλώ με καλλιτέχνες, επιμελητές, ερευνητές και θεωρητικούς που μοιράζονται αντίστοιχες ανησυχίες και ενδιαφέροντα.
Αυτές τις συνομιλίες τις θεωρώ σημαντικές και τις καλλιεργώ σε βάθος χρόνου. Βρίσκω σημαντικό να υπάρχει μια συζήτηση και συνεργασία σε βάθος χρόνου, το εκτιμώ και το αναζητώ στη δουλειά μου. Κάποιες φορές οι συζητήσεις αυτές παίρνουν μια πιο θεσμική μορφή, όπως για παράδειγμα δίκτυα συνεργασίας με ερευνητές και πανεπιστήμια. Τελευταία συμμετέχω σε δύο διαφορετικά τέτοια δίκτυα το ένα για την οικονομία της προσοχής στην Αγγλία και το άλλο για κέντρα δεδομένων και υποδομές στον Καναδά.
Στις εγκαταστάσεις δημιουργώ έναν χώρο όπου συναντιούνται το φανταστικό και το πραγματικό, έναν κόσμο που μπορεί να εμπνεύσει το κοινό να συζήτησει, να αισθανθεί, να διερωτηθεί. Προφανώς, μέσα στην καθημερινότητα μπορεί να μην έχουμε τον χρόνο να εντρυφήσουμε σε ζητήματα που σχετίζονται με την τεχνολογία και την πολύ βαθιά σχέση που έχει με τα πάντα πλέον, αλλά μια έκθεση μέσα από έναν αισθητικό τρόπο μας προτρέπει ενδεχομένως να σκεφτούμε ή να αισθανθούμε κάτι σε σχέση με αυτά.
Το eternal u που έκανα το 2016, για παράδειγμα πραγματεύεται πιθανές χρήσεις των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης σε σχέση με παθήσεις όπως το Αλτσχάιμερ ή την ψηφιακή άνοια, και συγχρόνως την πολιτική υπόσταση των ρομπότ. Η εγκατάσταση παρουσιάζει μια πλασματική εταιρεία στο κοντινό μέλλον που προσφέρει εκπαιδεύσιμα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που θα αντικαταστήσουν τη χρήστρια όταν αυτή αρχίσει να πάσχει από άνοια. Το έργο αυτό ξεκίνησε από μια προσωπική εμπειρία με ένα πολύ κοντινό και πολυαγαπημένο πρόσωπο που έπασχε χρόνια από Αλτσχάιμερ.
Θεωρώ ότι ζούμε σε πολύ ενδιαφέρουσες εποχές, αλλά συγχρόνως προβληματίζομαι. Δεν συμμερίζομαι ούτε την τεχνο-ουτοπία και τους technosolutionists, ούτε τον τεχνοσκεπτικισμό. Δεν πιστεύω ότι η τεχνολογία θα έρθει να λύσει όλα τα προβλήματα, από την άλλη δεν πιστεύω στη δυστοπία και ότι απειλούμαστε από ένα AGI που θα μας καταδυναστεύσει. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να αισθανθώ παραπάνω αυτές τις τεχνολογίες και συγχρόνως να οραματιστώ ένα μέλλον που να μην είναι σκληρό ούτε για τον πλανήτη, ούτε για τους ανθρώπους, ούτε για τις μηχανές.
Χρειαζόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση στην τεχνολογία, διαφορετική από την επιθετική και εξαντλητική λογική των tech bros, πιο γυναικεία, πιο queer, πιο συμπεριληπτική σε όλα, μια προσέγγιση που θα φροντίζει για τον πλανήτη. Συγχρόνως μιλώντας για τεχνολογία δεν μπορούμε να αφήνουμε πάντα έξω από τη συζήτηση το ταξικό, ποιοι έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία, ποιοι εξαναγκάζονται σε αόρατη εργασία στις κατ’ επίφαση αυτόματες υποδομές; Ποιων τα εδάφη εξορύσσονται για πρώτες ύλες; Κάποια τέτοια θέματα θίγονται στην καινούργια μου δουλειά.
Η πολυμεσική εγκατάσταση The Distance Between Our Eyes εκτίθεται στο Kunsthalle Trondheim στη Νορβηγία στην ομαδική έκθεση με τίτλο Attention after Technology, όπου επτά διεθνείς καλλιτέχνες προσκλήθηκαν να δημιουργήσουν έργα που να σχετίζονται με την οικονομία της προσοχής.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό άρχισα να σκέφτομαι το σώμα και το τοπίο ως τόπους εξόρυξης στη συνθήκη μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας της προσοχής όπως εντατικοποιούνται μέσω της τεχνολογίας. Μια οικονομία μέσα στην οποία παράγουμε και καταναλώνουμε περιεχόμενο και δεν πρέπει να παραμένουμε αδρανείς.
Ο τίτλος της εγκατάστασης είναι τρισυπόστατος. Πρώτα απ’ όλα είναι η απόσταση μεταξύ των ματιών πάνω σε ένα πρόσωπο, μια παράμετρος που χρησιμοποιεί ο αλγόριθμος για να αναγνωρίσει ένα πρόσωπο. Ακούγεται αρκετά τεχνικό, αλλά συγχρόνως έχει μια ποιητικότητα σαν φράση για μένα.
Η δεύτερη εξήγηση είναι η απόσταση των ματιών μου από οποιονδήποτε άλλο χρήστη του ίντερνετ, και όλη αυτή η ανάγκη να συνδεθούμε και να επικοινωνήσουμε που το διαδίκτυο από τις απαρχές του ήρθε να ικανοποιήσει.
Το τρίτο αφορά την απόσταση μεταξύ των ματιών όσων ζούμε σε δυτικές κοινωνίες και των ματιών όσων εργάζονται συνήθως υπό σκιώδεις συνθήκες προκειμένου οι πλατφόρμες να λειτουργούν απρόσκοπτα.
Στην εγκατάσταση παρουσιάζονται κάποια «πορτραίτα» των ματιών μου, δύο ανατομικά σχέδια με λευκό μελάνι, όπου οι οφθαλμοί μοιάζουν με κομμένα λουλούδια, καθώς και ένα heatmap και ένα calibration του βλέμματός μου.
Ακόμα, υπάρχουν τέσσερα prints που αφορούν τη σύνδεση του σώματος με το τοπίο. Σε ένα από τα prints παρουσιάζεται μια δορυφορική λήψη μιας λίμνης στην Αργεντινή από όπου εξορύσσεται λίθιο. Οι κάτοικοι εκεί σε συνεντεύξεις αναφέρουν ότι κάθε φορά που γίνεται εξόρυξη, αισθάνονται σα να τους κόβουν ένα μέλος του σώματος.
Σε ένα άλλο print μια δορυφορική λήψη παρουσιάζει την Ουρουγουάη, όπου η δημιουργία ενός νέου data center από την Google έχει ξεσηκώσει τους κατοίκους που υποφέρουν από τη χειρότερη λειψυδρία των τελευταίων 75 ετών. Οι ανάγκες ενός κέντρου δεδομένων σε τόνους νερού εκτιμούν ότι θα χειροτερεύσει την κατάσταση σημαντικά. Και στις δύο περιπτώσεις το τοπίο συνδέεται άρρηκτα με το σώμα των κατοίκων, τις κλιματικές συνθήκες και τις προγονικές ιστορίες, και η εξόρυξη του εδάφους για τη συντήρηση των τεχνολογικών υποδομών μοιάζει σταδιακά σαν εξόρυξη του σώματός τους.
Μια φωτογραφία με τον τίτλο Resting eyes and hands παρουσιάζει το τηνιακό τοπίο που φιλοξενεί ένα σώμα ξαπλωμένο πάνω σε ένα βράχο, ένα σώμα που επιλέγει να παραμένει αδρανές.
Τέλος την εγκατάσταση συμπληρώνουν κάποια κεραμικά. Στην παρούσα έκθεση στην Kunsthalle Trondheim στη Νορβηγία παρουσιάζεται ένα από αυτά. Τον Φεβρουάριο του 2024 στο State of Concept στην Αθήνα θα παρουσιαστούν και άλλα τέτοια κεραμικά αντικείμενα μέσα στην εγκατάσταση. Έχουν τον τίτλο Attention vessels και τους προσδίδω μια τελετουργική διάσταση, που αναφέρεται στη συγκέντρωση και στη διατήρηση της προσοχής. Στην εγκατάσταση στην Νορβηγία βάψαμε τους τοίχους σε μια απόχρωση του κίτρινου που θεωρείται ότι διευκολύνει τη συγκέντρωση και την προσοχή.
Από τον Νοέμβριο παρουσιάζεται σε δυο ομαδικές εκθέσεις στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, η εγκατάσταση Not Allowed for Algorithmic Audiences. Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε το 2021 με ένα βραβείο που έλαβα από το Ars Electronica σε συνεργασία με την Art Collection Telekom.
Η πολυμεσική εγκατάσταση Not Allowed for Algorithmic Audiences έχει στο επίκεντρό της ένα βίντεο με έναν ψηφιακό προσωπικό βοηθό σε ένα αθηναϊκό διαμέρισμα. Την τελευταία εβδομάδα της λειτουργίας του, και λόγω κάποιου τεχνικού προβλήματος, εμφανίζεται κάθε απόγευμα στις 5:30 με τη μορφή ενός avatar στις οθόνες του σπιτιού και μονολογεί.
Το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης, που ακούει στο όνομα VOICE σκοπίμως δεν μπορεί εύκολα να κατηγοριοποιηθεί ως αρσενικό ή θηλυκό ούτε στη μορφή ούτε στη φωνή του. Η μορφή βασίζεται στο πρόσωπο της ηθοποιού Σοφίας Κόκκαλη, η οποία του έχει δανείσει και την φωνή της. Με τη Σοφία δουλέψαμε πολύ συγκεκριμένα ώστε να αποφευχθεί αυτό το binary.
Μεταξύ άλλων το έργο αναφέρεται σε στερεότυπα φύλου, τάξης ή φυλής τα οποία ανακύπτουν στα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Όταν έκανα την έρευνα για το έργο αυτό, μέσα στο υλικό μου ήταν μια μελέτητης UNESCO με τον τίτλο “I’d blush if I could” που ήταν η απάντηση που έδωσε η γνωστή σε όλους μας Alexa στο σχόλιο κάποιου χρήστη που της είπε “Alexa, you are a bitch”.
Φαίνεται ότι τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης αποτελούν ουσιαστικά έναν καθρέφτη της κοινωνίας μας. Εκπαιδεύονται από ομάδες που απαρτίζονται κυρίως από λευκούς άντρες προγραμματιστές, οπότε μια πιο πλουραλιστική προσέγγιση και συμπεριληπτική ματιά λείπει. Ως εκ τούτου αναπαράγονται στερεότυπα και μοιάζει σαν το παρελθόν να ανακυκλώνεται.
Πριν δυο χρόνια μια CEO μεγάλης εταιρείας στον χώρο των υπολογιστών με ρώτησε αν θεωρώ ότι μπορούμε να απωλέσουμε τα στερεότυπα στα συστήματα αυτά. Της απάντησα κάτι, που ακόμη θεωρώ ακριβές, να γλιτώσουμε εντελώς από τα στερεότυπα δεν γίνεται, η καθεμιά/ ο καθένας κουβαλά κάποια ακόμη και ασυνείδητα. Εντάσσοντας πιο πολλές φωνές, κοινότητες, φύλα, τάξεις στη συζήτηση και στις διαδικασίες εκπαίδευσης των συστημάτων αυτών μπορούμε όμως να επιτύχουμε τη μείωση των στερεοτύπων. Η τέχνη, όπως και σε άλλες εποχές με άλλα ζητήματα, μπορεί να γίνει ένα όχημα, ένα μέσο ώστε να καταστούν αυτά τα θέματα πιο γνωστά στο ευρύτερο κοινό και να συζητηθούν.
Από πλευράς μου μέσα από την καλλιτεχνική διαδικασία διερευνώ πιθανότητες και σενάρια που με βοηθούν να καταλάβω, να αισθανθώ και να οραματιστώ δυνητικά μέλλοντα με τις μηχανές και άλλα μη ανθρώπινα όντα. Κάποτε με παρατηρώ ως cyborg, άλλοτε ως ανθρώπινο ον, πάντοτε όμως σε συνδιαλλαγή με τα γύρω μου.
Διαβάστε ακόμα, συνέντευξη The Callas: «Λατρεύουμε την αποτυχία!»