Bέρος Παριζιάνος, αγάπησε την πόλη του, ειδικά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε που τα ερείπια άρχισαν να δίνουν τη θέση τους σε μια χαρμόσυνη ελπίδα ζωής. Λάτρεψε ομοίως και την Προβηγκία. Αν μπορούσε να μοιράσει την καρδιά του στα δύο, τότε ο γάλλος φωτογράφος Willy Ronis να χάριζε τα κομμάτια σ’ αυτές.
Ο πατέρας του, Emmanuel Ronis, ήταν εβραίος πρόσφυγας από την Οδησσό και η μητέρα του, Ida Gluckmann, ήταν πρόσφυγας από τη Λιθουανία, και οι δύο δραπέτευσαν από τα πογκρόμ. Ο πατέρας του άνοιξε ένα στούντιο φωτογραφίας στη Μονμάρτρη και η μητέρα του έκανε μαθήματα πιάνου. Το πρώιμο ενδιαφέρον του αγοριού ήταν η μουσική και ήλπιζε να γίνει συνθέτης. Το πάθος του Ronis για τη μουσική έχει παρατηρηθεί στις φωτογραφίες του. Λες και μετέγγραφε τις νότες σε εικόνες.
Επιστρέφοντας από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία το 1932, οι σπουδές του στο βιολί διακόπηκαν επειδή ο καρκίνος του πατέρα του απαιτούσε από τον νεαρό Willy να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση πορτρέτων. Η δουλειά των φωτογράφων, Alfred Stieglitz και Ansel Adams ενέπνευσε τον Ronis να αρχίσει να εξερευνά τη φωτογραφία. Ο πατέρας του πέθανε το 1936, οπότε ο Willy πήρε τη μεγάλη απόφαση να πουλήσει την επιχείρηση και να ξεκινήσει ως ανεξάρτητος φωτογράφος. Η πρώτη του δουλειά δημοσιεύτηκε στο Regards.
Το 1937 γνώρισε τον David Seymour και τον Robert Capa και έκανε την πρώτη του δουλειά για την Plaisir de France. το 1938–39 κατέγραψε φωτογραφικά για απεργία στη Citroën και στη συνέχεια ταξίδεψε στα Βαλκάνια. Με τον Henri Cartier-Bresson, ο Ronis ανήκε στο Association des Écrivains et Artistes Révolutionnaires, και παρέμεινε άνθρωπος της αριστεράς.
Το 1946 ο Ronis εντάχθηκε στο φωτογραφικό πρακτορείο Rapho, με τους Brassaï, Robert Doisneau και Ergy Landau, και συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία της επαγγελματικής ένωσης Le Groupe des XV, και αργότερα εντάχθηκε στο Les 30 x 40, Club Photographique de Paris. Ο Ronis έγινε ο πρώτος Γάλλος φωτογράφος που εργάστηκε για το περιοδικό Life.
Μια ξεχωριστή πτυχή της φωτογραφικής του καριέρας ήταν τα γυμνά και οι φωτογραφήσεις μόδας (για την Vogue και το Le Jardin des modes) δείχνουν την εκτίμησή του για τη φυσική ομορφιά που δεν σπαταλιέται σε άγονες και αδιάφορες ωραιοποιήσεις. Για τον Ronis είναι ωραία γιατί είναι αφτιασίδωτη. Δεν έχει ανάγκη περιττούς καλλωπισμούς για να δείξει την πηγαία ωραιότητά της.
Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές γυμνές φωτογραφίες που έχει τραβήξει και συνιστούν το καλλιτεχνικό του credo είναι αυτή με μοντέλο τη γυναίκα του Marie-Anne Lansiaux, ζωγράφος και μαχητική κομμουνίστρια. Το θέμα της γνωστής, πλέον φωτογραφίας είναι Nu provençal (Προβηγκιανό γυμνό) και τραβήχτηκε το 1949.
Η φωτογραφία, που τραβήχτηκε σε ένα σπίτι που μόλις είχε αγοράσει η Marie-Anne και ο ίδιος στο Gordes, έδειχνε τη Marie-Anne να πλένεται σε μια λεκάνη με μια κανάτα νερού στο πάτωμα και ένα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο ο θεατής μπορεί να δει έναν κήπο. O Ronis θαυμάζεται για την ικανότητά του να μεταφέρει μια εύκολη αίσθηση της Προβηγκιανής ζωής. Η φωτογραφία ήταν μια «τεράστια επιτυχία». Ο Ρόνις θα σχολίαζε: «Το πεπρωμένο αυτής της εικόνας, που δημοσιεύεται συνεχώς σε όλο τον κόσμο, εξακολουθεί να με εκπλήσσει». Παρεμπιπτόντως, ο Ronis έζησε στην Προβηγκία από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1980.
Πολλά χρόνια μετά θα φωτογραφίσει ξανά τη γυναίκα του, αλλά αυτή τη φορά σε προχωρημένη ηλικία και χτυπημένη από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Είναι καθισμένη μόνη σε ένα πάρκο που περιβάλλεται από φθινοπωρινά δέντρα. Μια φωτογραφία-ποίημα.
Παρά τον σκληρό ανταγωνισμό με τον Robert Doisneau και άλλους φωτογράφους, η Oxford Companion to the Photograph χαρακτηρίζει τον Ronis ως τον «κατ’ εξοχήν φωτογράφο του Παρισιού».
Αρχισε να διδάσκει τη δεκαετία του 1950στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αβινιόν, στην Αιξ-αν-Προβάνς και στο Σαιν Τσαρλς της Μασσαλίας.Το 1953, ο Edward Steichen συμπεριέλαβε τους Ronis, Cartier-Bresson, Robert Doisneau, Izis και Brassaï σε μια έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης με τίτλο Five French Photographers.
Το 1955, ο Ronis συμπεριλήφθηκε στην έκθεση The Family of Man. Η Μπιενάλε της Βενετίας του απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο το 1957. Το 1979 τιμήθηκε με το Grand Prix des Arts et Lettres, ενώ κέρδισε το Prix Nadar το 1981 για το άλμπουμ φωτογραφιών του, Sur le fil du hasard.
Ο Ronis συνέχισε να ζει και να εργάζεται στο Παρίσι, αν και σταμάτησε τη φωτογραφία το 2001, αφού χρειαζόταν μπαστούνι για να περπατήσει και δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει με τη φωτογραφική του μηχανή. Εξέδωσε, παράλληλα, μια σειρά φωτογραφικών άλμπουμ στον φημισμένο οίκο Taschen.
Το 2005–2006 ο Δήμος του Παρισιού πραγματοποίησε, μια αναδρομική έκθεση του έργου του, που είχε περισσότερους από 500.000 επισκέπτες. Ο Ronis πέθανε σε ηλικία 99 ετών, στις 12 Σεπτεμβρίου 2009.Από το 2015, ένας δρόμος στο 20ο διαμέρισμα του Παρισιού πήρε το όνομά του και πλέον ονομάζεται «Belvédère Willy-Ronis».
Διαβάστε ακόμα: Lucien Clergue: ο σαμάνος της φωτογραφίας (ερωτικής και μη).