Ένα μεγαλειώδες Chateau d’Yquem του 2010 από τα Cellier θα σας κοστίσει 933 ευρώ.

Η τιμή κάποιων κρασιών αποτελεί θέμα συζήτησης σε πολλά πηγαδάκια. Ορισμένες μάλιστα φορές δεν συζητιούνται μυθικά τέρατα (με ανάλογες τιμές) όπως το Petrus ή το Romanee Conti αλλά κρασιά από τη Σαντορίνη, την Τήνο ή τη Νεμέα για παράδειγμα. Μα καλά τι βάζει αυτός μέσα και ζητάει 50 ευρώ για το κρασί του; Σε αυτό το ερώτημα που σας ταλανίζει θα προσπαθήσω να απαντήσω παρακάτω, όσο πιο σύντομα και περιεκτικά μπορώ, μιας και πρόκειται για μεγάλο θέμα.

O πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας είναι το μέρος από το οποίο προέρχονται τα σταφύλια. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να μιλάμε για σταφύλια που μεγαλώνουν σε ένα αμπελότοπι Grand Cru στη Βουργουνδία, του οποίου η τιμή ξεκινά από 2.75 εκατομμύρια ευρώ ανά εκτάριο (το 2017) και άλλο πράγμα να μιλάμε για ένα απλό αμπελοτόπι στη Χιλή, που κάνει κρασί κυρίως για bulk (ας το πούμε χύμα) με τιμή 1.67 δολάρια ανά λίτρο. Τα νούμερα δε συγκρίνονται.

Το Ασύρτικο της Σαντορίνης έχει περίπου τετραπλάσια τιμή από εκείνο της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Και σκεφτείτε και το άλλο, η Χιλή είναι μια χώρα που έχει σχεδόν άπειρες εκτάσεις που μπορεί κανείς να εκμεταλλευτεί (χωρίς την αυστηρή νομοθεσία του παλαιού κόσμου) ενώ η Βουργουνδία όχι, τα όρια είναι συγκεκριμένα (τόσο για premier όσο και για grand cru ή villages) για αυτόν ακριβώς το λόγο όποτε πωλείται κάποιο κομμάτι γης χτυπάει τρελές τιμές.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε μας, με το Ασύρτικο της Σαντορίνης να έχει περίπου τετραπλάσια τιμή από εκείνο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Και εδώ όμως έχουμε πάλι τον περιορισμό της γης και τη μοναδικότητα. Ο σαντορινιός αμπελώνας είναι περιορισμένος, η Σαντορίνη είναι μια, δεν έχει άλλη και αυτό το ιδιαίτερο μικροκλίμα και έδαφος συναντάται εκεί και όχι αλλού.

Και εδώ έρχεται ο δεύτερος παράγοντας που διαμορφώνει την τιμή, η σπανιότητα και η περιορισμένη παραγωγή, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση. Όταν έχεις μπροστά σου 5 μπουκάλια κρασί που τα θέλουν 5 εκατομμύρια άνθρωποι, η τιμή τους διαμορφώνεται ανάλογα, ενώ αν έχεις 5 μπουκάλια κρασί που τα θέλουν 5 άνθρωποι η εξίσωση αλλάζει.

Σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της τιμής είναι το prestige, η ιστορία, η διαχρονικότητα του κρασιού.

Ο τρίτος είναι το prestige, η ιστορία, η διαχρονικότητα και πιστέψτε με, μπορεί να μην είναι εντελώς χειροπιαστός (για μένα δηλαδή που δεν ασχολούμαι με το Marketing, αλλά υπάρχουν τρόποι και μέσα να μετρήσει ακριβώς κάποιος την αξία ενός brand) αλλά έχει μεγάλο μερίδιο στη διαμόρφωση της τιμής. Τρανό παράδειγμα αποτελούν τα First Growth του Bordeaux όπως το Margaux και τα μεγάλα σπίτια της Καμπανίας.

Έναντι 558.000 δολαρίων πουλήθηκε ένα μπουκάλι Romanée-Conti από το 1945 σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s στη Νέα Υόρκη.

Πέραν από αυτά που ίσως είναι προφανή για κάποιους, υπάρχουν και άλλοι  παράγοντες που διαμορφώνουν την τιμή και ένας από αυτούς είναι τα έξοδα που έχει να καλύψει το οινοποιείο και ο οινοποιός όπως ΔΕΗ, νερό, εργατικά χέρια, βαρέλια, δεξαμενές, εξοπλισμός, μπουκάλια, ετικέτες, διαφήμιση, φελλοί κτλ. Αυτά τα έξοδα είναι πάρα πολύ σημαντικά και δεν πρέπει να υποτιμούνται.

Ένα καινούργιο γαλλικό βαρέλι έχει περίπου 1.000 ευρώ ανάλογα με την ποιότητα και την προέλευση, μια φιάλη Bουργουνδίας, με χοντρό γυαλί μπορεί να έχει μέχρι και 2 ευρώ, το πώμα είτε είναι φυσικός φελλός είτε diam είτε vinolok έχει ανάλογο κόστος που μπορεί να φτάσει μέχρι και το 1 ευρώ, η ετικέτα παρομοίως, ιδίως αν έχει προσληφθεί γραφίστας για να τη σχεδιάσει. Αν τα προσθέσετε όλα αυτά καταλαβαίνετε πως εύκολα φτάνουμε τα 4 ευρώ ανά φιάλη χωρίς καν να έχουμε υπολογίσει τα υπόλοιπα.

Το κρασί είναι μια επιχείρηση και το πως κανείς διαχειρίζεται την επιχείρησή του για να είναι βιώσιμη είναι δικό του θέμα.

Φυσικά αυτό αφορά premium καταστάσεις καθώς υπάρχουν και φιάλες των 70 λεπτών και πώματα των 10 λεπτών. Λόγω των ημερών που διανύουμε το κόστος των καυσίμων και της ενέργειας έχει ανέβει δραματικά επηρεάζοντας όλα αυτά τα κόστη για το οινοποιείο, γι’ αυτό και βλέπουμε αυξήσεις και στο κρασί όπως και σε άλλα προϊόντα. Επίσης πολύ σημαντική είναι και η παλαίωση του κρασιού στη διαμόρφωση της τιμής του.

Όταν ο παραγωγός παλαιώνει ένα κρασί σε δεξαμενή ή βαρέλι για 12 μήνες τότε σημαίνει πως δεσμεύει χώρο και εξοπλισμό στο οινοποιείο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κάτι άλλο και φυσικά δεν έχει έσοδα από αυτό το κρασί για αυτούς τους μήνες. Θα πρέπει αυτή η επένδυση του κάπως να αποδώσει, δε νομίζετε;

Και φτάνουμε στο καυτό θέμα της υπόθεσης: πως γίνεται όμως κάποιο κρασί να φτάνει τελικά να κοστίζει 50, 100 ή 1000 ευρώ; Ναι, η αλήθεια είναι πως τα κόστη δεν είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που καθορίζει αυτή την συγκεκριμένη τιμή αλλά η σπανιότητα, το prestige, το κέρδος του οινοποιού, η κατάσταση της αγοράς, το marketing και φυσικά η ζήτηση όπως αναφέρθηκε και παραπάνω.

Επειδή τα πρώτα τα ανέλυσα πριν έρχομαι στο θέμα κέρδος. Ζούμε σε μια ελεύθερη αγορά και ο καθένας μπορεί να κοστολογεί τον κόπο και το προϊόν του όπως και όσο θεωρεί, ιδανικά εντός λογικών πλαισίων για να έχει νόημα (και για αυτόν και για τον καταναλωτή). Αν δεν συμφωνούμε με αυτό που λαμβάνουμε για τα χρήματα που δίνουμε και δεν μιλάω μόνο για την ποιότητα αλλά για την συνολική εμπειρία που ένα κρασί προσφέρει, απλά δεν το αγοράζουμε ξανά. Από την άλλη όσο και να λυσσάμε για κάποιες τιμές, η απάντηση είναι πολύ απλή: αφού τα πουλάει όλα και δεν μένει φελλός καλά κάνει και τα ζητάει.

Εκτός από όλα τα υπόλοιπα το κρασί είναι μια επιχείρηση και το πως κανείς διαχειρίζεται την επιχείρησή του για να είναι βιώσιμη είναι δικό του θέμα (Τώρα αν δεν τα πουλάει είναι και πάλι δικό του θέμα). Αξίζουν όλα τα κρασιά αυτά τα μεγάλα ποσά; Χμμ, το θέμα είναι καθαρά υποκειμενικό. Για μένα σίγουρα όχι. Αρκετά κρασιά είναι υπερτιμημένα για αυτό που προσφέρουν αλλά αντί να κουνάω δάχτυλο με ύφος και να βγάζω επικριτικά λογύδρια για τη δουλειά κάποιου άλλου (που είναι πολύ σοβαρό αυτό) απλά δεν τα αγοράζω.

Mπορεί η Cuvée του Χατζηδάκη να έχει υψηλή τιμή, αλλά η δοκιμή του είναι μια εμπειρία που θα σε ακολουθεί πάντα.

Από την άλλη δεν έχω ακούσει κανέναν να παραπονιέται για τις αστρονομικές τιμές μιας τσάντας Louis Vuitton (που δεν είναι καν δερμάτινη, η μεταξωτή ή ότι άλλο ακριβό). Και εδώ πρέπει να σημειωθεί το εξής άλλο σημαντικό. Η Louis Vuitton έχει κατακτήσει μέσα από άπειρες δεκαετίες και τεράστια ιστορία το «δικαίωμα» να χρεώνει αυτά που χρεώνει. Έχει αποδείξει ποια είναι και τι προσφέρει. Όποιος θέλει και μπορεί αγοράζει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο κρασί. Από την άλλη μεριά, η λογική του ξύπνησα μια μέρα και αποφάσισα να κάνω ένα κρασί που θα το πουλάω 1000 ευρώ έτσι για τη φάση, έτσι για το σούσουρο, έτσι γιατί μπορώ, είναι μια τελείως άλλη ιστορία όπως καταλαβαίνετε…

Η κατάσταση της αγοράς αφορά λίγο τη λογική του που κινούνται οι τιμές και οι μισθοί, πόσος χώρος υπάρχει για αυτό το κρασί, τι χρεώνει ο ανταγωνισμός, αν είναι κάτι νέο και ιδιαίτερο που αξιώνει μεγαλύτερη τιμή. Κυρίως αυτό αφορά την τιμή ενός νέου κρασιού που κυκλοφορεί. Το marketing από την άλλη έχει να κάνει με το εύρος των τιμών που θέλει ο παραγωγός να βρίσκεται το κρασί του και με ποια κρασιά ανταγωνίζεται ή από ποια ξεχωρίζει.

Συγκεκριμένα, αν ένα κρασί έχει πάνω από 20 ευρώ θεωρείται premium, άρα τη στιγμή που κοστολογεί ο παραγωγός το κρασί του θα πρέπει να αποφασίσει σε ποια γκάμα θα σταθεί ή αν επιθυμεί να δημιουργήσει μια νέα premium σειρά που θα αναβαθμίσει την γενικότερη εικόνα του στην αγορά. Μπορεί να ακούγεται απλό αλλά δεν είναι καθόλου και θα πρέπει να υπολογιστούν πολλές μεταβλητές.

Μελέτες έχουν δείξει πως καταναλωτές που δεν έχουν πολλές γνώσεις στο κρασί ή που δεν είναι εξοικειωμένοι με ποικιλίες και περιοχές τείνουν να αγοράζουν το ακριβότερο κρασί.

Την ίδια στιγμή, μελέτες έχουν δείξει πως καταναλωτές που δεν έχουν πολλές γνώσεις στο κρασί ή που δεν είναι εξοικειωμένοι με ποικιλίες και περιοχές τείνουν να αγοράζουν το ακριβότερο κρασί καθώς η υψηλή τιμή αποτελεί για αυτούς εγγύηση ποιότητας. Μια άλλη παράμετρος που διαμορφώνει τιμές είναι τα βραβεία ή οι κριτικές που έχει λάβει ένα κρασί. Ας μην ξεχνάμε τα 100άρια του Parker που έχτισαν αυτοκρατορίες αλλά και τις βαθμολογίες διάσημων κριτικών για τις χρονιές του Bordeaux ή της Βουργουνδίας που καθορίζουν εν μέρη πόσο παραπάνω θα στοιχίσει το κρασί μιας συγκεκριμένης χρονιάς στο ράφι και ποια είναι η επενδυτική του αξία.

Κλείνοντας και επειδή πιθανόν να σας κούρασα με όλα αυτά τα μερκετινίστικα και τα λογιστικά θέλω να τονίσω το συναισθηματικό υπόβαθρο κάποιων κρασιών. Ένα κρασί από τη χρονιά που γεννήθηκα, δωρισμένο από κάποιον αγαπημένο φίλο, δεν κοστολογείται. Είναι ανεκτίμητο. Το κρασί ενός παραγωγού που έχει φύγει από τη ζωή δε μπορεί να τιμολογηθεί με ακρίβεια, γιατί πλέον είναι δυσεύρετο, συλλεκτικό.

Αν ήξερα, όταν έπινα τις Cuvée του Χατζηδάκη σα νερό, τι θα γινόταν λίγα χρόνια μετά θα τις φύλαγα σαν κόρες οφθαλμού. Το πρώτο κρασί που δοκίμασα ποτέ, αυτό που με έκανε να αλλάξω τη ζωή μου ολόκληρη δεν έχει τιμή, ήταν μια εμπειρία που δε μπορεί να τιμολογηθεί. Το ρεζουμέ; Απολαύστε ότι μπορείτε, ότι σας κάνει κλικ, ότι σας κάνει λίγο περισσότερο ευτυχισμένους και αφήστε στην άκρη τα υπόλοιπα.

 

Διαβάστε ακόμα: Με τι θα συνοδέψουμε το κρασί μας σε μπαλκόνια, κήπους και αυλές;

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top