Η Wine Vixen του Andro ανακάλυψε μαγαζιά (νέα και παλιά) διαμάντια στα οποία θέλει να πηγαίνει κάθε φορά που πατάει το πόδι της στην Ελλάδα.

Πριν έρθω στην Ελλάδα για το Οινόραμα μια από τις συζητήσεις που έγιναν ήταν που θα πάμε για φαγητό. Έπεσαν πολύ πρωτοκλασάτα ονόματα στο τραπέζι, όμως εγώ μισελενάτα και fine dining εστιατόρια έχω σε κάθε γωνία στο Λονδίνο, οπότε άσκησα veto και ζήτησα χαλαρά μαγαζιά, με hearty φαγητό και cool διάθεση.

Δεν είχα καμία όρεξη να συζητάω αν ταίριαξε ο αφρός κουφοξυλιάς στο πιάτο, αν τα λέπια στο μπαρμπούνι πέτυχαν, αν η οξύτητα του κρασιού είναι φυσική ή «τεχνητή» ή αν δικαιολογεί την τιμή του. Το να δουλεύω σε 3 δουλειές (που υπεραγαπώ) και παράλληλα να διαβάζω χωρίς αναπνοή για το MW, ενώ ζω μακρυά από τους δικούς μου ανθρώπους και τη λιακάδα της Ελλάδας έχει δημιουργήσει μια σχετικά πιεστική καθημερινότητα. Για το λόγο αυτό όποτε επιστρέφω στην Ελλάδα αποζητώ χαλαρότητα, ζεστασιά, χαρά και αληθινές τηγανητές πατάτες.

Στάθηκα πολύ τυχερή και ανακάλυψα μαγαζιά (νέα και παλιά) διαμάντια που θέλω να επιστρέφω κάθε φορά που η Aegean με προσγειώνει στο Ελ Βενιζέλος. Παράλληλα διαπίστωσα πως ακριβώς την ίδια διάθεση με μένα έχει πολύ κόσμος στην Αθήνα αυτή τη στιγμή, γι’ αυτό και στα εν λόγω μαγαζιά δεν έπεφτε καρφίτσα.

όστιμα, απλά και καλοφτιαγμένα μεζεδάκια που πλαισιώνουν το κρασί, την παρέα και την κουβέντα.

Επτά Μάρτυρες, Μεναίχμου 3Β, Νέος Κόσμος

Την Κυριακή που ήμουν στο Οινόραμα, στο διάλειμμα και όσο απολάμβανα τη Louis Roederer μου σε ένα παγκάκι στη λιακάδα, με έπιασε μια απίστευτη τάση φυγής και μια ανάγκη να αφήσω τη γευσιγνωσία και να πάω να λιώσω κάτω από τον ήλιο πίνοντας τσίπουρα, χωρίς να σκέφτομαι οξύτητες, ζύμες, ποιότητες κτλ. Με αυτή τη σκέψη κάπως έφτασα στο Νέο Κόσμο, στους Επτά Μάρτυρες.

Απ’έξω δείχνει λίγο σαν παλιό μπακάλικο ή σαν μαγαζί με ήδη κιγκαλερίας. Μέσα, το ύφος του μαγαζιού που είναι πολύ χαλαρό, οικείο, urban αλλά και με μια δόση ανεπιτήδευτης πολυτέλειας. Φοβερά τα κηροπήγια μπουκάλια, θα τα αντιγράψω. Αράζουμε στη μαρμάρινη μπάρα και στα άνετα βελούδινα σκαμπό και παραγγέλνουμε μια φοβερή μπουρμπουλήθρα δια χειρός Milia Riza. Που είναι τα τσίπουρα θα μου πείτε τώρα; Λοιπόν, τσίπουρα δεν ήπιαμε αλλά φάγαμε μεζεδάκια σε στυλ βολιώτικο τσιπουράδικο.

Επίσης πολύ ωραία λίστα ποτών, με ελληνικό και ξένο αμπελώνα που δίνει έμφαση στα φυσικά κρασιά και τις πιο ψαγμένες ετικέτες.

Τι εννοεί ο ποιητής; Μέσα στο μενού, γράφει μεζεδάκι του σεφ. Ρωτάμε και μας εξηγεί η κοπέλα πίσω από το μπαρ, πως παραγγέλνουμε όσα θέλουμε και παίζουν πιάτα με λαχανικά, θαλασσινά και όστρακα. Γίναμε λέω. Νόστιμα, απλά και καλοφτιαγμένα μεζεδάκια που πλαισιώνουν το κρασί, την παρέα και την κουβέντα και σου επιτρέπουν να τραγουδάς Μοσχολιού με πάθος. Φάγαμε επίσης μια επική μανούρα Σίφνου (που σχετίζεται άμεσα με τους ιδιοκτήτες του μαγαζιού) και μια τσαχπίνικη aglio e olio, με έξυπνη προσθήκη το ξύσμα lime.

Επίσης πολύ ωραία λίστα κρασιού, με ελληνικό και ξένο αμπελώνα που δίνει έμφαση στα φυσικά κρασιά και τις πιο ψαγμένες ετικέτες. Αυτό που παρατήρησα είναι πως είχε μέσα πολύ ετερόκλιτο κοινό, κοστουμάτους κυρίους με τους χαρτοφύλακες τους, περιποιημένες κοριτσοπαρέες, μεγάλες κυρίες που απολαμβάναν το spritz τους, οινόφιλους, νέους με hippy διάθεση και μια wine vixen να χορεύει Καζαντζίδη. Και όλοι αυτοί κάπως είχαν γίνει μια παρέα. Ανυπομονώ να επιστρέψω ή αν δεν πάρω το MW να το κάνω franchise στο Kensington.

Η μόνη λέξη που μπορεί να περιγράψει το μαγαζί και τους ιδιοκτήτες είναι «μερακλήδες» από τα ποτήρια μέχρι το φαγητό και την προσοχή σε αυτές τις μικρές λεπτομέρειες.

Μαύρος Γάτος, Πολέμωνος 4, Αθήνα

Το όνομα του συγκεκριμένου μαγαζιού το είχα ακούσει πολλές φορές. Μου το είχαν προτείνει πολλοί φίλοι αλλά δεν είχε τύχει να πάω. Κακώς, πάρα πολύ κακώς. Μια Παρασκευή βράδυ και αφού είχαμε πρώτα ενημερώσει, φτάνουμε στο Μαύρο Γάτο στο Παγκράτι (έχει πάρκινγκ δίπλα μη σκάτε) με τα κρασιά μας. Το πρώτο πράγμα που αντικρίζουμε είναι η βιτρίνα με τα κρεατικά. Ώπα λέω, τι γίνεται εδώ; Βγάζω το ανοιχτήρι μου και όσο ανοίγω τα κρασιά, κάποιος από την παρέα λέει τι ποτήρια να έχουν τώρα εδώ. Κάθεστε; Τα ποτήρια που είχαν ήταν Riedel (!). Και όσο τα αφήνει στο τραπέζι ο σερβιτόρος, εγώ κοιτάω με side eye τον φίλο μου (πάρ’τα γατάκι ύφος).

Παραγγέλνουμε όλο το μενού, χωρίς υπερβολή και φυσικά πατάτες τηγανητές. Παρελαύνουν από το τραπέζι μας λιλιπούτεια σουτζουκάκια ψητά σερβιρισμένα με μπούκοβο και κρεμμυδάκι on the side (για μερακλήδες), συκώτι αφρός, χοιρινό σουβλάκι, παΐδάκια γάλακτος (οι άλλοι μουγγάνιζαν από ευτυχία, εγώ δε δοκίμασα) και μια φοβερή σιτεμένη μοσχαρίσια με βαθιά κρεάτινη γεύση. Μας κέρασαν και γλυκάκι στο τέλος.

Η μόνη λέξη που μπορεί να περιγράψει το μαγαζί και τους ιδιοκτήτες είναι «μερακλήδες» από τα ποτήρια μέχρι το φαγητό και την προσοχή σε αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, που αν ξέρεις λίγο μπαλίτσα, σε κάνουν να γουστάρεις φουλ. Εγώ και ξέρω και γούσταρα φουλ.

Το Υπερωκεάνιο αποτελεί για μένα μια άλλη θρησκεία, αυτή της τσιπουροκατάνυξης.

Υπερωκεάνιο, Μ. Χατζηκυριακού 48, Πειραιάς

Με το που αρχίζει και φαίνεται η θάλασσα και αχνοφαίνεται το λιμάνι του Πειραιά κάτι με πιάνει. Η λατρεία μου με τον Πειραιά έχει πολύ μεγάλη ιστορία αλλά ξεκινά από τους λουκουμάδες με καϊμάκι στη Στάνη που με πήγαινε ο μπαμπάς μου όταν ήμουν μικρή, όποτε επέστρεφε από ταξίδι και την ατάκα «ο Πειραιάς είναι θρησκεία» που συνηθίζει να λέει όποτε πηγαίνουμε.

Το Υπερωκεάνιο αποτελεί για μένα μια άλλη θρησκεία, αυτή της τσιπουροκατάνυξης. Έχω κάνει γενέθλια, έχω γιορτάσει χωρισμούς (ναι, εγώ τους γιορτάζω δεν τους πενθώ), έχω κάνει reunion με φίλους στη μετά Λονδίνου εποχή, έχω περάσει μυθικά κυριακάτικα μεσημέρια που έγιναν βράδια αλλά κυρίως έχω φάει καλά και έχω περάσει αξέχαστα.

Τα πιο αγαπημένα μου πιάτα είναι το μαρινάτο λαυράκι με χόρτα, το ψιλό τηγανητό γαριδάκι, τα ντολμαδάκια-κέντημα, το καλαμάρι με σάλτσα πιπεριάς φλωρίνης και η φάβα, με μπόλικο λαδάκι όπως πρέπει. Προτιμώ να κάθομαι στα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο όταν έχει λιακάδα και να πίνω το τσιπουράκι μου, χαϊδολογώντας τους τετράποδους θαμώνες του μαγαζιού. Σας το έχω ξαναπεί, οι γάτες είναι η απόδειξη της καλής ψαροταβέρνας. Εμφιαλωμένα κρασιά, κολονάτα ποτήρια και συναγρίδες δεν παίζουν αλλά αυτό που θα βρείτε σίγουρα είναι η πολυτέλεια της απλότητας.

Φάγαμε όλο το μενού, εκτός από τους γίγαντες και τη μοσχαροκεφαλή (συγγνώμη Άρη) και χωρίς υπερβολή δεν υπήρχε ούτε ένα μέτριο πιάτο.

Bonus track: Συν + Τροφή, Δόξης 9, Θεσσαλονίκη

Την τελευταία μέρα του Διαγωνισμού της Θεσσαλονίκης επισκεφτήκαμε το new age γαστρομεζετζίδικο Συν + Τροφή και αυτή ήταν μάλλον η καλύτερη επιλογή που κάναμε όλοι μαζί (πάνω από 10 άτομα παρέα) εκείνη τη βδομάδα. Ντάξει, η δεύτερη καλύτερη επιλογή. Η πρώτη ήταν που βγάλαμε το Monsignori καλύτερο κρασί του Διαγωνισμού.

Φάγαμε όλο το μενού, εκτός από τους γίγαντες και τη μοσχαροκεφαλή (συγγνώμη Άρη) και χωρίς υπερβολή δεν υπήρχε ούτε ένα μέτριο πιάτο. Από τις ζεστές σαλάτες με τα ψητά χορταρικά και λαχανικά και τα ευφάνταστα συνοδευτικά και dressing τους, μέχρι τις πατάτες με τη ρέγγα (να ρέει το τσίπουρο λέμε) και την οσπριάδα με το καλαμάρι, όλα είχαν αληθινή νοστιμιά και μπορούσες να καταλάβεις δυο πράγματα.

Πρώτον, κάθε υλικό του πιάτου φαινόταν και μπορούσε κανείς να το γευτεί και να το διακρίνει (φτάνει με τα νιανιά που έχουν 273746454546 υλικά μέσα και καταλήγουν να έχουν όλα την ίδια γεύση) και δεύτερον αυτός που μαγειρεύει στην κουζίνα μαγειρεύει με την καρδιά του. Μην περιμένετε λούσα αλλά χαλαρή διάθεση, ωραία λίστα με κρασιά (με έμφαση στα φυσικά και «χύμα» από γνωστούς οινοποιούς) και ακόμα καλύτερη επιλογή σε ούζα και τσίπουρα. Θέλω να επιστρέψω με την ίδια αχτύπητη παρέα για ένα ακόμα πιάτο λαχανοντολμάδες του ονείρου και μια τσικουδιά της Μαλίχιν.

 

Διαβάστε ακόμα: Στο Οινόραμα ανακαλύψαμε τα διαμαντάκια που θα πίνουμε όλη τη χρονιά

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top