AΑκούσματα: Η μουσική του βιβλιοθήκη απαρτίζεται αποκλειστικά από ανεξάρτητους καλλιτέχνες και underground γκρουπάκια που δεν τα ξέρει ούτε η μάνα τους. Τα διαγράφει μόλις γίνουν κάπως γνωστά, λέγοντας με μπλαζέ ύφος: «Εγώ τους ήξερα πολύ πριν τους μάθουν» ή «Μόνο το πρώτο τους άλμπουμ κάτι έλεγε, το καινούργιο είναι για τα μπάζα».
BΒίντατζ: Έτσι αποκαλεί το στυλάκι των ’80s και τα καρό πουκάμισα του ξυλοκόπου.
ΓΓενεαλογία: Πρωτοεμφανίστηκε στις ΗΠΑ στα ’90s, θύμιζε ψευτο-geek, κομπάρσο στα «Φιλαράκια», έμενε σε loft με νεο-ρετρό διακόσμηση κι άκουγε indie rock. Μετά σκάει μούρη σε Βερολίνο και Παρίσι. Προσέχει πολύ το ντύσιμό του, δουλεύει στα μίντια, έχει μανία με το vintage και τα κοκτέιλ με τσάι Ν. Αμερικής. Αποτέλεσμα: Δεν υπάρχει άνθρωπος στις πόλεις αυτές που να μην τον έχει σιχαθεί. Στην Αθήνα κυκλοφορεί μέσα στη γενική αδιαφορία και στα Άνω Πετράλωνα πίνει κοκτέιλ με μαρμελάδα.
ΔΔιατροφή: Αβγά μπένεντικτ, pad thai και ντάκος.
ΕΕστίαση: Με τους δήθεν φίλους του συνηθίζει να σωριάζεται στη νεπαλέζικη μπάρα κάποιου άσχετου εστιατορίου με bio πιάτα και να πίνει ποτά σε βαζάκια.
ΖΖητούμενο: Ο χίπστερ θεωρεί ότι είναι ένας κουλ geek, πράγμα το οποίο αποτελεί πλεονασμό και προσβολή προς το αυθεντικό αυτό στερεότυπο. Επίσης, πιστεύει ότι είναι μεγαλοφυία.
ΗΉθος: Ψευτο-αντιστασιακός, για τον οποίο η συνεργασία με τον εχθρό δεν έχει καμία σημασία, από τη στιγμή που δεν έχει τίποτα εναντίον του ιδεώδους του εμπορίου.
ΘΘυμός: Δυο τσατισμένοι χίπστερ βρίζουν ο ένας τον άλλο «χίπστερ».
Στην επόμενη σελίδα: Τι γυαλί φοράει, με τι κυκλοφορεί, πώς ντύνεται, τι ανεβάζει στο blog του.