«Αγαπήσαμε τον Πατέρα και μέσα από τις ιστορίες της Μάννας μας γι’ αυτόν, όπως η Πηνελόπη νοηματοδότησε στον Τηλέμαχο την απουσία του Οδυσσέα» (Photo by The Print Collector/Print Collector/Getty Images).

«Ο πατέρας που δεν διδάσκει στον γιo του τα καθήκοντά του είναι εξίσου ένοχος με τον γιο που τα παραμελεί», Κομφούκιος

 

«Δεν μπορώ να σκεφθώ μια ισχυρότερη ανάγκη στην παιδική ηλικία από την ανάγκη της πατρικής προστασίας», Σίγκμουντ Φρόιντ

Πολλά θέλω να πω, λίγα θα καταφέρω. Από μια άποψη δεν πειράζει. Για το θάνατο τα λέει όλα η νεκρώσιμη ακολουθία – ένα ποιητικό αριστούργημα. «Ας βγούμε και να δούμε στους τάφους ότι ο άνθρωπος είναι γυμνά οστά, τροφή για τα σκουλήκια και δυσοσμία και να σκεφτούμε ποια αξία έχει ο πλούτος, η ομορφιά, η δύναμη και η ευπρέπεια».

Για το θάνατο μιλά υπέροχα η νεκρώσιμη ακολουθία, για το νεκρό όμως μόνο αυτοί που τον γνώρισαν μπορούν να μιλήσουν. Την αποτίμηση της μίας, μοναδικής, και απολύτως συγκεκριμένης ζωής που αυτός έζησε την κάνουν άλλοι. «Μπουσουλώντας προς τον θάνατο», όπως περιγράφει το ανθρώπινο δράμα ο Σαίξπηρ στον «Βασιλιά Ληρ», δεν θα μάθουμε ποτέ πόσοι μας έκλαψαν στην κηδεία μας, τι είπαν, πως μας θυμούνται.

Μία λέξη περιγράφει τον Πατέρα: υπέροχος – σε όλα του. Από το πώς περιποιόταν το μουστάκι του, μέχρι την γενναιοδωρία του και την ακεραιότητά του, τον δυναμισμό και τη ευγένειά του. Η μικροπρέπεια τού ήταν ξένη, ο ατομισμός ήταν μια άγνωστη στάση ζωής γι’ αυτόν, ο καιροσκοπισμός απαράδεκτος, η τσιγκουνιά ξένη λέξη.

«Ο Πατέρας είχε ηθικό πυρήνα, που τον συνιστούσαν η ευγνωμοσύνη, η ειλικρίνεια, η ακεραιότητα, η γενναιοδωρία, η φιλαλληλία».

Ανήκε σε μια γενιά που βίωσε φτώχεια, συμφορές, διώξεις. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος τη σημάδεψαν. Η μεταπολεμική ανοικοδόμηση – η επιθυμία για ζωή και δημιουργία – ήταν η περίοδος της νεότητάς της. Στα ερείπια του πολέμου έπρεπε να χτίσει μια νέα ζωή. Με ορμή και αισιοδοξία.

Ο Πατέρας είχε ηθικό πυρήνα, που τον συνιστούσαν η ευγνωμοσύνη, η ειλικρίνεια, η ακεραιότητα, η γενναιοδωρία, η φιλαλληλία. Το αφεντικό του στο εμπορικό κατάστημα όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, τον κ. Βασίλη Κουτσοθόδωρο, δεν το ξέχασε ποτέ. Ήταν μέντορας και πρότυπο. Τον τιμούσε όσο ζούσε. Τον μνημόνευε όταν έφυγε. Μας έλεγε ότι μεγάλο ελάττωμα είναι η αχαριστία. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε τι χρωστάμε σε όσους μας συμπαραστάθηκαν». Στο πνεύμα αυτό, θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη όλης της οικογένειάς μας στο Νοσοκομείο Καρπενησίου, στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό, για τη ζεστή φροντίδα που του έδιναν κάθε φορά που χρειαζόταν να νοσηλευθεί.

Ο ατομισμός ως στάση ζωής τού ήταν αδιανόητος. Στους φίλους και γνωστούς ήταν συμπαραστάτης στις στιγμές της ανάγκης, τους συγγενείς τους στήριζε όπως και όσο μπορούσε. Και τούτο δεν το έκανε επιδεικτικά, αντιθέτως το αποσιωπούσε. Τον συγκινούσε ο ανθρώπινος πόνος, οι αντιξοότητες και τα απρόοπτα της ζωής. Ίσως επειδή γνώρισε από πρώτο χέρι τις στερήσεις, τον πόλεμο, την οδύνη. Η γενναιόδωρη φιλαλληλία ήταν αυτονόητος τρόπος ζωής γι’ αυτόν. «Όπου μπορείτε να βοηθάτε», μας συμβούλευε. «Δεν ζούμε μόνοι μας». Το ήθος του εξέφραζε κάτι από το συλλογικό ήθος της εποχής και της πόλης όπου έζησε τη ζωή του (Καρπενήσι).

Υπέφερε από αποφρακτική πνευμονοπάθεια επί είκοσι πέντε χρόνια. Με την πάροδο του χρόνου η κατάστασή του χειροτέρευε. Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν κλεισμένος στο σπίτι. Κάθε βήμα του ήταν πολύ κοπιαστικό. Η αναπνοή του γινόταν όλο και περισσότερο μηχανικά υποβοηθούμενη. Μιλούσε όλο και λιγότερο. Σιγά σιγά αποσυρόταν από τη ζωή. Είχε κουραστεί αλλά ποτέ δεν βαρυγκωμούσε. Του τηλεφωνούσα κάθε μέρα και τον έβλεπα τουλάχιστον κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Ποτέ δεν μου είπε ότι δεν είναι καλά. Καμιά φορά γινόταν αυτοσαρκαστικός. «Τι κάνεις πατέρα;», τον ρωτούσα. «Θρέφω νιάτα», μου απαντούσε.

«Όπως πολλοί άνδρες της γενιάς του ήταν αυστηρός στη συμπεριφορά, φειδωλός στα λόγια, όχι εκδηλωτικός στα συναισθήματα.».

Στάθηκε τυχερός στο γάμο του. Είχε σχέση αγάπης και εκτίμησης για τη Μάννα, κι αυτό καθόρισε το κλίμα στην οικογένεια. Αναδείκνυε με κάθε ευκαιρία το ρόλο της. Όταν τον συνέχαιραν για τη σταδιοδρομία των παιδιών του πάντα έλεγε: «Εγώ δεν έκανα τίποτε. Όλα τα χρωστούν στη μάννα τους». Η ακούραστη, γεμάτη τρυφερότητα και αγόγγυστη φροντίδα της Μάννας για ατέλειωτα εικοσιτετράωρα, τα τελευταία πολλά χρόνια, ήταν αυτή που του χάρισε χρόνια ζωής. Καταλάβαινε ότι η επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του απαιτούσε όλο και μεγαλύτερη φροντίδα. Ανησυχούσε ότι γινόταν βάρος. «Σε κουράζω», της έλεγε, και την ευχαριστούσε διαρκώς. Μπορεί να την κούραζε, βάρος όμως δεν της έγινε ποτέ. Η Μάννα χαιρόταν που ήταν σε θέση να του προσφέρει, παρά τα δικά της σοβαρά προβλήματα υγείας. Στον έγγαμο βίο τους, οι όρκοι του γάμου δικαιώθηκαν: «στα καλά και τα άσχημα, στα πλούτη και τη φτώχεια, στην αρρώστια και την υγεία, στην αγάπη και τη στοργή, από τώρα και στο εξής, μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος».

Ο Κωνσταντίνος Χ. Τσούκας, πατέρας του Χαρίδημου Τσούκα.

Όπως πολλοί άνδρες της γενιάς του ήταν αυστηρός στη συμπεριφορά, φειδωλός στα λόγια, όχι εκδηλωτικός στα συναισθήματα. Αυτά ποτέ δεν μας εμπόδισαν να αισθανόμαστε την αγάπη του για μας. Έτσι κι αλλιώς δεν χρειαζόμασταν να τον ακούσουμε να μας λέει «σ’ αγαπώ». Την αγάπη τη νοιώθαμε.

Δεν του άρεσε να μιλά για τον εαυτό του. Η εικόνα του Πατέρα σε μας φιλοτεχνήθηκε από τη Μάννα – δεν τον αγαπούσε μόνο· τον θαύμαζε. Για τις αρετές του μας μιλούσε σε όλη μας τη ζωή. Ο τρόπος που ο Πατέρας αντιμετώπισε τις ταλαιπωρίες που υπέστη στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, αλλά και στα μετεμφυλιακά χρόνια, ο αγώνας του να στεριώσει επαγγελματικά, και η φιλαλληλία του έγιναν η πρώτη ύλη για οικογενειακές ιστορίες. Στο ρόλο του Πατέρα προσέδωσε συμβολικό νόημα ο λόγος της Μάννας. Αγαπήσαμε τον Πατέρα και μέσα από τις ιστορίες της Μάννας μας γι’ αυτόν, όπως η Πηνελόπη νοηματοδότησε στον Τηλέμαχο την απουσία του Οδυσσέα.

Ο λόγος του Πατέρα είχε βαρύτητα, η παρουσία του ήταν στιβαρή. Δεν έλεγε ελαφριές κουβέντες. Ενέπνεε ασφάλεια στην οικογένεια. Ξέραμε ότι αν μας συνέβαινε κάτι, θα ήταν εκεί για μας. Άπλωνε ένα δίχτυ ασφαλείας που μας ενέπνεε σιγουριά. Σε κάθε καινούρια στροφή της ζωής μας γνωρίζαμε ότι μπορούσαμε να στηριζόμαστε πάνω σου. Ήξερε να λύνει προβλήματα. Εκεί που δυσκολευόταν ήταν με τα ανθρώπινα πάθη που παραβίαζαν τον ηθικό του κώδικα – τον εγωισμό, την αχαριστία, την ιδιοτέλεια. Η άμυνά του ήταν η απώθηση. Δεν ήθελε να τα συζητά καν. Είχε και τις προκαταλήψεις του, για τις οποίες τον πείραζα και, καμιά φορά, τον μάλωνα. Η θολούρα του ρευστού, σύγχρονου κόσμου τού ήταν ακατανόητη και δύσληπτη.

Ήταν πολύ οδυνηρό για μας να βλέπουμε αυτόν που στα μάτια μας ήταν η ενσάρκωση της δύναμης να χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις του. Ακόμη και τότε, όμως, η ευγένειά σου ήταν τόση που μας προετοίμαζε σιγά σιγά για την επερχόμενη απώλεια. «Έχω κλείσει τον κύκλο μου», μας έλεγε. «Δεν θέλω να κλάψετε. Ο Θεός μού τα ‘δωσε όλα. Φεύγω ευτυχισμένος. Θέλω να είστε αγαπημένοι και να ανταμώνετε πάντα. Το σπίτι να μην κλείσει».

«Ευτυχώς τον Πατέρα τον πρόλαβα τον ζωντανό, έστω για μια μέρα. Όταν άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια και με είδε, το πρόσωπό του φάνηκε να φωτίστηκε».

Στο τελευταίο του ταξίδι τον συνόδευσαν εκατοντάδες συμπολίτες. Ήξερα ότι έχαιρε εκτιμήσεως στην πόλη μας αλλά δεν ήξερα πόσο. «Ναστε περήφανοι για τον πατέρα σας», μας έλεγαν πολλοί. Ενιωσα το παράδοξο του ενάρετου βίου: η αξία της προσπάθειας για «ευ ζην» βρίσκεται στην ίδια την προσπάθεια. Γι αυτό ο «αγαθός» άνθρωπος δεν θα μάθει ποτέ πλήρως την αξία του αποτελέσματος της προσπάθειάς του. Την ερμηνεία της προσπάθειάς του για ενάρετο βίο θα την κάνουν άλλοι, εν αγνοία του.

Ευτυχώς τον Πατέρα τον πρόλαβα ζωντανό, έστω για μια μέρα. Όταν άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια και με είδε, το πρόσωπό του φάνηκε να φωτίστηκε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν σα να μούλεγε, όπως κάθε φορά που με υποδεχόταν, με τις αγκάλες ανοιχτές: «γειά σου γιέ μου». Την τελευταία φορά που του μίλησα ήταν η μέρα πριν μπει στο νοσοκομείο. Ήταν εξουθενωμένος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να μου πει: «Ευχαριστώ για όλα. Να είσαι σαν τα ψηλά βουνά». Πέθανε γαλήνια, με τα αγαπημένα πρόσωπα γύρω του – τη Μάννα, την αδερφή μου και τον αδερφό μου.

Είναι αδύνατο να βλέπεις κάποιον να πεθαίνει και να μην αναρωτηθείς τι είναι η ζωή. Δεν είναι σαν το κινητό που του τελειώνει η μπαταρία ή το αυτοκίνητο που ξεμένει από βενζίνη. Ο θάνατος αγαπημένου ανθρώπου είναι η απώλεια ενός ολόκληρου κόσμου νοημάτων. Ο ένσαρκος άνθρωπος μετατρέπεται, αλλά δεν μεταπίπτει, σε ανάμνηση και εικόνα. Η γλώσσα πρέπει να ανα-διευθετηθεί: το παρόν να μετατραπεί σε παρελθόν. Ο πατέρας «ήταν», δεν είναι· «έκανε», δεν κάνει· «έλεγε», δεν λέει. Κάθε καινούρια γλωσσική χρήση πονάει και συγχρόνως εμπεδώνει σταδιακά τη νέα πραγματικότητα.

Ο Πατέρας γέμιζε το σπίτι. Η ζωή μας δεν θα είναι ίδια χωρίς αυτόν. Μια άλλη ζωή πρέπει να δημιουργηθεί. «Το σπίτι θάναι τώρα άδειο», μου είπε θλιμμένα η Μάννα μετά την κηδεία όταν επιστρέψαμε στο σπίτι. Ανοίγοντας όμως την πόρτα, είδαμε τα εγγόνια της αδερφής μου να παίζουν. Το σπίτι ξαναγέμισε!

Είμαστε ευγνώμονες στον Πατέρα για όλα όσα μας έδωσε. Για ό,τι ενσάρκωσε. Για ό,τι μας ενέπνευσε. Και αν μπορούσα να του μιλήσω θα του έλεγα κάτι που δεν του είπα ποτέ, αν και ελπίζω να το ένοιωθε: «Πατέρα, αν μπορούσα να διαλέξω τον πατέρα μου εσένα θα διάλεγα. Αν μπορούσα να κάνω μια ευχή για το θάνατό μου θα έλεγα να είναι όπως ο δικός σου: να παιδιά μου να νοιώθουν το ίδιο αίσθημα ευγνωμοσύνης που νοιώθουμε εμείς για σένα. Να σβήσει η φλόγα μου σιγά σιγά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά, όπως η δική σου. Να έχω τη φροντίδα της γυναίκας μου, όπως είχες εσύ της Μάννας. Να δω τα παιδιά μου γύρω από το νεκροκρέβατο και να τους χαμογελάσω όπως μας χαμογέλασες εσύ όταν μας είδες».

«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεό όψονται». Πιστεύω ότι ένας απ’ αυτούς είναι ο Πατέρας. Θα ζει για πάντα στη μνήμη και το λόγο μας.

 

//Ο Χαρίδημος Τσούκας είνα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Το post που αναδημοσιεύουμε με την άδεια του, εδώ.

 

Διαβάστε ακόμα: Έτσι έχουν αποτυπώσει την πατρότητα, σε κάποια από τα ωραιότερα ποιήματα του είδους, πέντε σύγχρονοι ποιητές μας

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top