Αριστερά: Ο Τάκης Δημόπουλος φωτογραφημένος από τον Μάριο Θεολόγη. Δεξιά: Το διαμέρισμα όπου έχασε τη ζωή του ο γνωστός παραγωγός.

Ο Τάκης την Παρασκευή το βράδυ κάηκε μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Δεν κάηκε δηλαδή αλλά πέθανε από τις αναθυμιάσεις του καπνού. Σαν ιππότης, έβγαλε έξω το κορίτσι του, και εκείνος -για άγνωστο λόγο- μπήκε πάλι μέσα. Και αυτό ήταν. Πάει ο Τάκης, τέλος. Το διάβασα στο Facebook και επειδή ήταν μεγάλος πλακατζής, αρχικά πίστεψα ότι ήταν κακόγουστο αστείο. Όταν κατάλαβα ότι δεν πρόκειται για αστεί, ο άρχισα να λέω πολλά μαζεμένα “ΟΧΙ ΌΧΙ ΟΧΙ” λες και το όχι θα άλλαζε κάτι στο τραγικό συμβάν. Κατέρρευσα. Γονάτισα στο πάτωμα και έβγαζα κραυγές σαν σε αρχαία τραγωδία. Ένας βαθύς σωματικός πόνος με διαπέρασε. Σαν να αφαιρούσαν από τη ζωή μου τη λέξη “καλοσύνη”.

Όταν κάπως συνήλθα, πήρα τηλέφωνο έναν κοινό μας φίλο: Μου είπε ότι το σπίτι του έπιασε φωτιά, έκι έτσι φυγε άδικα και τραγικά.“Τόσο ήταν το λάδι στο καντήλι του”, πρόσθεσε. Δεν τη βρήκα καλή την παρομοίωση με το καντήλι και το λάδι, αν σκεφτείς το συμβάν με τη φωτιά. Αλλά δεν είπα τίποτα. Έκλεισα το τηλέφωνο λέγοντας “να ζήσουμε να τον θυμόμαστε”. Ποτέ βέβαια δεν κατάλαβα τη φράση “να ζήσουμε να τον θυμόμαστε”. Λες και είναι στο χέρι μας να ζήσουμε, λες και γίνεται να μην τον θυμόμαστε. Μέρες μετά, είμαι ακινητοποιημένη, σαν να έχασα τις συντεταγμένες μου. Σαν να κάνω αναθυμιάσεις φόβου πάνω από την υπαρξιακή χαράδρα. Όλα σκόνη, όλα τίποτα. Κανένας μας καθώς προχωράει, δεν βλέπει τη σκιά του θανάτου που τον ακολουθεί.

Την Παρασκευή το πρωί ο Τάκης θα βούρτσισε τα δόντια του, θα ξυρίστηκε, θα φόρεσε τα ρούχα του, θα πήγε στη δουλειά του, θα επέστρεψε. Ίσως έκανε μπάνιο, ίσως έβαλε αποσμητικό. Το ίδιο βράδυ θα ήρθε η κοπέλα του, θα άναψαν τη σόμπα, θα ξέχασαν να την κλείσουν, θα ανέβηκαν να ξαπλώσουν. Τα άλλα δεν τα θέλω. Τη συνέχεια δεν τη θέλω.

Ρωτάω τον εαυτό μου, “τι μαθαίνουμε από όλο αυτό”; Να βγάζουμε τη σόμπα από την πρίζα, λέω σαν καλή μαθήτρια. Όχι Τζούλη, λάθος απάντηση! Μάθαμε ότι η ζωή μας πετάει στο τροχό του θανάτου, και όμως ζούμε με τη “δημοσιουπαλληλίστικη” πεποίθηση ότι έχουμε καβατζώσει τα ενενήντα. Και ξαφνικά, ο Τάκης μας θυμίζει το “μπαμ και κάτω”. Την εύθραυστη ζωή. Μου θυμίζει να μην αναβάλω τίποτα από αυτά που λαχταρώ. Να μην μεταθέτω. Ας βγάλω το κομπόδεμα και ας τσοντάρει όποιος με αγαπά, και ας πάω εκείνο το ταξίδι στο Ρίο στη Βραζιλία (όχι στην Πάτρα). Χρόνια τώρα το λέω.

Σαν ιππότης, έβγαλε το κορίτσι του από το φλεγόμενο διαμέρισμα, και εκείνος -για άγνωστο λόγο- μπήκε πάλι μέσα.

Το τελευταίο μήνυμα με τον Τάκη, όπως μου θυμίζει το Viber, ήταν στις δώδεκα Φεβρουαρίου: Με ρώτησε τι κάνω. Του είπα ότι πνίγομαι στη δουλεία αλλά και ότι ήθελα να πάμε για μπύρα. Απάντησε: “Ναι αγάπη μου, όποτε θες”. Αυτό το “όποτε θες”, σήμερα με στοιχειώνει. Τελικά, κανένα “όποτε θες” δεν μας ανήκει. Δεν ξέρω πως να το ονομάσω αυτό που συμβαίνει: Κισμέτ; Μοίρα; Συγκυρία; Κακή στιγμή; Μετά τον θάνατο του Τάκη, καταργήθηκε το “όποτε θες”.

Ανοίγω μια μπύρα και κάνω κίνηση στο ταβάνι σαν να κάνω πρόποση στο υπερπέραν: “Στον ωραίο άνθρωπο”, λέω. Σιχαίνομαι τη φράση “καλό παράδεισο”, λες και υπάρχει και “κακός παράδεισος” ή όταν λέμε στους νεκρούς “καλό ταξίδι”, λες και πάνε στο Βόλο για τσίπουρα.

Του Τάκη του άρεσε να φοράει πορτοκαλί. Του άρεσε η Ταϊλάνδη και τα εξωτικά κορίτσια. Μ’ αρέσει να τον σκέφτομαι σε ένα πορτοκαλί φως στην απέναντι όχθη, κατέχοντας πλέον την απάντηση στο βασανιστικό μυστήριο της ύπαρξης. Λοιπόν Τάκη, έχει ζουμάκι στην άλλη πλευρά; Ή έχετε ‘γεια βρυσούλες; Από χθες κάνω συνέχεια ερωτήσεις στον “μη Τάκη”. Οι απαντήσεις ίσως μια μέρα έρθουν με τη μορφή ενός ποιήματος.

Το Σάββατο το είπαν και στις ειδήσεις, γράφτηκαν αρκετά “αντίο” και στο Facebook. Ήταν πολύ αγαπητός. Όλοι έγραφαν για εκείνον σπαρακτικά κείμενα λατρείας. Όλα αυτά μέχρι το τέλος του Σαββάτου. Ποιός θα μιλάει μεθαύριο για τον Τάκη; Στο χωνευτήρι του θανάτου έτσι πάνε τα πράγματα. Next please.

Και στην τελική, τι σας νοιάζει εσάς ο θάνατος του Τάκη; Δεν ήταν δα και ο Takis ο γλύπτης. Δεν τον ξέρατε καν. Ο ξένος θάνατος δεν μας αφορά. Έτσι δουλεύει το πράγμα. Φυσικά θα σκεφτείτε “κρίμα ένας νέος άνθρωπος να καεί από φωτιά στο ίδιο του το σπίτι”, αλλά μέχρι εκεί. Έχουμε ανοσία στο αποτρόπαιο. Δεν βγαίνει αλλιώς η ζωή. Νεκρά παιδιά στη Γάζα τα βλέπουμε στιβαγμένα στο ipad ενώ αλείφουμε βούτηρο στο ψωμί. Τι μένει τελικά; Μένει κάτι;

Τι μένει από τον Τάκη που δεν ξέρατε; Παιδιά και σκυλιά δεν είχε. Παντρεμένος δεν ήταν. Αδέρφια δεν είχε, οι γονείς του δεν ζούσαν. Τι μένει λοιπόν; Η απάντηση είναι η καλοσύνη. Ο Τάκης είχε στρατιές από ανθρώπους που είχε “φυσήξει” μέσα τους το καλό. Κείμενα σεντόνια δημοσιεύονται στο Facebook, ολα με αναφορές σε αυτή την “εκλεπτυσμένη” καλοσύνη του. Και εγώ τώρα για αυτή την καλοσύνη σας γράφω. Όταν δεν το λέει ένας, ούτε δύο, αλλά δεκάδες άνθρωποι, κάτι σίγουρα θα έπραξες σωστά. Και αυτό είναι που μένει. Μπορεί να μην υπάρχει ο ίδιος ο Τάκης αλλά μένει το ολόγραμμα της καλοσύνης του.

Ήταν ένας άνθρωπος που στα έδινε όλα και δεν περίμενε τίποτα. Και αυτό τον έκανε ανάλαφρο σαν πούπουλο.

Ο Τάκης ήταν ο γείτονας μου. Ο “μεσοτοιχίας” μου, όπως τον έλεγα. Ο Τάκης ήταν παραγωγός σε ταινίες και διαφημίσεις. Δουλευταράς, αγαπούσε με πάθος αυτό που έκανε. Έκανε καθημερινά δεκάδες πράγματα και δεν είχα ιδέα πως τα προλάβαινε όλα. Ήταν ακούραστος. Όλο κάτι μαστόρευε, φρόντιζε με αγάπη τα φυτά του και το βράδυ έβγαινε συχνά και ξενυχτούσε με μια ενέργεια εφήβική.

Όταν τράκαρα πρίν χρόνια το αυτοκινητό μου και έμεινα χωρίς μεταφορικό μέσο, ενώ τον ήξερα μόνο δέκα μέρες, μου είπε: “πάρε το δικό μου, εγώ άλλωστε κυκλοφορώ με τη μηχανή”. Και όταν του είπα ότι κατά το κοινώς λεγόμενο “δεν δανειζούμε γυναίκα και αυτοκίνητο”, μου απάντησε αφοπλιστικά ότι αυτός τα δανείζει και τα δυό, αλλα δεν είχε εκείνο το διάστημα γυναίκα.

Ήταν και καταπληκτικός γνώστης της reggae και της έθνικ μουσικής και είχε μια εξαιρετικά σπάνια συλλογή από βινύλια. “Άκου εδώ ενορχήστρωση”, έλεγε, και το δυνάμωνε, το ζούσε. Τις νύχτες, από τον κοινό μας τοίχο έρχονταν αυτές οι γλυκές μουσικές και ήταν σαν να ύφαιναν ένα προστατευτικό κουκούλι αγάπης.

Αργότερα έφυγα απο αυτό το σπίτι, άλλαξα γειτονιά, αλλά έμεινε για πάντα ο “γείτονας” μου. Ένας άνθρωπος που στα έδινε όλα, και δεν περίμενε τίποτα -και αυτό τον έκανε ανάλαφρο σαν πούπουλο. Ήταν σαν να μην είχε βάρος, και δεν αναφέρομαι στα κιλά του. Τώρα που το σκέφτομαι πιο ψύχραιμα, πιστεύω ότι μπήκε ξανά μέσα στο σπίτι για να σώσει τα βινύλια του. Το συμμεριζόμαι. Αν τον ήξερες, θα έλεγες “δεν γινόταν αλλιώς.”

Όπως είπε ο Τσάρλι στον Σνούπι: Όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε, αλλά μέχρι τότε ας ζήσουμε. Αντίο, καλέ μου γείτονα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top