Το εγκώμιο του Μίλο Μανάρα στον Γκούσταβ Κλιμτ και την καύλα (milomanara.it).

Τον Φεβρουάριο του 416 π.Χ. ο τραγικός ποιητής Αγάθων κέρδισε την πρώτη του νίκη σε δραματικό αγώνα, στα Λήναια, και, την επομένη της νίκης του, για να γιορτάσει το γεγονός οργάνωσε τραπέζι στο σπίτι του, το γνωστό Συμπόσιον που μας περιγράφει ο Πλάτων. Καλεσμένοι του Αγάθωνα ήταν ο Απολλόδωρος, ο Παυσανίας, ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, ο Φαίδρος, ο φιλόσοφος Σωκράτης, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Αριστόδημος, που αφηγείται τα καθέκαστα της βραδιάς, και ο διαβόητος Αλκιβιάδης, ο οποίος έφτασε με την παρέα του ακάλεστος και ήδη μεθυσμένος στα μισά του συμποσίου.

Καθώς όλοι οι συμπότες είχαν βαρύ κεφάλι από την κρασοκατάνυξη της προηγούμενης νύχτας (πάνυ χαλεπῶς ἔχω ὑπὸ τοῦ χθὲς πότου καὶ δέομαι ἀναψυχῆς τινος, λέει ένας από αυτούς), αποφασίζουν να περάσουν τη νύχτα τους συζητώντας ήρεμα και πίνοντας βέβαια, συγκρατημένα ωστόσο. Ως θέμα συζήτησης επιλέγουν τον έρωτα και αναλαμβάνουν να συνθέσουν ο καθένας τους ένα εγκώμιο γι’ αυτόν τον τόσο μεγάλο αλλά παραμελημένο από τους ποιητές θεό: δεν είναι εξοργιστικό οι ποιητές μας να έχουν συνθέσει ύμνους και παιάνες σε κάποιους άλλους θεούς, όμως για τον Έρωτα, έναν τόσο αρχαίο και μεγάλο θεό, από τους τόσους και τόσους ποιητές που εμφανίστηκαν, κανείς να μην έχει γράψει κανένα εγκωμιαστικό ποίημα;

Πόσους μήνες τελικά ή πόσα χρόνια από τη ζωή μας τα περνάμε ως ερωτευμένοι;

Δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα ο έρωτας έχει τιμηθεί πια -και υβρισθεί συχνά- από όλους, πιθανότατα, τους ερωτευμένους και απελπισμένους ποιητές που έχουν εμφανιστεί στο ενδιάμεσο. Αν όμως ακόμα σήμερα απουσιάζει ένα εγκώμιο, αυτό είναι το εγκώμιο της καύλας, η οποία μοιάζει μονίμως να υποτιμάται και η εξύμνησή της διαρκώς να αναβάλλεται.

Κι όμως, αν υπήρχε τρόπος να το υπολογίσουμε με ακρίβεια, θα βλέπαμε αυτό που και δια γυμνού οφθαλμού είναι ολοφάνερο, πως ό,τι δεσπόζει στη ζωή κάθε ανθρώπου είναι η καύλα και όχι ο έρωτας. Γιατί πόσους μήνες τελικά ή πόσα χρόνια από τη ζωή μας τα περνάμε ως ερωτευμένοι; Αυτό δεν είναι, στην ουσία, το μεγάλο μας δράμα, ότι ο έρωτας, αργά ή γρήγορα, τελειώνει;

Και ότι τα διαστήματα από τον έναν έρωτα στον επόμενο όλο και μεγαλώνουν, καθώς μεγαλώνουμε κι εμείς. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με την καύλα. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε ή, έστω, από την πρώτη μας εφηβεία, τον πρώτο μας συνειδητό οργασμό ίσως, η καύλα συνοδεύει κάθε άντρα και κάθε γυναίκα για πολλές και αδιάκοπες δεκαετίες. Αυτή η γενετήσια ορμή, που μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή και συχνά μας κυβερνάει, αξίζει σίγουρα να υμνηθεί περισσότερο από καθετί άλλο.

Είναι γνωστές οι έρευνες που επιχειρούν κατά καιρούς να υπολογίσουν πόσες φορές την ώρα ή τη μέρα σκέφτεται ένας άνθρωπος το σεξ. Δεν τις χρειαζόμαστε, εννοείται, αυτές τις έρευνες˙ απλή αυτοπαρατήρηση πείθει και τον πιο δύσπιστο για τη διαρκή παρουσία και τη δύναμη της καύλας. Κάτι που το ήξερε πολύ καλά ο Αριστοφάνης, ένας από τους συνδαιτυμόνες του συμποσίου, όπως είδαμε, ο οποίος στη Λυσιστράτη του θέτει ακριβώς αντιμέτωπη την καύλα με τον πόλεμο: Αν μες στο σπίτι περιποιημένες καθόμαστε, / φορώντας τα μεσοφόρια μας από την Αμοργό / και από κάτω τίποτα, με αποτριχωμένο το εφήβαιό μας, / θα καύλωναν οι άντρες μας, θα θέλαν να μας πάρουν, / μα εμείς δεν θα καθόμασταν, θ’ απέχαμε απ’ όλα, / να δεις για πότε θα έκαναν ανακωχή, δεν αμφιβάλλω διόλου – έτσι εξηγεί η Λυσιστράτη το σχέδιό της, make love not war, στις γυναίκες της Ελλάδας και, φυσικά, η καύλα θα νικήσει στο τέλος τον πόλεμο.

Η καύλα, όταν υπάρχει, είναι ένα διάφανο πέπλο μπροστά στα μάτια μας, σαν αυτά που φορούσαν οι αυλητρίδες στα αρχαία συμπόσια.

Μα και στη δική μας καθημερινότητα, η καύλα -όπως και η μαγεία- έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τον κόσμο. Η γυναίκα ή ο άντρας που τελεί σε διέγερση αποκτά μια ιδιαίτερη ευαισθησία στα ερεθίσματα (#διπλής) του περιβάλλοντος. Κάθε υποψία γυμνού δέρματος που διακρίνεται ανάμεσα απ’ τα ρούχα, το παραμικρό φύσημα του αέρα που αναστατώνει τα μαλλιά ή τη φούστα μιας περαστικής, μια ιδιαίτερη βραχνάδα στη φωνή, ένα ορατό φούσκωμα μες στο παντελόνι, ένα τυχαίο άγγιγμα στο μετρό ή στον κινηματογράφο, είναι αρκετά για να τινάξουν σπινθήρες μες στο μυαλό του ερεθισμένου παρατηρητή και να πυροδοτήσουν εκρήξεις στο σώμα του. Πόσο μάλλον ένα φιλί ή η λεπτή μυρωδιά ενός ιδρωμένου κορμιού.

Η καύλα, όταν υπάρχει, είναι ένα διάφανο πέπλο μπροστά στα μάτια μας, σαν αυτά που φορούσαν οι αυλητρίδες στα αρχαία συμπόσια, που μεταμορφώνει ό,τι αντικρίζουμε κάνοντάς το ομορφότερο και θελκτικότερο. Μα και ο ίδιος ο άνθρωπος που αισθάνεται μέσα του να τρικυμίζει μια έντονη επιθυμία για σεξουαλική συνεύρεση, όπως ορίζεται από το λεξικό, γίνεται ομορφότερος.

Η καύλα βοηθάει στη λήθη του θανάτου. Μας μετατρέπει σε αληθινό ποίημα (milomanara.it).

Οι αισθήσεις του είναι σε εγρήγορση, τα μάτια του αστράφτουν από πόθο καθώς ερευνούν τον χώρο και τα πρόσωπα γύρω του, το σώμα του κινείται με τη νωχελική εγρήγορση του αιλουροειδούς, οι πόροι του είναι ανοιχτοί και διψασμένοι, η φωνή του και οι φράσεις του αντηχούν σε δύο συγχρόνως επίπεδα, το κυριολεκτικό και αυτό που υπονοεί διαρκώς κάτι παραπάνω απ’ ό,τι λέγεται. Αν ο έρωτας, όπως διαβάζουμε στο Συμπόσιον, κάνει κάθε άνθρωπο ποιητή, η καύλα μπορεί να κάνει κάθε άνθρωπο ποίημα.

H αληθινή καύλα, αυτή που κυβερνάει τον άνθρωπο και τον κόσμο ολόκληρο, αυτή που καίει βαθιά μέσα στο σώμα μας.

Θυμάμαι ένα διήγημα του Νίκου Δήμου γραμμένο τη δεκαετία του ’80, όταν το βίντεο και οι βιντεοκασέτες είχαν μπει σε κάθε σπίτι. Ο θαλερός εξηντάχρονος πρωταγωνιστής είχε ανακαλύψει τις πορνοταινίες και φρόντιζε με τη βοήθειά τους να βρίσκεται μονίμως, κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε κατάσταση σωματικής διέγερσης και ψυχικής μέθης – σε κατάσταση πορνομέθης, όπως το λέει: Ξυπνάς από όνειρα (συνήθως) ερωτικά και πριν καλά-καλά συνέλθεις παίρνεις την πρώτη σου δόση. Το βίντεο κοντά στο κρεβάτι, διαλέγεις μια ωραία σκηνή, αργά, γρήγορα, ξανά slow, freeze, play. Προσοχή! Δεν πρέπει να εκτονωθείς, ίσα-ίσα. Να μείνεις όλο το πρωί σε ημιδιέγερση. Από κει μπορείς να πας στη δουλειά σου – ο κόσμος είναι ήδη μαγεμένος.

Έτσι ακριβώς. Με τη μόνη, ίσως, διαφορά ότι η αληθινή καύλα, αυτή που κυβερνάει τον άνθρωπο και τον κόσμο ολόκληρο, αυτή που καίει βαθιά μέσα στο σώμα μας και κάνει το αίμα και τα υγρά μας να κοχλάζουν, αυτή που μας ωθεί πάντα μπροστά και μας χαρίζει τη μόνη πραγματική λήθη του θανάτου που μπορούμε να αξιωθούμε, η καύλα αυτή δεν έχει ανάγκη τα εξωτερικά ερεθίσματα για να υπάρχει. Γιατί είναι, ίσως, ένα άλλο όνομα για αυτό που κάποτε ονομάζαμε ψυχή.

 

Διαβάστε ακόμα: Roma-Amor: ερωτική ποίηση για τον ηδονοθήρα αναγνώστη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top