Ο Γιάννης Νιάρρος εμφανίζεται στην παράσταση «Πορνοστάρ – Η αόρατη βιομηχανία του σεξ» της Έλενας Πέγκα στις 23-25 Ιουνίου στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. (Φωτογραφίες: Νίκος Ζήκος)

Ο 26χρονος ηθοποιός Γιάννης Νιάρρος, νικητής του βραβείου «Δημήτρης Χορν» για το 2018 με τον ρόλο του ως Γιώργος Γερακάρης στη σαρωτική επιτυχία του Γιάννη Οικονομίδη στο Εθνικό Θέατρο «Στέλλα κοιμήσου», γνωστός στο ευρύ κοινό ως πρωταγωνιστής στον «Νοτιά» του Τάσου Μπουλμέτη είναι ο Λάλο στην παράσταση «Πορνοστάρ – Η αόρατη βιομηχανία του σεξ» της Έλενας Πέγκα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και εμπνευσμένο από δύο ιστορίες του Ρομπέρτο Μπολάνιο, σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου.

Ένας νέος άντρας που εκτός από το θέατρο, αγαπάει πάρα πολύ τη μουσική και το τραγούδι, όπως και την κωμωδία, ιδιότητες που βρήκε την ευκαιρία να αναδείξει φέτος στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με τα έργα «Υμπύ τύρρανος» του Ζαρί και τη επιθεώρηση «Μεγάλο κρεβάτι» σε σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη ενώ μόλις πρόσφατα έκανε ένα stand up στο Faust και σκοπεύει να το επαναλάβει την επόμενη σεζόν.

«Όλοι κουβαλάμε μια ιστορία και έχουμε το υπαρξιακό μας άλυτο θέμα, που μας διαμορφώνει και μας τροφοδοτεί να κάνουμε ό,τι κάνουμε».

– Μίλησε μου για το ρόλο σου στον «Πορνοστάρ».
Ο Λάλο, ένας χαρακτήρας κράμα του Μπολάνιο και της Έλενας Πέγκα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί είναι ένας νέος άνθρωπος που έχει μεγαλώσει μέσα στη βιομηχανία του πορνό καθώς η μητέρα του ήταν πορνοστάρ. Αυτό τον έχει στιγματίσει και η Έλενα Πέγκα το τοποθετεί μέσα στην ελληνική κοινωνία. Χρησιμοποιεί μια γλώσσα ποιητική και έναν ρομαντισμό επάνω στην απόλυτη εξουσία του σώματος. Μιλάμε για μια ωμότητα και μια αρρωστημένη σεξουαλικότητα που φτάνει στην μη-σεξουαλικότητα. Αυτό το παιδί έτσι έχει ζήσει και καταλήγει πάρα πολύ μπερδεμένο και διχασμένο.

– Ο ίδιος δεν έχει σχέση με την πορνογραφία;
Όχι, το αποστρέφεται και μάλιστα προσπαθεί να καταλάβει μέσα από τους υπόλοιπους χαρακτήρες γιατί ασχολούνται με αυτό το πράγμα. Ρωτάει τη διάσημη πορνοστάρ Τζοάνα Σιλβέστρι (Θεοδώρα Τζήμου) «γιατί γυρίσατε αυτές τις ταινίες;». Προσπαθεί να την δικαιολογήσει την μάνα του αλλά δεν μπορεί. Από την άλλη γι’ αυτόν είναι μια κανονικότητα πια. Κι αυτό είναι το πρόβλημα, ότι έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου αυτό είναι το κανονικό. Αυτό τον μετατρέπει σε έναν άνθρωπο ανάπηρο και αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα.

– Τι κοινό βρήκες με τον Λάλο, και γενικότερα που συναντιέται ο μέσος άνθρωπος μαζί του;
Αυτό που είναι κοινό για όλους μας είναι ότι όλοι μας έχουμε ένα πάθος, κάτι που μας έχει στιγματίσει στο παρελθόν, κάτι που μπορεί να το ξέρουμε, μπορεί και όχι. Όλοι κουβαλάμε μια ιστορία και έχουμε το υπαρξιακό μας άλυτο θέμα που μας διαμορφώνει και μας τροφοδοτεί να κάνουμε ό,τι κάνουμε. Με όλους τους ρόλους έχουμε κάποια κοινά στοιχεία απλώς τα μεγέθη είναι διαφορετικά τα οποία μπορείς να τα αναδείξεις και να τα παίξεις στο θέατρο και να τα κάνεις τέχνη. Να καταφέρεις να δώσεις αυτά τα απτά και καθημερινά πράγματα. Γι’ αυτό τα έργα είναι ακραία και οι ρόλοι μεγάλοι και γι’ αυτό το θέατρο είναι ωραίο.

«Στο έργο όλη η λειτουργία και οι δράσεις των χαρακτήρων είναι ένα απαύγασμα όλων όσων νιώθουν. Βλέπεις τη βιομηχανία του πορνό μέσα από αυτούς».

– Διαθέτει το έργο ψυχαναλυτική διάσταση;
Δεν υπάρχει ψυχαναλυτική διάσταση γιατί το έργο έχει και μια πολύ μεγάλη μεταφυσική συνθήκη. Η δομή του είναι σαν μια φαντασίωση. Τρεις διαφορετικές βασικές συναντήσεις οι οποίες σχεδόν φαίνονται σαν αφορμές ώστε να ξετυλιχτούν όλα όσα έχουν να πουν αυτοί οι άνθρωποι. Ξέρεις, οι πιο ακραίοι εγκληματίες μιλάνε πάντα για τα προβλήματα τους με ποιητικό τρόπο. Όταν σε έχει στιγματίσει κάτι, πάντα δημιουργείται μια τέχνη μέσα σου ανεξαρτήτως αν είσαι ή δεν είσαι καλλιτέχνης. Ένα έντονο συναίσθημα μπορεί να σου δημιουργήσει κάτι πολύ όμορφο ή κάτι πολύ άσχημο.

– Η Έλενα Πέγκα κάνει το διαχωρισμό μεταξύ πορνογραφίας και πορνείας. Αυτό έχει σημασία για την ουσία της παράστασης;
Αυτό που ξέρω είναι ότι αυτοί οι δύο κόσμου έχουν τρομακτικά κοινά. Ένα από αυτά είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτούς τους χώρους αναγκάζονται να ευνουχίσουν τη σεξουαλικότητα τους, ουσιαστικά να την εκμηδενίσουν. Όταν το όργανο της δουλειάς σου είναι το σώμα σου, όπως πολύ σωστά γράφει η Έλενα όπως και ο Μπολάνιο, και βάζει τον πορνοστάρ (Λαέρτης Μαλκότσης) να λέει «Το πορνό με αναισθητοποίησε, δεν ένιωθα ούτε μπρος ούτε πίσω». Αν ένας άνθρωπος λειτουργεί έτσι με το σώμα του, φαντάσου τι γίνεται με τις υπόλοιπες φάσεις της ζωής του ή όταν θέλει να κάνει σεξ με έναν άνθρωπο στην πραγματική ζωή με συναίσθημα ή χωρίς συναίσθημα, πόσο προβληματικό γίνεται. Αυτό είναι το κοινό μεταξύ πορνείας και πορνογραφίας. Αλλά η πορνεία έχει κάτι πιο αθώο νομίζω.

– Η πορνεία είναι μια σύμβαση συναλλαγής και παροχής υπηρεσιών. Στην πορνογραφία εκτίθεσαι ακόμα πιο πολύ.
Ναι, βέβαια. Στην πορνογραφία αυτό που κάνεις θα μείνει και θα χρησιμοποιηθεί από πολύ κόσμο για πάντα. Ενώ η πορνεία είναι προσωπικό deal.


Διαβάστε ακόμα: Στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει ένα ρετιρέ με τη σημαντικότερη συλλογή κλασικής μουσικής


– Χρειάστηκε να κάνεις καθόλου έρευνα;
Αν το έργο είχε ρεαλιστική συνθήκη και οι χαρακτήρες απαιτούσαν μια ρεαλιστική προσέγγιση θα χρειαζόταν ίσως να κάνω έρευνα. Στο δικό μας έργο όλη η λειτουργία και οι δράσεις των χαρακτήρων είναι ένα απαύγασμα όλων όσων νιώθουν. Βλέπεις τη βιομηχανία του πορνό μέσα από αυτούς. Είναι σαν να βλέπεις το κατακάθι κάθε ήρωα. Δεν ήταν μια περίπτωση όπως στο «Στέλλα κοιμήσου» του Οικονομίδη όπου έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε που βρίσκονται οι ήρωες γύρω μας. Οι ήρωες της Πέγκα είναι ακραίοι στο λόγο και ήταν εκεί από όπου εγώ πιάστηκα, όπως και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, με την έννοια ότι όλοι μας προσπαθούμε να αναδείξουμε τη φόρμα του κειμένου γιατί αν πετύχουμε αυτό, καθώς οι χαρακτήρες είναι ανάγλυφοι, θα φαίνονται καθαροί.

– Ο Λάλο που υποδύεσαι ψάχνει τον χαμένο πατέρα του;
Κάνει ένα ταξίδι που ουσιαστικά είναι μάταιο. Βαφτίζει τον πορνοστάρ πατέρα του, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι ο βιολογικός του πατέρας. Ο Λάλο νιώθει μοναξιά και ματαιότητα. Η μάνα του έχει πια πεθάνει και βλέπει τις ταινίες της αδυνατώντας να τις δεχτεί, να το εξηγήσει λογικά. Σε συνδυασμό με την απουσία της βρίσκει ένα ίνδαλμα του πορνό, τον Τζακ Ρίο με τον οποίο η μάνα του είχε κάποτε ερωτικές σχέσεις έξω από τις επαγγελματικές και τον βαφτίζει πατέρα του. Πιστεύει ότι είχε δει ως έμβρυο το πέος του να εισχωρεί στη μητέρα του και είναι ο λόγος που τώρα τον ψάχνει.

– Μέσα σε ένα σύντομο διάστημα χρονικό έχεις βρεθεί με ένα πατέρα μαφιόζο στον Οικονομίδη και με ένα πατέρα πορνοστάρ τώρα στο έργο της Πέγκα.
Αυτό είναι το ωραίο με το θέατρο. Ζεις πράγματα που δεν υπήρχε περίπτωση να τα ζήσεις διαφορετικά. Στην ουσία όμως κάθε φορά με τους δικούς μου γονείς και τον δικό μου χαρακτήρα και τη δική μου ζωή διαπραγματεύομαι τον κάθε ρόλο. Σε οποιοδήποτε έργο, κλασικό, μοντέρνο, καλό ή κακό αυτό που πρέπει να κάνεις σαν ηθοποιός είναι να το ενστερνιστείς και να έχεις το θάρρος να βρεις τα κοινά και να κάνεις την αναγωγή. Όλα τα έργα έχουν γραφτεί για ανθρώπους και έχουν μέσα τους αλήθεια. Όπως είπα, μόνο τα μεγέθη αλλάζουν και πρέπει να το φέρεις σε εσένα. Αν το καλοσκεφτείς αυτοί οι ρόλοι του μαφιόζου ή του πορνοστάρ είναι πιο κοντά σε εμάς από την αρχαία τραγωδία. Πάντως σε όλους τους ρόλους υπάρχουν συνιστώσες του καθένα μας.

«Δεν διαχωρίζω το θέατρο από τη μουσική. Είμαι και στα δύο ερμηνευτής, και τα δυο με κάνουν να ξεχνιέμαι, να ξεφεύγω από την καθημερινότητα».

– Στη δική σου περίπτωση νομίζω ότι οι σκηνοθέτες, όπως οι δυο που αναφέραμε, βρίσκουν σε σένα μια αθωότητα και μια στωικότητα η οποία ενδυναμώνεται χάρη σε ένα καλά κρυμμένο χιούμορ που διαθέτεις.
Προσωπικά δεν μπορώ να διαχωρίσω μέσα μου το δράμα από την κωμωδία. Όλα μου φαίνονται αστεία και όλα υπερκαταθλιπτικά. Και επειδή δεν μπορώ να τα διαχωρίσω στέκομαι απέναντί τους αθώος γιατί μου φαίνονται όλα ίδια. Όπως δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα στοιχεία της αθωότητας, της ενοχής, της εξυπνάδας και της αφέλειας, αυτό το μπέρδεμα έχει και ο Λάλο σε βαρύτερη μορφή. Εμένα με βοηθάει το θέατρο και οι ρόλοι να το αντιμετωπίσω. Είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο.

– Η μουσική είναι ένα αντίβαρο στο θέατρο;
Δεν διαχωρίζω το θέατρο από τη μουσική. Είμαι και στα δύο ερμηνευτής, και τα δυο με κάνουν να ξεχνιέμαι, να ξεφεύγω από την καθημερινότητα.

– Δηλαδή αυτό που επιδιώκει και ο Λάλο, να ξεφύγει από μια φρικτή πραγματικότητα.
Ο κάθε άνθρωπος αν αντιλαμβάνεται τη δική του πραγματικότητα ως φρικτή, είναι φρικτή. Ακόμα και ένας άνθρωπος σε μια εντελώς «κανονική» μεσαίας τάξης οικογένεια. Αλλά αυτό είναι και το όμορφο, ότι κανένας δεν μπορεί να κρίνει απ’ έξω.

– Οπότε το τραγούδι και το θέατρο αποτελούν ένα είδος απόδρασης για εσένα;
Με κάνουν να σταματάω να σκέφτομαι τον εαυτό μου και να σκέφτομαι άλλα πράγματα. Οι ώρες μελέτης στο πιάνο ή με τα λόγια και μετά η πρόβα κάνουν πιο ενδιαφέρουσα την καθημερινότητα μου. Πάλι κι αυτό είναι ματαιότητα, γιατί δεν κάνω κάτι σπουδαίο, παίζω πιάνο, γουστάρω να τραγουδάω και να παίζω θέατρο. Αλλά έχω επίγνωση της ματαιότητας αυτής. Και μ’ αρέσει αυτό, δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ με μια «σοβαρή» δουλειά. Κάθε παράσταση πεθαίνει μετά τη λήξη της, γνωρίζεις νέο κόσμο κάθε φορά και παίζεις μαζί τους και μετά τελειώνει, οπότε πρέπει να ξέρεις τι σου προσφέρει αυτό γιατί είναι μια σειρά από μικρούς συνεχείς θανάτους.

«Αν δεν είχα το θέατρο δεν θα είχα ασχοληθεί με αυτά τα κείμενα και αυτούς τους ανθρώπους που σε κάνουν να καταλάβεις πράγματα που δεν θα τα καταλάβαινες αλλιώς. Σε ωριμάζουν πάρα πολύ το θέατρο και οι ρόλοι».

– Στόχους για ρόλους και έργα δεν έχεις στο μυαλό σου;
Φυσικά έχω. Γιατί όταν έρχεσαι σε επαφή με σπουδαίους ρόλους έρχεσαι συγχρόνως σε επαφή με τη μεγάλη λογοτεχνία. Έργα που είναι διαχρονικά για κάποιο λόγο, και μόλις ξεκλειδώσεις το λόγο που είναι διαχρονικά τα νιώθεις πολύ πιο κοντά σου και αποδεικνύονται πιο ανθρώπινα. Αν δεν είχα το θέατρο δεν θα είχα ασχοληθεί με αυτά τα κείμενα και αυτούς τους ανθρώπους που σε κάνουν να καταλάβεις πράγματα που δεν θα τα καταλάβαινες αλλιώς. Σε ωριμάζουν πάρα πολύ το θέατρο και οι ρόλοι.

– Τι σε οδήγησε στο θέατρο;
Η απόλαυση να βρίσκομαι πάνω στη σκηνή και να παίζω. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι η συνάντηση με μεγάλα κείμενα είναι κάτι ακόμα μεγαλύτερο. Σε διαμορφώνει και σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο να έχεις παίξει σημαντικά έργα. Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο ήταν τελείως εγωιστική, βασιζόταν στο γεγονός ότι μου άρεσε να βρίσκομαι επάνω στη σκηνή. Αλλά από την αρχή -ακόμα και τώρα-, δεν μ’ άρεσε να διαχωρίζω τα είδη, τις αισθητικές και τα ύφη. Νοιώθω ότι είναι συγκλονιστικό να μπορείς να δουλέψεις με τον Οικονομίδη και μετά με τον Ρήγο, δύο σκηνοθέτες που έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις για το θέατρο. Για μένα αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον, δεν θα μπορούσα να κλειστώ σε μία αισθητική.

– Η εμπειρία του «Στέλλα κοιμήσου» που κάθε βράδυ έπρεπε να κτίζετε εκ νέου το έργο ήταν κάτι που σε εξόντωσε ή σου προκάλεσε ευχαρίστηση;
Τον πρώτο χρόνο δεν είχαμε μετρήσει τα όρια αυτού που κάναμε γιατί ήταν κάτι τελείως πειραματικό. Δεν έχει ξαναγίνει να ανεβαίνεις στη σκηνή και να λες δεν έχω λόγια και να πρέπει να αυτοσχεδιάσω. Έπρεπε να δούμε πως αντιδρούσε το κοινό, τι προβλήματα μπορεί να προκύψουν κάθε βράδυ. Οπότε τους πρώτους μήνες από υπερβολικό ζήλο νιώθαμε μεγάλη πίεση. Όταν αυτό κουρδίστηκε, και ιδίως τη δεύτερη χρονιά, και είμαι σίγουρος και τώρα την τρίτη χρονιά, για μένα με αυτόν τον ρόλο που είναι απίστευτη η απόλαυση που νιώθω να παίζω σε αυτήν την παράσταση. Κανένας δεν μου έχει δώσει την ευκαιρία όπως ο Γιάννης (Οικονομίδης) να είμαι τόσο ο εαυτός μου, τόσο πραγματικός σε αυτά που λέω και κάνω.

«Ήμουν τυχερός να βρίσκομαι σε καλές δουλειές με ανθρώπους που μ’ άφησαν να δείξω τον χαρακτήρα μου και την προσωπικότητα μου, όπως επίσης είμαι τυχερός που ζω σε αυτήν τη χώρα που το θέατρο είναι αυτό που είναι, δηλαδή ατόφια προσωπικό που στηρίζεται σε προσωπικότητες και σκηνοθέτες».

– Το Βραβείο Χορν πρόσθεσε κάτι στη ζωή σου;
Ήταν μεγάλη τιμή και καθώς έχω το θέατρο πολύ ψηλά σαν προτεραιότητα και σαν διαφυγή και είναι και η δουλειά μου, το βραβείο μου έδειξε ότι δεν το απολαμβάνω μόνο εγώ αλλά και ένα κοινό εκεί κάτω. Ήμουν τυχερός να βρίσκομαι σε καλές δουλειές με ανθρώπους που μ’ άφησαν να δείξω τον χαρακτήρα μου και την προσωπικότητα μου, όπως επίσης είμαι τυχερός που ζω σε αυτήν τη χώρα που το θέατρο είναι αυτό που είναι, δηλαδή ατόφια προσωπικό που στηρίζεται σε προσωπικότητες και σκηνοθέτες. Δεν νομίζω ότι σε άλλες χώρες οι θεατρικοί ηθοποιοί αναδεικνύουν τόσο μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητας τους πάνω στη σκηνή. Στηρίζονται πολύ περισσότερο σε μια τεχνική και σε μια γλώσσα. Στο ελληνικό θέατρο οι ηθοποιοί δεν χάνονται σε μια φόρμα θεατρική. Είσαι ελεύθερος να κάνεις αυτό που θέλεις.

– Σε ενδιέφερε ποτέ μια τηλεοπτική καριέρα με μεγαλύτερη αναγνώριση;
Παλιότερα το είχα στο μυαλό μου και το επιδίωκα όταν ξεκίνησα. Αυτές ήταν και οι κοντινότερες εικόνες που είχα του ηθοποιού. Είχα κάνει μια τηλεοπτική δουλειά μικρός αλλά δεν είχα διαμορφώσει τι είναι αυτό που μ’ αρέσει στην υποκριτική. Ήμουν βέβαια τυχερός στη Σχολή του Εθνικού, αλλά και πριν, ότι γνώρισα ανθρώπους ανοιχτόμυαλους που μου έδειξαν τα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας ηθοποιός. Αυτοί με οδήγησαν σε αυτό που είμαι σήμερα. Στην αρχή μου άρεσε η κωμωδία δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι το δράμα. Στη Σχολή δεν διαχωρίζονταν αυτά τα δύο και βέβαια μόνο πάνω στη σκηνή μπορείς να νιώσεις τι είναι υποκριτική, ούτε στον κινηματογράφο ούτε στην τηλεόραση. Πάντως το κίνητρο μου αρχικά ήταν πάρα πολύ διαφορετικό από αυτό που είναι τώρα και νομίζω θα συνεχίσει να αλλάζει. Μικρός ήθελα πολύ την επιβεβαίωση, οπότε μπέρδευα την τηλεόραση με την υποκριτική. Το θέατρο όμως δεν μπορώ να το δω σαν μια δουλειά όπως τις άλλες. Το βλέπω σαν μια καθημερινή αναμέτρηση με τον εαυτό μου. Είμαι άρρωστος με τη δουλειά μου -διαφορετικά δεν γίνεται-, γιατί αν δεν εμπλέκεσαι 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, είναι σαν να το κάνεις ντεμί σεζόν.

⇒ Ο Γιάννης Νιάρρος εμφανίζεται στην παράσταση «Πορνοστάρ – Η αόρατη βιομηχανία του σεξ» της Έλενας Πέγκα στις 23-25 Ιουνίου στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Την επόμενη σεζόν θα συνεχίσει με το «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Καρέζη όπως και το «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα;» του Simon Stephens στο Θέατρο του Νέου Κόσμου ενώ θα παρουσιάσει μια σειρά μουσικών stand up στο Faust.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Καραμίχος – «Στην Αμερική κανείς δεν ξέρει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είναι από την Ελλάδα»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top