IMG_9886

Ο Δημήτρης Καραογλάνης στο εργαστήριό του. «Μια ζωντανή απόδειξη ότι ο πραγματικός πολιτισμός βρίσκεται στην περιφέρεια», λέει ο Δημήτρης Ποταμιάνος.

Οταν ο φίλος Αλέξης Κράους μου πρότεινε να επισκεφθούμε μαζί έναν ξεχωριστό τεχνίτη εδώ στην Αίγινα, συνέπεσε κάπου να έχω διαβάσει για τη γοητευτική έκθεση-δημοπρασία στην Οξφόρδη είκοσι τόσων παλιών υπέρκομψων Stradivarious. Δεν θα ’λεγα ότι είμαι φανατικός θιασώτης του βιολιού, στη σολιστική του ιδίως εκδοχή (ενώ στην ορχήστρα, οι γαλήνιοι ή τρικυμιώδεις συνδυασμοί των πρώτων και των δεύτερων βιολιών είναι οπωσδήποτε αξεπέραστοι). Αλλά έχει και τόση χάρη και αρχοντιά το έγχορδο αυτό όργανο με το δοξάρι του, που η οξφορδιανή εκδήλωση μου εντυπώθηκε. Και ζήλεψα νοερά τους τυχερούς που θα την παρακολουθούσαν από κοντά, όχι κατ’ ανάγκην για να πλειοδοτήσουν στη δημοπρασία, αλλ’ αρκετοί, φαντάζομαι, για να πάρουν απλώς λίγο μάτι από την πασαρέλα με τις εξαίσιες ξυλόγλυπτες σιλουέτες.

Ε, λοιπόν, καθόλου μα καθόλου δεν χρειαζόταν να τους φθονώ για την τύχη τους. Εδώ, στο απόκεντρο καμάρι του Σαρωνικού μας, στο εργαστήριο του Δημήτρη Καραογλάνη, την πόρτα του οποίου χτυπήσαμε τις προάλλες μαζί με τον Αλέξη και τον Στέφανο, έμελλε ν’ αντικρίσω όσα περίτεχνα όργανα μπορούσε να χωρέσει ο νους και η φαντασία μου. Κι εδώ ακριβώς είναι που έμελλε επίσης να μάθω πως το βιολί, εκτός από φιδίσιο σώμα, έχει και ψυχή (anima, όπως την ονόμασαν οι σπουδαίοι μαστόροι της Cremona, της βόρειας Ιταλίας, που από τα χέρια τους βγήκαν, στα μέσα του 16ου αιώνα, τα πρώτα βιολιά). Ψυχή, μην πάει ο νους σας σε κανένα άυλο, μεταφορικό σχήμα ‒αγγελικός ήχος, μαρτυρία αιώνιας ζωής, αιθέρια δύναμη εντελώς διακριτή από την υπόλοιπη φθαρτή υλική κατασκευή‒ παρά σε κάτι πολύ χειροπιαστό: ένα μικρό λεπτό ξυλαράκι σφηνωμένο ανάμεσα στις δύο πλευρές, την πάνω και την κάτω, του βιολιού, που όσο τιποτένιο κι αν δείχνει με την πρώτη κρυφή ματιά στο εσωτερικό του οργάνου, κάνει, εν τέλει, όλη τη διαφορά. Χρειάζεται τίποτε άλλο για να μεταπεισθούν οι αμετανόητοι δυιστές;

IMG_9871

Στον πάγκο του τεχνίτη. «Το βιολί δεν είναι μόνον η ακουστική του, πρωτεύει και η αισθητική του», λέει με έμφαση.

Σέρρες, Κρεμόνα, Αίγινα

Ο Σερραίος Δημήτρης Καραογλάνης, πριν ρίξει άγκυρα (προσωρινά;) στην Αίγινά μας, έζησε μια περιπετειώδη ζωή, στενά δεμένη από νωρίς με τη μουσική ‒με τον ήχο θα ήταν μάλλον σωστότερο να πούμε, διότι αν και οργανοπαίκτης κατά καιρούς ο ίδιος, το βασικό του μέλημα ήταν πάντα η οργανοποιία: «Όταν φτιάχνω ένα βιολί», θα μου πει κάποια στιγμή, «σκέφτομαι τον ήχο που θα βγάλει. Τη μουσική θα την κάνουν άλλοι, εκείνοι που θα το στηρίξουν στον ώμο τους και θα τρέξουν πάνω του το δοξάρι τους».

Ξεκίνησε, πάντως, ο Δημήτρης στις Σέρρες, παίζοντας σε νεανικές παρέες μουσικές ροκ ‒δεκαετία του ’70 γαρ. Στη Θεσσαλονίκη, λίγο αργότερα, έκανε κλασική κιθάρα με τον Βαγγέλη Ασημακόπουλο. Σημαδιακή χρονιά το ’83, όταν του φανερώνεται η κλίση του για την κατασευή παραδοσιακών, λαϊκών εγχόρδων, ενώ συντροφιά με τον Διακογιώργη καταπιάνεται με το σαντούρι. Στον Βόλο, δύο χρόνια μετά, μυείται στο δημώδες βιολί από τον Χρήστο Πουρνάρα. Στον Βόλο, δύο χρόνια μετά, μυείται στο δημώδες βιολί από τον Χρήστο Πουρνάρα. Και στο Πήλιο, όπου θα διαλέξει τότε να σταθεί για μερικά χρόνια ‒ξεκινώντας, ωστόσο, και μια σειρά από ταξίδια και περιοδείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό‒ ασχολείται επαγγελματικά ως βιολιτζής σε λαϊκές ορχήστρες πλάι σε κιθαρωδούς και άλλους οργανοπαίκτες.

IMG_9879

Φτιαγμένα με ξύλο του σφενδάμου ή του ελάτου των Άλπεων.

Παράλληλα, υπάρχει πλέον βέβαια πάντα και το κατασκευαστικό μεράκι. Κι αυτό είναι που θα τον οδηγήσει, στα τέλη πια του περασμένου αιώνα, στην Κρεμόνα, όπου ο ξενιτεμένος Λεωνίδας Ραφαηλιάν θα του μάθει την τέχνη της κατασκευής του χαρισματικού κλασικού βιολιού. Εδώ είναι που μεγαλούργησαν οι Αmati, οι Bergonzi, οι Guarnieri, και βέβαια οι Stradivarii, υποχρεώνοντας τους πιο φημισμένους και προικισμένους, ενδεχομένως, Άγγλους, Γάλλους, Αυστριακούς, Γερμανούς… μουσικούς να υποκλιθούν στα απαράμιλλα ηχεία τους. Δεν έχει πια κανένα νόημα να συνεχίσει να παίζει, μόνος του ή σε ορχήστρες, ο Δημήτρης Καραογλάνης. Όλη η δημιουργική χαρά είναι πώς θα βγει από τα χέρια του το πιο καλοφτιαγμένο και γλυκόηχο βιολί.

Ναι, γλυκόηχο, αλλά και καλοφτιαγμένο, πάνω ίσως απ’ όλα. Διότι «το βιολί δεν είναι μόνον η ακουστική του, πρωτεύει και η αισθητική του». Το σουλούπι του, ακόμα πιο σαγηνευτικό κι από τους προγόνους του, το λαούτο και την viola d’ amore. Για τον ήχο που βγάζει, τι να πει κανείς περισσότερο; «Σε αντίθεση με τα νυκτά, τα τσιμπητά έγχορδα δηλαδή» (προσοχή, μην τα μπερδέψετε με «τ’ ανοιχτά», όπως εγώ λάθος την κατάλαβα τη λέξη στην αρχή), «όπου ο ήχος είναι στιγμιαίος, δίχως διάρκεια και δυνατότητα ανάπτυξης, το δοξάρι πάνω στις παλλόμενες χορδές του βιολιού έχει την ικανότητα να παίξει για ώρα πολλή με μυριάδες ηχοχρώματα, ανάλογα με τη διάθεση και τη μαεστρία του καθενός».

«Στην Κρεμόνα ο ξενιτεμένος Λεωνίδας Ραφαηλιάν θα του μάθει την τέχνη της κατασκευής του χαρισματικού κλασικού βιολιού. Εδώ μεγαλούργησαν οι Αmati, οι Bergonzi, οι Guarnieri, οι Stradivarii».

Τα φωτεινά ηχο-χρώματα του βιολιού

Φτάσαμε όμως εδώ στη λέξη κλειδί: ηχο-χρώματα. Ο Στέφανος είχε κάνει ένα διάλειμμα εκείνη την ώρα από τη φωτογραφική του γύρα κι είχε σταθεί με δέος εμπρός σ’ ένα ράφι με βαφές. «Α, έτσι, μάλιστα, τη συλλογή του Κρέμερ βλέπω εδώ», παρατήρησε από μακριά. «Ο Κρέμερ, ο σπουδαίος αυτός χρωματοποιός», έσπευσε να συμπληρώσει ο οικοδεσπότης μας, «ποτέ δεν λείπει από εκδηλώσεις ‒όχι κατ’ ανάγκην μουσικές διοργανώσεις‒ που σχετίζονται με το βιολί. Είναι κι αυτός παθιασμένος με την όψη του».

Κι από τα ηχοχρώματα περάσαμε έτσι, ανεπαισθήτως, στα καθεαυτό χρώματα, που τα χαίρονται, όχι πια τ’ αφτιά, αλλά τα μάτια μας. Η βάση για τη βαφή του σφενδάμου ή του ελάτου των Άλπεων (τα ξύλα που κατ’ αποκλειστικότητα χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του λυγερού αυθεντικού βιολιού) είναι η ερυθρωπή με μωβ ανταύγειες σκόνη κινάβαρης ‒θρυμματισμένος ημιπολύτιμος λίθος. Αυτό όμως είναι μόνο το πρώτο χέρι. Θα χρειαστούν μετά 15 (δεκαπέντε!) τουλάχιστον υπομονετικά βερνικώματα μέχρι να πάρει το αναγκαίο χρωματικό βάθος, αλλά και να λάμψει, φυσικά, η επιφάνεια του ζηλευτού οργάνου.

IMG_9847

Εμπρός σε ένα ράφι με βαφές. «Α, μάλιστα, τη συλλογή του Κρέμερ βλέπω εδώ», παρατήρησε ο Στέφανος.

Κι από εδώ τώρα, πάλι πίσω στον ήχο. Πόσο επηρεάζουν άραγε τη μελωδική πνοή του βιολιού τα διαδοχικά αυτά βερνίκια; Δεν είμαι βέβαιος ότι πήρα απάντηση στο τελευταίο αυτό (άμουσο, πιθανότατα) ερώτημά μου. Χαρά των ματιών ‒πάλι εκεί ήθελε να το γυρίσει ο Δημήτρης Καραογλάνης‒ δεν είναι μόνο το βαμμένο και λουστραρισμένο στην εντέλεια κυρίως σώμα του βιολιού, παρά και τα λεπτοδουλεμένα εξαρτήματά του. Εκείνος ο ακριανός κοχλίας ιδίως, όπου καταλήγουν συστρεφόμενες οι χορδές του οργάνου. Μιλώντας όμως για συστροφές, σε τι άλλο υπακούει η τόσο ξεχωριστή αυτή κατασκευή, παρά «στη μαγεία των κύκλων ή στη λογική των σφαιρών, αν προτιμάτε» (επάλληλους κύκλους δεν κάνει, άλλωστε, και ο παρατεταμένος ήχος της δοξαριάς;). Δονούνταν πλέον από το μυστικό του πάθος ο φίλος οργανοποιός.

Έμενε όμως μια κρίσιμη ακόμα επισήμανση, που έγινε κι αυτή μέσα στον οίστρο του. «Μιλήσαμε για το ξυλαράκι της ψυχής, που δίνει όλη τη δροσιά και τη φρεσκάδα στον ήχο του οργάνου. Είναι τοποθετημένο στην αριστερή πλευρά του βιολιού, όπως το κοιτάμε από πάνω. Δίπλα του όμως, στη δεξιά μεριά, έχουμε και τη μικρή επιμήκη ξύλινη αλυσίδα (catena), που φροντίζει για τα στιβαρά μπάσα του».

«Και όμως», έκανα κι εγώ τότε κάπως δισταχτικά την παρέμβασή μου (μην χάσω), «αν πάρουμε τον ανθρώπινο εγκέφαλο, στο δεξί ημισφαίριο είναι η φαντασία και το συναίσθημα, ενώ στο αριστερό εδρεύει η αυστηρή, αναλυτική, λογική σκέψη». «Ασφαλώς», πήρα την πληρωμένη αυτή τη φορά απάντηση, «μόνο που, όπως στον εγκέφαλο, έτσι και στο βιολί το σχήμα λειτουργεί χιαστί».

IMG_9872

«Όταν φτιάχνω ένα βιολί, σκέφτομαι τον ήχο που θα βγάλει», λέει ο Δ. Καραογλάνης. «Τη μουσική θα την κάνουν άλλοι, εκείνοι που θα το στηρίξουν στον ώμο τους και θα τρέξουν πάνω του το δοξάρι τους».

Κάτω από το αιγινήτικο φως

Και η Αίγινα, μέσα σε όλα αυτά; «Είναι ένα ευτυχές αποτέλεσμα της κρίσης», μας λέει χαμογελαστά. Ο πολυταξιδεμένος αυτός συμπατριώτης μας εγκαταστάθηκε στο νησί μας πριν από ενάμιση περίπου χρόνο. Μεσολάβησαν, από τη θητεία/μαθητεία του στην Κρεμόνα της Ιταλίας, δέκα χρόνια με στάσεις στη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο και την Αθήνα. Αδύνατον όμως να στεριώσει μέσα στη δυσπραγία και την κατήφεια των μεγαλουπόλεων. Με φίλους από την Ταϊβάν επισκέφθηκε, λοιπόν, πρόπερσι το φθινόπωρο, χωρίς πρόγραμμα, την Αίγινα. «Δεν είχα καν προλάβει να κατέβω από το καράβι και η απόφασή μου είχε παρθεί. Εδώ θα μείνω, να με λούζει και να με τυλίγει αυτό το φως».

IMG_9877

Στραμμένα στο παράθυρο, στο μαγικό αιγινήτικο φως…

Γνωστή η γοητεία που άσκησε και ασκεί το αιγινήτικο φως ‒όταν φθινοπωριάζει, ιδίως‒ στους ζωγράφους μας. Το εγκώμιό του άκουγα, ωστόσο, τώρα να το πλέκει με τόση θέρμη και τέτοια σιγουριά κι ένας μουσικός. Δικαιούμαι μάλιστα τώρα να τον πω έτσι (όσο κι αν σε όλη τη συνάντησή μας εκείνος επέμεινε πως η μεγάλη του αγάπη ήταν όχι να παίζει ο ίδιος μουσική, αλλά να φτιάχνει όργανα, που άλλοι με τη σειρά τους θα τα έκαναν να ηχήσουν αρμονικά), διότι εδώ στην Αίγινα ο Δημήτρης Καραογλάνης ξαναπήρε στα χέρια του το βιολί και, συντροφιά με νέους φίλους, παίξαν και συνεχίζουν να παίζουν τακτικά τη δημώδη μουσική που αγαπούν σε λαϊκά και θρησκευτικά πανηγύρια, αψηφώντας τα μαύρα σύννεφα της ανέχειας, που –πώς να το κάνουμε;‒ εξακολουθούν να πυκνώνουν γύρω μας.

Τώρα είναι δε που, με την αναφορά στο ευλογημένο φως, έδενε με τον πιο πειστικό τρόπο η ανοιχτή πρόσκληση του Δημήτρη Καραογλάνη στην ακουστική και εν τ’ αυτώ οπτική απόλαυση. Δεν γινόταν, ωστόσο, να διώξω από τα χείλη μου μια τελευταία ερώτηση: «Και αύριο τι; Πώς…;» Εύλογη, πιστεύω, όσο πεζή και αταίριαστη κι αν έδειχνε με το εμπνευσμένο σκηνικό της κουβέντας μας η τελική πραγματιστική-βιοποριστική αυτή απορία μου. «Το αύριο ασφαλώς και με αφορά. Αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει. Μ’ ενδιαφέρει μονάχα αυτό που θέλω και αισθάνομαι ότι πρέπει να κάνω σήμερα». Να εξακολουθήσει δηλαδή να χαίρεται και να δοξάζει το φως της Αίγινας, να καμαρώνει τις βαθύχρωμες και αστραφτερές συγχρόνως βιόλες και τα βιολιά του, να εξασφαλίζει ότι από εκείνο ή το άλλο όργανό του θα ηχήσουν τα πιο πλούσια και ποικίλα ηχο-χρώματα. Αν δεν είναι αυτό πολιτισμός (που ευδοκιμεί κατά προτίμηση off-center, όχι κατ’ ανάγκην στο περιθώριο, αλλά σίγουρα πάντως σε μια ζωντανή περιφέρεια), τότε τι είναι; Και ω πόσο δίκιο είχε ο Χατζιδάκις όταν ονόμαζε την ιδιωτική ορχήστρα του «Ορχήστρα των Χρωμάτων»!

Φωτογραφίες: Στέφανος Ποταμιάνος

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top