«Έμαθα να βλέπω τη μουσική ως τέχνη και ως επάγγελμα ταυτόχρονα, να κάνω αυτό που αγαπάω με ενθουσιασμό αλλά και με συνέπεια».

Στις 8 Αυγούστου ο βιολονίστας Φαίδων Μηλιάδης μαζί με άλλους καταξιωμένους Έλληνες μουσικούς θα ανοίξει το 15ο Φεστιβάλ Αίγινας με μια βραδιά αφιερωμένη στη μουσική του Franz Schubert. Ιδρυτικό μέλος του τρίο elGreco και από φέτος κορυφαίος της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ο Φαίδων Μηλιάδης μας έδωσε την πρώτη του μεγάλη συνέντευξη για την ζωή και την ήδη πλούσια σταδιοδρομία του.

Σε λίγες μέρες μαζί με άλλους καταξιωμένους Έλληνες μουσικούς ανοίγετε το 15ο Φεστιβάλ Αίγινας με μία συναυλία στην Αυλή του Ναού του Σωτήρος. Πρόκειται, πιστεύω, για έναν χώρο με εξαιρετική φυσική ακουστική.

Είναι η πρώτη φορά που έχω την τιμή να εμφανίζομαι στο φεστιβάλ της Αίγινας, ένα από τα μεγαλύτερα νησιωτικά φεστιβάλ της χώρας, με δεκαπενταετή πλέον ιστορία, σε καλλιτεχνική διεύθυνση της καταξιωμένης πιανίστας, κυρίας Ντόρας Μπακοπούλου. Δεν γνωρίζω τον χώρο και πάντα μια θερινή συναυλία σε εξωτερικό χώρο έχει αρκετές προκλήσεις, κυρίως τα καιρικά φαινόμενα και ενίοτε τα τζιτζίκια! Η καλοκαιρινή ατμόσφαιρα όμως και οι εξαιρετικοί συνάδελφοι είμαι σίγουρος ότι θα αντισταθμίσουν τις τυχόν δυσκολίες.

«Στο Λονδίνο και στις Βρυξέλλες έμαθα να βλέπω τη μουσική ως τέχνη και ως επάγγελμα ταυτόχρονα».

– Πριν οτιδήποτε άλλο, θα ήθελα να μας μιλήσετε περισσότερο για εσάς και τη σταδιοδρομία σας. Τι σας ώθησε στη μουσική; Δεν προέρχεστε, από όσο ξέρω, από μουσική οικογένεια.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου είναι έμπορος και η μητέρα μου ανέλαβε το τεράστιο έργο να μεγαλώσει εμένα και την αδελφή μου χωρίς να καταλάβουμε στιγμή τι αυτό σήμαινε. Οι γονείς μας δηλαδή δεν είχαν σχέση με τη μουσική, αλλά μας έγραψαν στο ωδείο σε μικρή ηλικία. Θεωρώ επαγγελματικό και καλλιτεχνικό πλεονέκτημα να μεγαλώνει κάποιος σε μουσική οικογένεια, αλλά από την άλλη όταν κανείς δε σε έχει πιέσει να μελετήσεις έστω και μία ώρα, σημαίνει ότι το κάνεις επειδή πραγματικά το αγαπάς. Αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική κάποια στιγμή στο γυμνάσιο. Σπούδασα στο Λονδίνο και στις Βρυξέλλες και αυτές οι επιλογές μου βασίστηκαν περισσότερο στον τόπο και λιγότερο στους καθηγητές. Εκεί έμαθα να βλέπω τη μουσική ως τέχνη και ως επάγγελμα ταυτόχρονα, να μπορώ να κάνω αυτό που αγαπάω με ενθουσιασμό αλλά και με συνέπεια. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι αν καταφέρεις να κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις στη ζωή σου, δε θα χρειαστεί ποτέ να πας στη «δουλειά». Όταν γύρισα στην Ελλάδα το 2012, Έλληνες και ξένοι φίλοι ρωτούσαν τι ακριβώς σκεφτόμουν. Τότε δεν ήμουν σίγουρος, αλλά τώρα πια πιστεύω ότι έκανα τη σωστή επιλογή.

«Η στιγμή της ζωντανής συναυλίας είναι ανεπανάληπτη. Είναι η στιγμή που συντελείται μέσω των μουσικών η αναντικατάστατη επικοινωνία του συνθέτη-δημιουργού με το κοινό-αποδέκτη».

– Εκτός από τις συστηματικές σπουδές έχετε κάνει μαθήματα και με σχεδόν θρυλικές προσωπικότητες. Τι έχετε προσκομίσει από αυτές τις συναντήσεις;

Σε ένα μάθημα μουσικής, μεγάλο ρόλο παίζει το πόσο έτοιμος είναι ο μαθητής να ακούσει και να αφομοιώσει κάτι καινούργιο. Μπορεί να σου μείνει μια κουβέντα από ένα μάθημα με τον καθηγητή που έβλεπες τακτικά για ένα ολόκληρο έτος. Και συνήθως για αυτήν την κουβέντα αξίζουν όλα τα μαθήματα μαζί του. Το μάθημα με έναν διάσημο καθηγητή μπορεί να είναι πηγή έμπνευσης λόγω της προσωπικότητάς του ή και σκέτη απογοήτευση. Είναι δύσκολο στις λιγοστές ώρες ενός masterclass να αναπτυχθεί αυτή η σχέση επικοινωνίας που αποκτάει ένας σπουδαστής με τον τακτικό του καθηγητή.

«Στον διεθνή χώρο διαπρέπουν εξαιρετικοί Έλληνες βιολιστές, τραγουδιστές, πιανίστες κλπ., περισσότεροι από αυτό που θα περίμενε κανείς».

 – Έχετε επίσης παίξει υπό τη διεύθυνση «ιερών τεράτων» όπως ο Bernard Haitink, Sir Roger Norrington,  Vladimir Ashkenazy, Gianandrea Noseda, Riccardo Muti, κ.α.

Οι άνθρωποι αυτοί έχουν το χάρισμα να επικοινωνούν χωρίς πολλά λόγια και να κάνουν τη μουσική απλή. Πίσω από αυτό κρύβεται βέβαια σκληρή δουλειά και αυτή η δουλειά είναι που θέλω να κρατήσω. Όπως και η καλώς εννοούμενη εμμονή με το επιθυμητό αποτέλεσμα.

– Όλο και περισσότεροι Έλληνες μουσικοί σήμερα κάνουν διεθνή σταδιοδρομία: υπάρχει άραγε  μια «ελληνική» παράδοση, ή απλώς η συνισταμένη του κάθε ατομικού ύφους, όπως διαμορφώθηκε συχνά από σπουδές σε διαφορετικά μουσικά κέντρα;

Σίγουρα δεν υπάρχει παράδοση, υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις. Δεν το λέω ως παράπονο, αλλά για να υπάρξει μια σχολή βιολιστών ή τραγουδιστών, για παράδειγμα, θα χρειάζονταν χιλιάδες ερασιτέχνες μουσικοί και σπουδαστές, ώστε οι λίγοι από αυτούς που θα ξεχώριζαν να ήταν μια κινητήριος δύναμη που θα παρότρυνε και την επόμενη γενιά. Παρ’ όλα αυτά, στον διεθνή χώρο διαπρέπουν εξαιρετικοί Έλληνες βιολιστές, τραγουδιστές, πιανίστες κλπ., περισσότεροι από αυτό που θα περίμενε κανείς δεδομένης της περιορισμένης μουσικής παιδείας και ενασχόλησης στην Ελλάδα.

– Φέτος  αναδειχθήκατε κορυφαίος στην Κρατική  Ορχήστρα Αθηνών μέσα από μια διαδικασία ανοιχτής πρόσκλησης. Πείτε μας για την εμπειρία σας στην ορχήστρα.

Ήταν σαφώς μια απαιτητική ακρόαση, που μάλιστα πραγματοποιήθηκε μέσα στο γενικό lock down με αποτέλεσμα να έχουμε όλοι μας καιρό να εμφανιστούμε μπροστά σε κοινό, πόσο μάλλον υπό το καθεστώς εξέτασης. Είναι πολύ θετικό το ότι έγινε ανοιχτή πρόσκληση και ακρόαση διεθνών προδιαγραφών, στόχος της ορχήστρας είναι αυτές οι συνθήκες να ισχύουν σε όλες τις μελλοντικές ακροάσεις, όπως και για τις μόνιμες θέσεις. Είμαι πολύ χαρούμενος που με αυτήν την έκτακτη κάλυψη καθηκόντων εξάρχοντα μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω σε αυτήν τη θέση σε μια τόσο ιστορική ορχήστρα. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η ΚΟΑ είναι σε μια αδιάκοπη ανοδική πορεία εδώ και χρόνια και πιστεύω πως έχουμε ακόμα πολλά να δώσουμε ως σύνολο και θα μπορούμε σύντομα να έχουμε μια ορχήστρα για τις συναυλίες και τις ηχογραφήσεις της οποίας να είμαστε πραγματικά περήφανοι.

«Η συμμετοχή μου στην Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι από τις σημαντικότερες εμπειρίες μου στην μουσική μου σταδιοδρομία».

– Υπήρξατε επίσης μέλος της Ορχήστρας Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκέφτεστε ότι κάποια μέρα μπορεί να στείλετε εκεί τους μαθητές σας;

Η συμμετοχή μου στην Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι από τις σημαντικότερες εμπειρίες μου στην μουσική μου σταδιοδρομία. Τα έργα, η συνεργασία με ζωντανούς θρύλους αλλά και οι περιοδείες στις μεγαλύτερες αίθουσες της Ευρώπης και της Αμερικής είναι πράγματα που με έκαναν να αγαπήσω την ορχηστρική ζωή και να πάρω μια γεύση από τη δουλειά που κάνουμε στο κορυφαίο της επίπεδο. Θα ήταν πολύ μεγάλη μου χαρά κάποια μαθήτρια ή κάποιος μαθητής μου στο μέλλον να μπει σε αυτήν την ορχήστρα.

– Είστε από τους σχετικά λίγους στην Ελλάδα που παίζετε συστηματικά μουσική δωματίου. Τι σας τράβηξε σε αυτήν, σε σχέση με τη συμμετοχή την ορχήστρα ή μια σολιστική σταδιοδρομία; Πρέπει να είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης που έχει περισσότερες συμφωνικές ορχήστρες από κουαρτέτα εγχόρδων.

Η μουσική δωματίου είναι ό,τι πιο ολοκληρωμένο μπορεί να βιώσει ένας μουσικός, σε αισθητικό αλλά και τεχνικό επίπεδο. Σπανίως μια πρόβα ορχήστρας θα φτάσει στη λεπτομέρεια και την προσοχή που φτάνει η πρόβα ενός κουαρτέτου για παράδειγμα. Το ίδιο ισχύει και για τις τεχνικές προκλήσεις στο όργανο για τον καθένα ξεχωριστά. Η σολιστική καριέρα είναι κάτι που ποτέ δε με γοήτευσε, ίσως επειδή είναι πραγματικά σκληρή και μοναχική. Με το τρίο elGreco είχαμε κρατήσει έναν πολύ καλό ρυθμό εμφανίσεων, ώσπου μας διέκοψε η πανδημία που διέκοψε όλον τον κόσμο. Πρόκειται όμως φέτος να επανέρθουμε ανανεωμένοι. Σίγουρα η μουσική δωματίου δεν έχει τη θέση που της αξίζει στην ελληνική μουσική σκηνή, με εξαίρεση τα καλοκαιρινά φεστιβάλ, που όμως σίγουρα δεν μπορούν να συμπληρώσουν την έλλειψη συναυλιών που υπάρχει ακόμα και στην Αθήνα.

Η Αυλή του Ναού του Σωτήρος στην Αίγινα, χώρος με εξαιρετική φυσική ακουστική.

– Στη συναυλία θα ερμηνεύσετε δύο αριστουργήματα του Franz Schubert, το Τρίο αρ. 1 σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 99, και το κουαρτέτο εγχόρδων Ο Θάνατος και η Κόρη. Νομίζω ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, όποτε σας άκουσα να παίζετε μουσική δωματίου, παίζατε σχεδόν πάντοτε και Σούμπερτ. Ίσως να είναι τυχαίο, ίσως όμως να είναι ένας συνθέτης που αγαπάτε πολύ.

Σίγουρα είναι σύμπτωση, ίσως επειδή με το πιάνο τρίο elGreco κάναμε αρκετές συναυλίες και με τα δυο του έργα, αλλά είναι όντως ένας συνθέτης που εκτιμώ απεριόριστα. Πάντα δυσκολεύομαι να πω ποιοι είναι οι «αγαπημένοι» μου συνθέτες, γιατί είναι τόσοι πολλοί. Έχοντας ασχοληθεί λίγο ή πολύ με όλες τις περιόδους της μουσικής και με διάφορες συνθέσεις ensemble, νομίζω αυτό που μένει είναι αγαπημένες στιγμές και έργα από συναυλίες, είτε είναι η Εξαϋλωμένη Νύχτα του Schoenberg, μια συμφωνία του Bruckner, μια άρια από τον Don Giovanni, ή ένα κουιντέτο του Schubert.

«Η στιγμή της ζωντανής συναυλίας είναι ανεπανάληπτη».

– Αναφέρατε τον Schoenberg. Έχετε σαφές ενδιαφέρον για τη «μοντέρνα» μουσική. Όμως αν και οι «πρωτοπορίες» είναι πλέον πάνω από 100 ετών, το ενδιαφέρον του κοινού παραμένει μάλλον περιορισμένο.

Πολλά από τα αριστουργήματα της «κλασικής» μουσικής έχουν γραφτεί τον 20ο αιώνα. Ένας τρόπος να εκτιμήσουμε και να ταυτιστούμε με αυτά τα έργα είναι για τη διάρκεια μιας συναυλίας να ρίξουμε τις άμυνές μας και να συμφιλιωθούμε με το απρόσμενο και το διαφορετικό. Είναι σαν να ακούμε μια ξένη γλώσσα. Θέλει χρόνο για να την καταλάβουμε, αξίζει όμως μια προσπάθεια γιατί έχουμε μετά έναν ολόκληρο νέο κόσμο μουσικής να ανακαλύψουμε. Με τη σύγχρονη δημιουργία του 21ου αιώνα πρέπει κανείς να είναι πιο εκλεκτικός, καθώς τα έργα δεν έχουν περάσει ακόμα το φίλτρο του χρόνου όπως έχει γίνει με τις προηγούμενες περιόδους. Εδώ η ευθύνη περνάει στους οργανισμούς, οι οποίοι οφείλουν να προσφέρουν στο κοινό τα καλύτερα δείγματα της σύγχρονης μουσικής.

Η καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ, καταξιωμένη πιανίστα Ντόρα Μπακοπούλου.

– Μοιράζεστε το (κατά τη γνώμη μου ανάποδο του προηγούμενου) «μεταμοντέρνο» ενδιαφέρον άλλων συναδέλφων σας να ενσωματώσουν στην κλασική μουσική στοιχεία από άλλες παραδόσεις, φαινομενικά ασύμβατες;

Νομίζω ότι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων αυτά τα εγχειρήματα δεν έχουν καλλιτεχνικό έναυσμα, αλλά αμιγώς εμπορικό.

Ποια είναι για σας τα ζητούμενα στη μουσική ερμηνεία, και ποια από αυτά επικοινωνούνται στους ακροατές;

Η ιδιαιτερότητα της κλασικής μουσικής είναι ότι καλούμαστε να ερμηνεύσουμε το έργο κάποιου άλλου, ατόφιο και όσο πιο πιστά στην αρχική του σύλληψη μπορούμε. Σε καμιά άλλη μορφή τέχνης δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός, κι όμως έχουμε αρκετό χώρο κάπου εκεί να βάλουμε και το δικό μας κομμάτι. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν αναρίθμητες ηχογραφήσεις των ίδιων έργων. Και έπειτα έρχεται η επικοινωνία με το κοινό. Πάντα έχω στο μυαλό μου η κάθε συναυλία που κάνω να έχει απεύθυνση, να είναι κάτι που θα ήθελα να παρακολουθήσω, ακόμα και αν δεν είχα συγκεκριμένο ενδιαφέρον ούτε για τον συνθέτη, ούτε για το βιολί, ούτε για το είδος της μουσικής. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι όσο διάσημο και αν είναι ένα έργο από ηχογραφήσεις και ιστορικές εκτελέσεις (όπως για παράδειγμα Ο Θάνατος και η Κόρη του Schubert), η στιγμή της ζωντανής συναυλίας είναι ανεπανάληπτη. Είναι η στιγμή που συντελείται μέσω των μουσικών η αναντικατάστατη επικοινωνία του συνθέτη-δημιουργού με το κοινό-αποδέκτη.

 

//ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΙΓΙΝΑΣ: Μετά την περσινή υποχρεωτική διακοπή, το 15ο Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ Αίγινας σε καλλιτεχνική διεύθυνση Ντόρας Μπακοπούλου, επανέρχεται δυναμικά από τις 8 ως τις 28 Αυγούστου. Σημαντικοί Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες θα παρουσιάσουν 8 συναυλίες στην Αυλή του Ναού του Σωτήρος και στην Παραλία της Αύρας. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει κυρίως μουσική δωματίου, αλλά και βραδιές αφιερωμένες στην όπερα και τη τζαζ. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια (10Ε, 5Ε) εδώ

 

Διαβάστε ακόμα: Θέμελης Γλυνάτσης. Είναι ο πιο «ενοχλητικός» σκηνοθέτης όπερας στην Ελλάδα σήμερα;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top