Κύριε Υπουργέ,
Είμαι βέβαιος πως δεν διέφυγε της προσοχής σας το πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή» με στοιχεία και σχόλια για τη δραματική μείωση του πολιτιστικού μας κεφαλαίου, με τον ξενιτεμό χιλιάδων φερέλπιδων νέων επιστημόνων. Ο αριθμός τους κόβει την ανάσα: πάνω από 200.000 μέσα στην τελευταία πενταετία. Είναι ίσως η πιο βαθιά πληγή που άνοιξε στο σώμα της κοινωνίας μας η οικονομική και ηθική κρίση.
Μερικοί από τους ρέκτες αυτούς συμπατριώτες μας, παρακινούμενοι από ευγενείς φιλοδοξίες πληρέστερης κατάρτισης στο γνωστικό τους πεδίο και δελεαζόμενοι από ελυστικότερες οικονομικές απολαβές, το πιθανότερο είναι πως θα ξενιτεύονταν έτσι κι αλλιώς. Η μαζική, όμως, φυγή -«διαρροή εγκεφάλων» τη χαρακτηρίζει προσφυώς το προαναφερθέν δημοσίευμα- είναι σαφώς άλλης κλίμακας και παραπέμπει σε μια άλλη πολύ πιο οδυνηρή πραγματικότητα.
Δεν θα αμφισβητήσω πως τα ξέρετε καλύτερα, Κύριε Υπουργέ, όλ’ αυτά και τα πονάτε ίσως περισσότερο από τον καθένα μας. Το προοίμιο, ωστόσο, της επιστολής αυτής πιστεύω πως έχει νόημα αν αντιπαραβληθεί με τις επίσημες τοποθετήσεις σας, επί τη αναλήψει των καθηκόντων σας, στο θέμα της αριστείας.
Αντιπαρέρχομαι το κομφούζιο σχετικά με το ποια και πόσα πειραματικά και πρότυπα σχολεία θα συνεχίσουν να λειτουργούν -με καθεστώς εισαγωγικής εξέτασης ή δικαιότερου(;) κλήρου- καθώς και την άλλη μεγάλη σύγχυση με το αν θα καταργηθεί ή όχι η επιλογή μέσω του ΑΣΕΠ των νεοπροσλαμβανομένων εκπαιδευτικών. Συγκρατώ έτσι μόνον το ότι οι προβληματισμοί αυτοί συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη γενικότερη αμφισβήτηση εκ μέρους σας των εκάστοτε αρίστων επιδόσεων.
Το ζήτημα τίθεται εδώ με όρους αναθέματος κατά του αδυσώπητου ανταγωνισμού (Έσπευσε εν προκειμένω να σιγοντάρει το επιχείρημά σας και ο γνωστός κοινωνικός αναλυτής και νυν βουλευτής επικρατείας Κ. Τσουκαλάς).
Κατά της φαγωμάρας -ας την πούμε κι έτσι, απλώς- για το ποιος θα διακριθεί, θα πρωτεύσει και θ’ ανταμειφθεί δεόντως από το ζοφερό αγοραίο σύστημα (Η εσχατολογική αντίκρουση του φαινομένου αυτού του αλληλοσπαραγμού έχει, άλλωστε, όπως το επικαλείσθε, διατυπωθεί προ αιώνων: «Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι». Για να μη μιλήσουμε για τη μαρξιστική διακήρυξη πως αργά ή γρήγορα, νομοτελειακά πάντως, θα ξημερώσει η ημέρα της πλήρους ισότητας).
Ωραία, αν και κάπως βαρύγδουπα, ακούγονται όλ’ αυτά. Επιτρέψτε μου, όμως, να επιμείνω πως στον εξελικτικό χρόνο -τον μόνο που βγάζει νόημα στη ζωή των ανθρώπων και των άλλων έμβιων οργανισμών με τους οποίους μοιραζόμαστε τον πλανήτη-, ο ανταγωνισμός αποτέλεσε και αποτελεί μιαν αστείρευτη πηγή καινοτομίας.
Από πού αλλού μπορούμε να περιμένουμε δόκιμες νέες προτάσεις -ρωμαλεότερες από τις παλιές- για τη βελτίωση της καθημερινότητάς μας και της κοινωνικής/θεσμικής μας οργάνωσης, παρά από τις καινοτόμες πρωτοβουλίες νέων ευφάνταστων ατόμων, στις οποίες οι κοινότητές μας «σκοντάφτουν» διαρκώς;
Κυρίως, όμως, και σε πείσμα των όσων του καταμαρτυρούν, ο ανταγωνισμός δεν είναι απλώς η άλλη («βρόμικη») όψη του νομίσματος της συνεργασίας. Οι δύο αυτές παρακαταθήκες της φύσης και της ομαδικής εξ αρχής οργάνωσης της ζωής μας συνιστούν ένα ιδανικό ταίρι.
Μου έχουν από καιρό εντυπωθεί αυτά που είχε πει ο Ελληνο-αμερικανός γκουρού της πληροφορικής Νίκολας Νεγκροπόντε, στην τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Είχε κατ’ αρχάς εκτιμήσει πως η εξοικείωσή μας με το Διαδίκτυο και η εκμετάλλευση των σχεδόν απεριορίστων δυνατοτήτων του θα καθυστερήσει πολύ, καθώς λείπει από τη χώρα μας το προαπαιτούμενο πνεύμα συνεργασίας.
Και συνέχισε με μια παρατήρηση, η οποία εκ πρώτης όψεως έδειχνε να μη σχετίζεται άμεσα με την προηγηθείσα εκτίμησή του: Λείπει επίσης από την Ελλάδα, κατέθεσε εν συνόψει, η διάθεση για το «κυνήγι του ταλέντου». Στις ΗΠΑ, όπως και σε άλλες ψηφιακά «εγγράμματες» ή διαδικτυακά αναδυόμενες χώρες, η αναζήτηση για τα πιο άξια και ευρηματικά στελέχη είναι το πρώτιστο μέλημα, όχι μόνο των επιχειρήσεων, αλλά και των μη κερδοσκοπικών ακαδημαϊκών και άλλων οργανισμών.
Με προβλημάτισε για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα η διασύνδεση των δύο φαινομενικά ασύνδετων αυτών επισημάνσεων. Τελικώς, όμως, την κομψή όσο και εξαιρετικά απλή λύση του προβλήματος μού την έδωσε ο διαπρεπής μαθηματικός και εξελικτικός βιολόγος Μάρτιν Νόβακ. Με την εισήγησή του για την ανάδειξη, μέσω της ειδοποιού, στην κυριολεξία, ανθρώπινης γλωσσικής επικοινωνίας, μιας νέου τύπου αμοιβαιότητας.
Διαβάστε ακόμα: “Η δυστυχία του να είσαι ‘Ελληνας” του Νίκου Δήμου συζητείται 40 χρόνια μετά.
Όχι πια δηλαδή μόνο «βάστα με να σε βαστώ» -είναι η άμεση ανταποδοτική αμοιβαιότητα σε στενά διαπροσωπικό επίπεδο, την οποία συναντάμε σε πολλές εκφάνσεις της ζωής στο έμβιο περιβάλλον μας-, αλλά βάστα με εσύ γερά, ώστε να σε βαστήξουν κι εσένα κάποια στιγμή όσοι θ’ ακούσουν από το στόμα μου καλά λόγια για το άτομό σου.
Έμμεση αμοιβαιότητα αποκαλεί ο Νόβακ το προσαρμοστικό αυτό επίτευγμα του ανθρωπίνου είδους. Προφανώς και μιλάμε εδώ για τις συνθήκες δημιουργίας ενός καλού ονόματος, της καλής «φήμης», η οποία είναι η κατ’ εξοχήν επιδίωξη κάθε προκομμένου ανθρώπου. Μαζί, βέβαια, με την προσπάθεια αποφυγής ενός οποιουδήποτε στιγματισμού – καλύτερα, λέμε, να σου βγει το μάτι παρά το (κακό) όνομα!
Και είναι ασφαλώς συνθήκες ευγενούς άμιλλας αυτές. Ενός ζωογόνου ανταγωνισμού, τον οποίο πλήρως επικροτεί, πλάι στην ενστικτώδη ροπή ανθρώπων και ζώων προς την αλληλοβοήθεια και ο αναρχικός πρίγκηπας Κροπότκιν (ο μόνος που προσωπικώς εμπιστεύομαι ως οραματιστή και αγωνιστή για μια προοδευτικότερη, δικαιότερη και πιο χαρίεσσα κοινωνία).
Καθώς, τι πιο θεμιτό και ψυχαμοιβό από την αναγνώριση από τους συνανθρώπους μας της ιδιαίτερης αξιοσύνης μας και των δυνατοτήτων μας να συμβάλουμε θετικά στα δικά τους δημιουργικά εγχειρήματα;
Πρέπει, όμως, να το παραδεχτούμε πως αυτές ακριβώς οι συνθήκες είναι που λείπουν απελπιστικά από τη χώρα μας. Όπου το λειψό πνεύμα συνεργασίας προκύπτει ενδεχομένως -θα έλεγα, μάλιστα, κατά πάσα βεβαιότητα- από τον κουτσουρεμένο ανταγωνισμό. «Ελέω» των πρωτείων της αναξιοκρατίας, του νεποτισμού και της πελατειακού τύπου ανταποδοτικότητας που εξακολουθούν να ισχύουν στα λημέρια μας.
Σύμφωνα δε με τις επώνυμες μαρτυρίες στην έρευνα της Καθημερινής που προέταξα στην ανοιχτή αυτή επιστολή, είναι αυτά ακριβώς τα κουσούρια που λειτουργούν ως αποτρεπτικό σκιάχτρο για τους ξενιτεμένους Έλληνες που διαπρέπουν σε διαφόρους τομείς έρευνας και επιστημοσύνης στο εξωτερικό, αλλά και που ευνοήτως για διαφόρους λόγους συνεχίζουν να είναι συναισθηματικά δεμένοι με την πατρίδα.
Την οποία πατρίδα θα ήθελαν και θα μπορούσαν σίγουρα να βοηθήσουν στις κρίσιμες σημερινές περιστάσεις. Αλλά να που τους αναστέλλει η πεποίθηση πως το καλό όνομα που μόχθησαν ν’ αποκτήσουν ελάχιστα θα τους χρησιμέψει σε έναν πιθανό νόστο, παρά αντιθέτως θα τους βαραίνει σαν μια «ρετσινιά» που θα τους την έχουν κολλήσει, αθέλητα ή ηθελημένα, οι υπόλοιποι λιγότερο κατά τεκμήριο άξιοι κι επιτυχημένοι συμπατριώτες τους.
Ας καταλαγιάσει, λοιπόν, κύριε Υπουργέ, και ο δικός σας φόβος για την αξιοσύνη τους και τα διαπιστευτήρια της αριστείας που απέκτησαν, αν τους θέλετε πράγματι μαζί μας και κοντά σας στο δύσκολό σας έργο. Η αξιολόγηση όλων μας, επιτέλους, δεν συνιστά κατά κανέναν τρόπο αθέμιτη διάκριση.
Με εκτίμηση (και φιλικά, επιτρέψτε μου να προσθέσω, καθώς έτυχε μαζί ν’ αποφοιτήσουμε το 1962 από το «ελιτίστικο» -πώς να το κάνουμε;- Κολέγιο Αθηνών).
Δημήτρης Ποταμιάνος
Διαβάστε ακόμα: Το Λονδίνο των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης.