Η ιστορία είναι λίγο – πολύ γνωστή: Tο 2011 ιδρύεται η ελληνική εφαρμογή Τaxibeat και σύντομα αντικαθιστά τα ραδιοταξί στις προτιμήσεις του κοινού μπαίνοντας στο μάτι και του συνδικαλιστικού οργάνου των ταξιτζήδων, ΣΑΤΑ. Το 2014 η εφαρμογή αποφασίζει να βγει εκτός χώρας, να περάσει τον Ατλαντικό και να κάνει ένα άνοιγμα στη Λίμα του Περού και γενικότερα στην αγορά της Λατινικής Αμερικής. Στις αρχές του 2017, η μικρή Ελληνική εταιρεία εξαγοράζεται από τον κολοσσό της Daimler έναντι του ποσού των 43 εκ. δολαρίων. Αμέσως μπαίνει σε εφαρμογή το “τρίτο κύμα” της ανάπτυξης της παράλληλα με τη μετονομασία της σε Beat.
Όλα αυτά ακούγονται αρκετά ρόδινα, σαν ένα startup παραμύθι, όμως παράλληλα, την τελευταία 5ετία βιώνουμε και την αλματώδη ανάπτυξη της Uber, μιας εταιρείας που μπορεί για πολλούς λόγους να μην έχει καθιερωθεί στη χώρα μας αλλά διεθνώς είναι κάτι σαν utility (εταιρεία κοινής ωφέλειας) για όποιον θέλει να πάει από το Α στο Β με τη βοήθεια του smartphone του. Είναι χαμένο το παιχνίδι για την Beat και για τις δεκάδες άλλες (βλ. και την κινεζική DiDi) εφαρμογές ταξιμεταφοράς; Το έγκριτο περιοδικό για το επιχειρείν Forbes, εκτιμά πως όχι.
Όπως επισημαίνει σε νέο του άρθρο, η στρατηγική της Beat να κατακτά μία – μία τις μεγαλουπόλεις της λατινικής Αμερικής, φαίνεται να αποδίδει. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η επιθετική πολιτική της εφαρμογής -ο ίδιος ο CEO του Βeat Νίκος Δρανδάκης δηλώνει στο αμερικάνικο μέσο πως σκοπός της εταιρίας είναι να κυριαρχήσει στην αγορά της Λατινικής Αμερικής τα επόμενα τρία χρόνια. Αυτή τη στιγμή το Beat πρωταγωνιστεί στη Λίμα του Περού και βλέπει σταθερή αύξηση κατά 100% σε ετήσια βάση από το 2014. Μετά την άφιξή του Βeat στο Σαντιάγκο της Χιλής, τον Οκτώβριο του 2017, βλέπει τον μέσο όρο του να ανεβαίνει πάνω από 20% σε μηνιαία βάση. Ενώ στη Μπογκοτά της Κολομβίας από τον περασμένο Μάϊο, κάθε μήνα αυξάνει το τζίρο του κατά 35%.
Αυτά τα νούμερα, εάν διατηρηθούν, καθιστούν ενδεχομένως επιτεύξιμο (η έκφραση του Forbes είναι “might be doable”) το στόχο της νίκης απέναντι στον Γολιάθ της Uber. Όταν το Forbes ρώτησε τον Έλληνα CEO ποιο είναι το ποσό που ξοδεύει η ελληνική εφαρμογή για να καθιερωθεί σε κάθε πόλη, εκείνος αρνήθηκε να απαντήσει. Όπως και στο ποιές πόλεις θα είναι οι επόμενοι στόχοι της εταιρείας. Λογικό. Η μυστικότητα έχει αποδειχθεί σύμμαχος του Βeat ως σήμερα.
Διαβάσαμε ακόμα: Το Νόημα της Επιτυχίας σύμφωνα με τον Νίκο Δρανδάκη, Ιδρυτή & CEO του Beat.