«Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος και, φυσικά, ταξίδευε. Εγώ διάλεξα ένα τελείως διαφορετικό επάγγελμα και κατάφερα να ταξιδεύω κι εγώ» (Φωτογραφία: Παντελής Ζαχαρόπουλος).

Χιώτης που έζησε στον Καναδά για να επιστρέψει πάλι στα πάτρια εδάφη. Θεατρικό «παιδί» του Θόδωρου Τερζόπουλου – το Θέατρο Άττις είχε γίνει το δεύτερο σπίτι του. Ξεκίνησε για ζωγράφος, σπούδασε στην Καλών Τεχνών, αλλά τελικά η θεατρική σύμβαση είναι αυτή που καθόρισε, εν πολλοίς, τη ζωή του.

Ο Αντώνης Μυριαγκός είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ηθοποιού που είναι ταυτισμένος με το σανίδι, καίτοι ο ίδιος δεν αποκλείει καθόλου την πιθανότητα να κάνει τηλεόραση ή κινηματογράφο. Εκπέμπει μια ηρεμία στον τρόπο που μιλάει, κάτι που την ώρα που βρίσκεται επί σκηνής μετατρέπεται σε σφύζουσα, αλλά ελεγχόμενη δύναμη που σε υποβάλλει.

Αυτές τις μέρες παίζει σε ένα άκρως απαιτητικό έργο στο ΚΠΙΣΝ. Το «Κάποιος θα έρθει» του πολυβραβευμένου νορβηγού συγγραφέα Γιόν Φόσσε είναι μια υπαρξιακή καταβύθιση στις ανθρώπινες σχέσεις, τους φόβους και τις ανασφάλειες που κουβαλάμε όλοι μας.

Εργο μινιμαλιστικό που με λίγες και κοφτές λέξεις (και την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά) αγγίζει το μέσα πλέγμα κάθε ανθρώπου. Ο Αντώνης Μυριαγκός υποδύεται έναν άντρα που μαζί με τη γυναίκα του αποφασίζουν να γίνουν αναχωρητές και να ζήσουν μακριά από τους ανθρώπους. Ωσπου εμφανίζεται ένα τρίτο πρόσωπο, ένας άλλος άντρας, και ανατρέπονται οι ισορροπίες.

Μίλησε στο Andro για τις εντυπώσεις του από την παράσταση (ας μην ξεχνάμε πως μόλις άνοιξαν ξανά τα θέατρα), τη σημασία του ταξιδιού στη ζωή του και την ανάγκη να βρούμε όλοι μας τον αληθινό μας εαυτό έξω από φίλτρα και κατασκευές.

«Βαθιά μέσα του ο κάθε άνθρωπος είναι μόνος του. Ακούγεται λίγο κλισέ, αλλά αυτό συμβαίνει. Γεννιόμαστε μόνοι».

– Ο άντρας και η γυναίκα της παράστασης αποφασίζουν να ζήσουν μακριά από τους ανθρώπους, μόνοι σε ένα σπίτι στη θάλασσα. Μοιάζει πολύ μ’ αυτό που ζούμε στις μέρες μας.

Ένα κομμάτι του έργου είναι ανατριχιαστικά επίκαιρο. Ο άνθρωπος έχει μια τάση να θέλει να ζει σε μια ουτοπία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δύο άνθρωποι θέλουν να ενωθούν, να ζήσουν τον απόλυτο έρωτα. Ο ένας μέσα στον άλλον, όπως λέει ο Φόσσε, απερίσπαστοι. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι δύσκολα να συμβεί τελικά.

– Γιατί άραγε; 

Βαθιά μέσα του ο κάθε άνθρωπος είναι μόνος του. Ακούγεται λίγο κλισέ, αλλά αυτό συμβαίνει. Γεννιόμαστε μόνοι, στη συνέχεια τη ζωή μας τη διατρέχει μια κίνηση, θα συναντήσουμε ανθρώπους, αλλά στο βάθος των πραγμάτων ένα δικό μας κομμάτι είναι πάντα μόνο του.

– Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, πάντως. Δεν ξέρω αν η πλήρης απομόνωση του ταιριάζει. Οι άλλοι είναι ο καθρέφτης μας. 

Βέβαια, τον έχεις ανάγκη τον άλλον. Δεν γίνεται να μην συγκροτήσεις την ύπαρξή σου μέσα από τα μάτια του άλλου. Το ενδιαφέρον στο έργο είναι ότι αυτή η εμμονή για απομόνωση από όλους και από όλα οδηγεί σε μια αμφιβολία, πρωτίστως στη γυναίκα. Θα μπορούσα να την παραλληλίσω με την Εύα στον Παράδεισο. Μέσα στη γυναικεία φύση υπάρχει αυτή η αναζήτηση και η αμφιβολία. Εχει μια πιο σύνθετη σκέψη για τα πράγματα. Κάποια στιγμή, ο άντρας το παίρνει αυτό και το ενσαρκώνει. Γίνεται σαν μια σκεπτομορφή αυτή η αμφιβολία που καταλαμβάνει και τους δύο. Τη στιγμή, μάλιστα, που η εμμονή τους γίνεται πραγματικότητα. Δεν ξέρουμε αν αυτός που θα έρθει, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Μπορεί και να είναι αποκύημα της φαντασίας τους.

«Οταν αισθάνομαι την ανάγκη να απομονωθώ κατασκευάζω μικρές διαφυγές μέσα στο ίδιο μου το σπίτι».

Ο Αντώνης Μυριαγκός υποδύεται έναν άντρα που μαζί με τη γυναίκα του αποφασίζουν να γίνουν αναχωρητές και να ζήσουν μακριά από τους ανθρώπους (Φωτογραφία από την παράσταση).

– Στον άντρα σωματοποιείται αυτή η κατάσταση ακόμη και σε φόβο. 

Υπάρχει μια περίεργη ανταλλαγή μεταξύ της γυναίκας και του άντρα. Στο πρώτο μέρος, ο άντρας είναι πολύ αισιόδοξος γι’ αυτό που πρόκειται να ζήσουν και είναι σίγουρος για την απόφασή του. Η, δε, γυναίκα κάτι νιώθει και δεν θέλει να είναι εκεί στο σπίτι. Οταν αυτό παίρνει σάρκα και οστά βλέπουμε να ανταλλάσσονται και οι ρόλοι. Ναι, τελικά ο φόβος κυκλοφορεί μέσα τους.

– Εσύ έχεις αισθανθεί την ανάγκη να απομονωθείς από όλους και από όλα; 

Το έχω αισθανθεί κάποιες στιγμές, αλλά καταλαβαίνεις πως αυτό στην περίπτωση μου δεν γίνεται να αποκτήσει πολύ μεγάλο χώρο μέσα μου. Λόγω των συνθηκών που ζούμε, αυτό το αίσθημα το αντιμετωπίζει κανείς διαφορετικά. Προσωπικά όταν αισθάνομαι την ανάγκη να απομονωθώ κατασκευάζω μικρές διαφυγές μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Εχω καταφέρει αυτό το δίωρο που έχω σαν ελεύθερο χρόνο να σκηνοθετώ μια προσωπική στιγμή. Μόνο αυτό έχω καταφέρει.

– Το ταξίδι είναι μέρος της ζωής σου, σχεδόν εγγενές. Εχεις αλλάξει πολλούς τόπους όλα αυτά τα χρόνια. Το έχεις σκεφτεί; 

Εχω μια μόνιμη βάση τα τελευταία χρόνια την Αθήνα, καθώς εδώ ζω, αλλά, ναι, αν πάω λίγο πίσω και το σκεφτώ, ισχύει αυτό με τα ταξίδια. Ημουν στην Ελλάδα, έφυγα για τον Καναδά με τους γονείς μου, γύρισα πάλι πίσω. Αυτό που με βοήθησε να ταξιδέψω πολύ ήταν η δουλειά μου. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος και, φυσικά, ταξίδευε. Εγώ διάλεξα ένα τελείως διαφορετικό επάγγελμα και κατάφερα να ταξιδεύω κι εγώ. Το ταξίδι είναι μια απίστευτη διαφυγή. Αν καταφέρουμε να κάνουμε και ένα ταξίδι μέσα μας, αυτό θα είναι ακόμη πιο σημαντικό.

– Επιστρέφω στο έργο. Στο έργο του Φόσσε αυτό που κάνει εντύπωση είναι η γλώσσα του. Λίγες και επαναλαμβανόμενες λέξεις. Πώς το προσέγγισες αυτόν τον απέριττο λόγο; 

Mε ένα πολύ «φτωχό» λεξιλόγιο καταφέρνει να δημιουργήσει πολύ έντονες καταστάσεις. Κάνει μια καταβύθιση στο ψυχικό βάθος των ανθρώπων. Χωρίς να είναι χαρακτήρες με παρελθόν. Μέσα από αυτόν τον μίνιμαλ τρόπο καταβυθίζεται μέσα τους. Ο Φόσσε έχει ασχοληθεί με τη μουσική, επομένως γράφει ένα έργο σαν να είναι ένα ποίημα που πρόκειται να ανέβει στη σκηνή, πατάει στη μουσικότητα του λόγου. Υπάρχει τόση πυκνή ενέργεια με λίγες μόνο λέξεις που όμως βρίσκει την ισορροπία για να αναπνεύσει. Δεν είναι μόνο μια κατασκευή.

«Με τις μάσκες βλέπουμε μια παράσταση. Τίποτα δεν είναι όπως πριν, δεν το συζητώ».

«Στη δική μας παράσταση είδαμε ένα ζεστό χειροκρότημα που ανταποκρίνεται από την αρχή. Αυτό μας έδωσε χαρά και μας έδειξε πόσο σημαντικό είναι το θέατρο για όλους μας» (Φωτογραφία: Παντελής Ζαχαρόπουλος).

– Το έργο έχει ένα πρώτο επίπεδο δυσκολίας που αν το ξεπεράσεις βρίσκεσαι σε ένα οικείο, απόλυτα ανθρώπινο, περιβάλλον. 

Κάτω από άλλες συνθήκες και με άλλο κείμενο, η ιστορία της παράστασης θα μπορούσε να είναι ένα μπουλβάρ. Ενα ζευγάρι στο οποίο υπάρχει ζήλια μεταξύ τους, η γυναίκα έχει μια καχυποψία απέναντι στον άντρα και αντίστροφα και στη συνέχεια έρχεται ένας επισκέπτης. Είναι κάτι που το έχουμε ξαναδεί. Ο Φόσσε, όμως, μέσα από λέξεις κλειδιά, αντωνυμίες ουσιαστικά, χτίζουν έναν πυρετό. Είναι κείμενο με πολλές στρώσεις που φτάνει σε απύθμενο βάθος. Σε ένα εύρος πραγμάτων που αγγίζει το λογικό και το μεταφυσικό. Υπάρχει ένα καθρέφτισμα μεταξύ των προσώπων του έργου. Υπάρχει μια ουσία, όπως και το νερό στη σκηνή, μεταπηδάει από τον έναν στον άλλον. Είναι ένα πράγμα που απλώνεται σε τρία πρόσωπα.

– Σου πήρε καιρό να βρεις τα πατήματά σου στις πρόβες; Με την έννοια ότι προερχόσουν κι εσύ από μια μακρά περίοδο αναμονής λόγω της καραντίνας. 

Υπάρχει μια μεγάλη επιθυμία να δουλέψουμε, ειδικά στην πρώτη καραντίνα. Πέρυσι δεν κατάλαβα πολύ τον περιορισμό διότι είχα την τύχη να δουλέψω σε συνθήκες live streaming. Αν και ήταν μια άχαρη και άβολη διαδικασία, ήμουν με ανθρώπους, έκανα πρόβες υπήρχε μια ροή. Ήταν ευτυχής συγκυρία αυτό το έργο γιατί ήθελα να δουλέψω με τον Γιάννη Χουβαρδά, την Άλκηστη Πουλοπούλου και τον Χάρη Φραγκούλη. Δημιουργήθηκε ένα πολύ ωραίο κλίμα μεταξύ μας.

– Πώς ήταν η συνεργασία με τον Γιάννη Χουβαρδά; 

Ηταν ευτύχημα. Είναι ωραίο να δουλεύεις με ανθρώπους, οι οποίοι έχουν διαγράψει σημαντική πορεία. Ο Χουβαρδάς ανήκει στην τελευταία γενιά σημαντικών σκηνοθετών που έχουμε. Δεν είναι και πολλοί. Ηταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Οπως και με τους συναδέλφους. Το γεγονός ότι ήμασταν μια μικρή ομάδα μας βοήθησε να δουλέψουμε λίγο πιο επισταμένα.

– Εμάς τους θεατές πώς μας βλέπεις; Ξαναβγήκαμε το θέατρο έπειτα από καιρό. Ποια είναι η αύρα που λαμβάνεις; Μας βλέπεις μαγκωμένους; 

Είμαστε στα πρώτα βήματα μετά από το κλείσιμο των χώρων και φαντάσου είμαστε στο μέσο, δεν έχει τελειώσει αυτό το πράγμα. Με τις μάσκες βλέπουμε μια παράσταση. Τίποτα δεν είναι όπως πριν, δεν το συζητώ. Είναι μια αίσθηση (να σε βλέπει κανείς φορώντας μάσκα) που μας πήρε καιρό να εξοικειωθούμε μ’ αυτό. Υπάρχει ένα μούδιασμα, αλλά είναι κι αυτό μέρος της θεατρικής πράξης που είναι τόσο ουσιώδης που μπορεί να σταθεί κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη. Στη δική μας παράσταση είδαμε ένα ζεστό χειροκρότημα που ανταποκρίνεται από την αρχή. Αυτό μας έδωσε χαρά και μας έδειξε πόσο σημαντικό είναι το θέατρο για όλους μας.

«Δεν άντεχα τη μοναξιά γι’ αυτό ακολούθησα το θέατρο».

– Γιατί επέλεξες το θέατρο; 

Δεν ξέρω! Δεν προέρχομαι από έναν θεατρικό χώρο. Η φυσική κλίση που είχα ήταν η ζωγραφική, με αυτό ασχολήθηκα στην αρχή. Σπούδασα στην Καλών Τεχνών, είχα μια πολύ συνειδητή σπουδαστική πορεία. Μάλλον, δεν άντεχα τη μοναξιά γι’ αυτό ακολούθησα το θέατρο. Είχα την ανάγκη να αυτοπροσδιοριστώ και μέσα από τους άλλους. Να κάνω κάτι που να έχει συνάντηση με τον άλλο και να μην μείνω στην ατομική προσήλωση του καλλιτέχνη στο εργαστήριό του.

– Το παράδοξο είναι ότι οι ηθοποιοί είστε κατά βάση μόνοι σας. Μόλις κλείσουν τα φώτα τι γίνεται; 

Πιθανό να ισχύει κάτι τέτοιο και να φορά μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του ηθοποιού. Κάνοντας μια δουλειά ξεχνάμε τη χαρά και το λόγο που την κάνουμε. Στο θέατρο υπάρχει μια κοινή συνθήκη που μας ενώνει και έχουμε συμφωνήσει να παίξουμε ένα παιχνίδι μαζί με θεατές για να μπορέσουμε αυτό να το μοιραστούμε. Αν καταφέρεις εκεί να ξεφύγεις από το πολύ προσωπικό, τότε βρίσκεσαι σε μια ωραία συνύπαρξη. Δηλαδή, είσαι μόνος σου, αλλά είσαι μόνος σου μέσα από τους άλλους. Αυτό δημιουργεί μια ισορροπία.

«Στο θέατρο υπάρχει μια κοινή συνθήκη που μας ενώνει και έχουμε συμφωνήσει να παίξουμε ένα παιχνίδι μαζί με θεατές για να μπορέσουμε αυτό να το μοιραστούμε» (Φωτογραφία από την παράσταση).

– Τηλεόραση θα έκανες; 

Εχω κάνει! Πέρυσι είχα μια πρώτη επαφή σε ένα σίριαλ. Δεν είμαι αρνητικός με την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο, αρκεί να πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Η τηλεόραση είναι ένα δύσκολο είδος. Δουλεύοντας τόσο χρόνια στο θέατρο, σαφώς και δεν μου είναι εύκολο να κάνω οτιδήποτε. Αλλά αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις της παραγωγής, του σεναρίου και των συνεργατών, δεν το συζητώ, θα έκανα τηλεόραση. Δεν είμαι κλειστός.

– Ήδη, άλλωστε, στην τηλεόραση υπάρχει μια στροφή στη λογοτεχνία. 

Ναι και εκεί βλέπεις μια δομή, μια ιστορία, ένα βάθος στους χαρακτήρες. Υπάρχει ένα χώρος άντλησης πληροφορίας. Είναι ωραίο να μπορείς να πατήσεις σε μια τέτοια ιστορία.

«Για να είσαι άνθρωπος του παρόντος πρέπει να έχεις κάνει εκατό χρόνια γιόγκα».

– Πώς μπαίνεις σε έναν ρόλο; 

Το συγκεκριμένο έργο, όπως είπα, είναι ένα ποίημα στην ουσία του. Επομένως, δεν μπορώ να το ταυτιστώ με τη ζωή μου. Δεν μπορώ να πάρω από εκεί εργαλεία για να χτίσω έναν ρόλο. Με τον Γιάννη Χουβαρδά προσπαθήσαμε να αντισταθούμε. Ηταν αρκετά δύσκολο, από την αποστήθιση του κειμένου μέχρι να αφαιρέσεις πράγματα επί σκηνής που αντανακλαστικά βγαίνουν ως συμπεριφορές. Επρεπε να ακολουθήσουμε το απόσταγμα που βγαίνει από το κείμενο. Έτσι, θέλαμε να υπάρχουν οικείες συμπεριφορές, αλλά από κάτω να είναι πυκνές, χωρίς κάτι το περιττό. Δεν θα με βοηθούσε να φτιάξω μια αυτοβιογραφία ή να κάνω έναν σάρκινο χαρακτήρα. Η εμπειρία κάθε φορά αλλάζει. Αυτά τα πράγματα τα αντιμετωπίζω ως υλικά και όχι έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου. Με σκοπό να φτάσεις σε ένα σημείο που να μην σε περιορίζει ή να μην σε καπελώνει.

– Για το νόημα του ρόλου καταλαβαίνω. Για το νόημα της ζωής τι έχεις να πεις; Εχεις καταλάβει ποιο είναι αυτό; 

Οχι! Αν το είχα καταλάβει ίσως να ήταν πιο εύκολη η ζωή μου, δεν ξέρω. Σημασία έχει να μπορείς να αφαιρείς πράγματα και να συνδέεσαι με εσένα τον ίδιο, αλλά με τον πιο αληθινό σου εαυτό. Οχι με τον εαυτό με τα διάφορα προφίλ που μπορεί να έχει. Βγάζοντας αυτά τα φίλτρα, αν μπορέσω να συνδεθώ με εμένα, τότε εξοικειώνομαι με το υλικό μου, αρχίζω να γίνομαι πιο ήσυχος και γαλήνιος. Δεν ταράζομαι τόσο πολύ. Δεν προβάλλω τις ανησυχίες μου στους άλλους.

– Αυτή είναι μια αλήθεια δύσκολη και επώδυνη πολλές φορές. 

Είναι πολύ επώδυνο γι’ αυτό και δεν το έχεις στο τσεπάκι σου και το κάνεις για πλάκα. Αυτή είναι η τάση που θα ήθελα να είναι η ζωή μου, ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Δεν ξέρω πραγματικά αν υπάρχει κάτι που να είναι τόσο αμερόληπτο μέσα μας. Υπάρχουν κάποιες μικρές στιγμές μιας πολύ γαλήνιας κατάστασης, αλλά η ζωή τρέχει. Είμαστε εδώ.

«Δεν ξέρω πραγματικά αν υπάρχει κάτι που να είναι τόσο αμερόληπτο μέσα μας» (Φωτογραφία από την παράσταση).

– Είσαι άνθρωπος του παρόντος ή του παρελθόντος;

Για να είσαι άνθρωπος του παρόντος πρέπει να έχεις κάνει εκατό χρόνια γιόγκα. Οι ανατολίτικες θεωρίες έχουν ασχοληθεί μ’ αυτό που λέμε ευ ζην και όχι μόνο. Υπάρχουν διάφορες καθημερινές ασκήσεις και πρακτικές για να καταφέρει κανείς να είναι στο παρόν. Προσωπικά το βρίσκω πολύ δύσκολο. Με γαληνεύει να είμαι προσηλωμένος στο τι έχω να κάνω τώρα, έχω δει ότι αποδίδει, αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν ανατρέχω και στο παρελθόν μου ή δεν με στοιχειώνουν πράγματα που συνέβησαν παλαιότερα. Αυτό που έχει σημασία είναι η εξοικείωση μ’ όλο αυτό, χωρίς να δαιμονοποιείται το παρελθόν και να γίνεται αβάσταχτη εμμονή. Πρέπει να υπάρχει μια συνδιαλλαγή του πριν, του τώρα και του τι πρόκειται να γίνει.

 

//Κάποιος θα έρθει του Γιον Φόσσε
(Θόλος του ΚΠΙΣΝ)
Εως τις 12 Οκτωβρίου 

 

Διαβάστε ακόμα: Νικόλας Γιατρομανωλάκης. «Η κοινωνία έχει δρόμο να διανύσει στο ρόλο των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top